Τα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν μεν να ζητούν από τους πολίτες τους, επ’ απειλή κυρώσεων, να φέρουν ισχύον
δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο όταν ταξιδεύουν προς άλλο κράτος μέλος,
ανεξάρτητα από το χρησιμοποιούμενο μεταφορικό μέσο και τη διαδρομή, ωστόσο δεν μπορούν να επιβάλλουν
δυσανάλογες κυρώσεις για ένα τέτοιο αδίκημα ήσσονος σοβαρότητας.
Αφορμή για την εν λόγω απόφαση του
Δικαστηρίου της ΕΕ ήταν
η «περιπέτεια» ενός Φινλανδού πολίτη που μετέβη στην Εσθονία με σκάφος αναψυχής, χωρίς να φέρει μαζί του κάποιο έγγραφο, και αντιμετώπιζε πρόστιμο άνω των
95.000, ήτοι το 20% των μηνιαίων αποδοχών του.
Ιστορικό
Τον Αύγουστο του 2015 ο «Α» Φινλανδός πολίτης, πραγματοποίησε ταξίδι μετ’ επιστροφής μεταξύ Φινλανδίας και Εσθονίας με
σκάφος αναψυχής.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Α διήλθε διεθνή ύδατα μεταξύ
Φινλανδίας και Εσθονίας. Παρότι ήταν κάτοχος ισχύοντος φινλανδικού
διαβατηρίου, δεν το έφερε μαζί του κατά το ταξίδι. Κατά συνέπεια, επ’
ευκαιρία συνοριακού ελέγχου που διενεργήθηκε στο Ελσίνκι κατά την
επιστροφή του, ο A
δεν ήταν σε θέση να επιδείξει διαβατήριο ούτε κάποιο άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο, η ταυτότητά του όμως μπόρεσε να εξακριβωθεί βάσει της άδειάς του οδήγησης.
Ο
syyttäjä (εισαγγελέας, Φινλανδία) άσκησε ποινική
δίωξη εις βάρος του A για διάπραξη του ήσσονος σημασίας ποινικού
αδικήματος της παράνομης διέλευσης των συνόρων. Συγκεκριμένα, βάσει της
φινλανδικής νομοθεσίας, οι Φινλανδοί υπήκοοι οφείλουν, επ’ απειλή
ποινικών κυρώσεων, να φέρουν ισχύον δελτίο ταυτότητας ή
διαβατήριο
κάθε φορά που πραγματοποιούν, με οποιοδήποτε μέσο μεταφοράς και
ανεξαρτήτως της διαδρομής, ταξίδι προς άλλο κράτος μέλος ή όταν
εισέρχονται στη φινλανδική επικράτεια ερχόμενοι από άλλο κράτος μέλος.
Σε πρώτο βαθμό διαπιστώθηκε ότι ο A
είχε διαπράξει αδίκημα,
καθόσον διήλθε τα φινλανδικά σύνορα χωρίς να φέρει ταξιδιωτικό έγγραφο.
Εντούτοις, δεν του επιβλήθηκε καμία ποινή, καθότι η παράβαση ήταν
ήσσονος σημασίας και το ποσό του προστίμου που θα μπορούσε να του
επιβληθεί σύμφωνα με το προβλεπόμενο από το φινλανδικό δίκαιο ποινικό
καθεστώς, σε συνάρτηση με το μέσο μηνιαίο εισόδημά του,
ήταν υπερβολικό, δεδομένου ότι το συνολικό ποσό του εν λόγω προστίμου θα ανερχόταν σε 95.250 ευρώ.
Μετά την απόρριψη της έφεσης που άσκησε ο εισαγγελέας κατά της ανωτέρω απόφασης, ο τελευταίος άσκησε αναίρεση ενώπιον του
Korkein oikeus
(Ανωτάτου Δικαστηρίου, Φινλανδία). Το εν λόγω δικαστήριο αποφάσισε εν
συνεχεία να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα στο
Δικαστηριο της ΕΕ στο Λουξεμβούργο σχετικά με το αν συνάδει με το
προβλεπόμενο στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των
πολιτών της Ένωσης η επίμαχη εν προκειμένω φινλανδική νομοθεσία και,
ιδίως, το καθεστώς ποινικών κυρώσεων βάσει του οποίου η διέλευση των
εθνικών συνόρων χωρίς ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο τιμωρείται
με πρόστιμο δυνάμενο να ανέλθει στο 20 % του καθαρού μηνιαίου
εισοδήματος του παραβάτη.
Το Δικαστήριο της ΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το
δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας
των πολιτών της Ένωσης δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση με την οποία
κράτος μέλος υποχρεώνει τους υπηκόους του, επ’ απειλή ποινικών κυρώσεων,
να φέρουν ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο οσάκις ταξιδεύουν προς
άλλο κράτος μέλος, με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο και με οποιαδήποτε
διαδρομή. Εντούτοις, οι επιμέρους αυτές κυρώσεις πρέπει να είναι
σύμφωνες με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, μεταξύ άλλων με
τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.
Συνεπώς το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι τα κράτη μέλη δύνανται
να επιβάλλουν πρόστιμο ως κύρωση για την παράβαση μιας τυπικής
προϋπόθεσης σε σχέση με την άσκηση δικαιώματος που απονέμει το δίκαιο
της Ένωσης, η κύρωση αυτή
πρέπει να είναι ανάλογη προς τη σοβαρότητα της παράβασης.
Όταν όμως, όπως εν προκειμένω, ο έχων δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, ο
οποίος είναι κάτοχος ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου,
παραβεί την υποχρέωση να φέρει τέτοιο έγγραφο, επειδή απλώς παρέλειψε να
το φέρει μαζί του κατά το ταξίδι του, το αδίκημα είναι
ήσσονος
σοβαρότητας. Ως εκ τούτου, μια βαριά χρηματική κύρωση, όπως πρόστιμο
ανερχόμενο στο 20 % του καθαρού μέσου μηνιαίου εισοδήματος του παραβάτη,
είναι δυσανάλογη προς τη σοβαρότητα της εν λόγω παράβασης
protothema