Στις αίθουσες των δικαστηρίων είναι πολύ πιθανό να κριθεί η τύχη και του νέου νομοσχεδίου για το “πόθεν έσχες” η συζήτηση επί του οποίου στην Ολομέλεια της Βουλής αρχίζει στις 10 το πρωί.
Ο αρχικός νόμος, ο οποίος κρίθηκε αντισυνταγματικός από το ΣτΕ επανήλθε τροποποιημένος, ωστόσο, ενώσεις δικαστών επιμένουν να εγείρουν ενστάσεις αντισυνταγματικότητας με μεγαλύτερο αγκάθι την υποχρέωση για καταγραφή στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης μετρητών και τιμαλφών τα οποία βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος.
Το real.gr αποκαλύπτει σήμερα το κοινό υπόμνημα που απέστειλαν στη Βουλή τέσσερις ενώσεις Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών («Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας», «Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων»,«Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου» και «Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος») αμφισβητώντας τη συνταγματικότητα και της νέας διάταξης.
Η αρχική διάταξη - εκρίθη αντισυνταγματική από την Ολομέλεια του ΣτΕ- προέβλεπε την υποχρεωτική δήλωση μετρητών άνω των 15.000 ευρώ τα οποία βρίσκονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων ή σε θυρίδες, αλλά και κινητών αξίας πάνω από 30.000 ευρώ.
Σε μια προσπάθεια συμμόρφωσης με την απόφαση του ΣτΕ , το Υπουργείο Δικαιοσύνης έφερε νέο νομοσχέδιο (εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής την προσεχή εβδομάδα) χωρίς όμως να αφαιρέσει αφαιρώντας την επίμαχη διάταξη. Προτίμησε να περιοριστεί σε επαναδιατύπωσή αυξάνοντας απλώς τα σχετικά όρια. Συγκεκριμένα η υποχρέωση δήλωσης για μετρητά εκτός τραπεζικού συστήματος και σε θυρίδες ανέβηκε από τα 15.000 στα 30.000 ευρώ ενώ αντιστοίχως η αξία των κινητών ανέβηκε από τα 30.000 ευρώ στα 40.000 ευρώ.
Το υπόμνημα των τεσσάρων ενώσεων ωστόσο είναι ξεκάθαρο πως το νέο νομοσχέδιο δεν συμμορφώνεται με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και επί της ουσίας ζητά την κατάργηση της διάταξης προαναγγέλλει -σε διαφορετική περίπτωση- νέο γύρο δικαστικής αντιπαράθεσης. “ Με το άρθρο 2 παρ. 3 του σχεδίου νόμου καθιερώνεται η υποχρέωση δήλωσης μετρητών χρημάτων, εφόσον το συνολικό ποσό που κατέχει ο υπόχρεος υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, και κινητού, εφόσον η αξία του υπερβαίνει τις 40.000 ευρώ. Ωστόσο, με την απόφαση 2649/2017 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η υποχρέωση αναφοράς στην Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης μετρητών που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα και κινητών μεγάλης αξίας αντίκειται σε συγκεκριμένα άρθρα του Συντάγματος, ανεξαρτήτως του ύψους των μετρητών και της αξίας των κινητών για τα οποία θεσπίζεται η υποχρέωση”.
Συγκεκριμένα οι δικαστές επιμένουν πως η δήλωση μετρητών εκτός τραπεζικού συστήματος και κινητών δεν είναι επιτρεπτή ανεξαρτήτως της αξίας τους καθώς περιορίζει την προσωπικότητα του ατόμου, θέτει εν κινδύνω το άσυλο της κατοικίας και την ιδιωτική ζωή και κυρίως παραβιάζει την αρχή της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής, η οποία δόθηκε σήμερα το πρωί στη δημοσιότητα. Οι συντάκτες της Έκθεσης, στις παρατηρήσεις επί του συγκεκριμένου άρθρου παρέπεμψαν επί της ουσίας στην απόφαση του ΣτΕ επισυνάπτοντας μάλιστα ολόκληρο το απόσπασμα από την απόφαση στο κείμενο της Έκθεσής τους.
Η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής ωστόσο εκφράζει την ένστασή της και για την υποχρέωση των εν διαστάσει συζύγων υπόχρεων να υποβάλουν δήλωση πόθεν έσχες υποστηρίζοντας ότι σε κατάσταση διάστασης , το δεύτερο μέρος παύει να αποτελεί στενά συνδεόμενο πρόσωπο με τον υπόχρεο και ως εκ τούτου η σχετική υποχρέωση εκλείπει. Η έκθεση μάλιστα υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο και τον Αστικό Κώδικα «καθένας από τους πρώην συζύγους είναι υποχρεωμένος να δίνει στον άλλο ακριβείς πληροφορίες για την περιουσία του και τα εισοδήματά του, εφόσον είναι χρήσιμες για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής», και μόνον για τον λόγο αυτό.
Ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα από την Έκθεση:
"Ως διάσταση των συζύγων νοείται η κατάσταση κατά την οποία οι σύζυγοι, από ένα χρονικό σημείο και εφ’ εξής, παύουν να επιθυμούν τη μεταξύ τους κοινωνία βίου, δηλαδή την κατάσταση του να είναι και να συμπεριφέρονται ως σύζυγοι. Συνήθως, η διάσταση των συζύγων εκδηλώνεται με τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης (για το εν λόγω ζήτημα, βλ. Ι. Πιτσιρίκο, Ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσεως στην ΑΚ 1439 παρ. 1 ως απόρροια της παράβασης της υποχρέωσης για έγγαμη συμβίωση, ΕφΑΔ 2016, σελ. 367 επ.), χωρίς να έχει προηγηθεί λύση του γάμου.
Στο πεδίο, εξ άλλου, του οικογενειακού και του φορολογικού δικαίου η διάσταση νοείται ως γεγονός που επιφέρει έννομες συνέπειες στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εν διαστάσει συζύγων (βλ., λ.χ., άρθρα 1391, 1393, 1439 εδάφ. γ ? ΑΚ, άρθρο 67 παρ. 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος).
Εν προκειμένω, η υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακών στοιχεί-ων κατά τις διατάξεις του ν. 3213/2003 αποβλέπει τόσο στην εξυπηρέτηση της αρχής της διαφάνειας, όσο και στην εξακρίβωση αν τα κατά νόμον υπόχρεα σε δήλωση πρόσωπα έχουν διαπράξει εγκληματική πράξη σχετιζόμενη με την άσκηση των καθηκόντων τους, συνεπεία της οποίας επήλθε αύξηση της περιουσίας τους.
Οι ως άνω σκοποί δημόσιου συμφέροντος πρέπει να ερμηνεύονται συμφώνως προς τις διατάξεις, πρωτίστως, του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την οποία «[ο] σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» και του άρθρου 5παρ. 1 για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, τηρουμένης, παραλλήλως, της αρχής της αναλογικότητας. Ένα από τα κύρια, συνεπώς, κριτήρια, προκειμένου κατηγορία προσώπων να χαρακτηρισθεί ως υπόχρεη σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης και προκειμένου, ακολούθως, να περιορισθούν συνταγματικά δικαιώματά τους που ερείδονται, σε τελική ανάλυση, επί των ως άνω θεμελιωδών συνταγματικών αξιών (όπως είναι, λ.χ., το δικαίωμα του άρθρου 9Α του Συντάγματος περί προστασίας προσωπικών δεδομένων), είναι, κατ’ αρχάς, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ενεργειών τους και της διασφάλισης ή επίτευξης των ως άνω σκοπών δημοσίου συμφέροντος που θεραπεύει ο ν. 3213/2003.
Στην περίπτωση των εν διαστάσει συζύγων των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, η εν λόγω συσχέτιση παρίσταται ασαφής. Η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης και η απουσία κοινωνίας βίου έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πραγματικής κατάστασης που δεν σχετίζεται αμέσως προς τους σκοπούς του ν. 3213/2003, διότι οι εν διαστάσει σύζυγοι παύουν να θεωρούνται «στενά συνδεόμενα πρόσωπα» η δε περιουσιακή τους κατάσταση παύει να είναι κοινή, καθώς έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος.
Υπό το φως των ανωτέρω, δεν προκύπτει με σαφήνεια η ύπαρξη εύλογης σχέσης μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού του ν. 3213/2003 και του περιορισμού των ως άνω συνταγματικών δικαιωμάτων των εν διαστάσει συζύγων, ως μέσου για την επίτευξη του σκοπού. Ο σκοπός, εξ άλλου, της αποτροπής καταστρατήγησης των διατάξεων του ν. 3213/2003 θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέσα, λιγότερο επαχθή για τα δικαιώματα των υποκειμένων (ό-πως, λ.χ., της προσκόμισης δικαστικών ή εξώδικων εγγράφων από τα οποία προκύπτει με βεβαιότητα η επικαλούμενη διάσταση των συζύγων).
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει, εν προκειμένω, και στο ότι απαιτείται να διασφαλισθεί η με τεχνικούς όρους απόκρυψη των περιουσιακών στοιχείων του υποχρέου σε δήλωση από τον εν διαστάσει σύζυγο, όταν ο τελευταίος εισέρχεται στο ηλεκτρονικό σύστημα στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης της δήλωσης. Και τούτο, διότι η, κατά τη διάσταση των συζύγων, διάσπαση του κοινού οίκου τους, έχει ως αποτέλεσμα την αυστηρή εφαρμογή των περί προστασίας προσωπικών δεδομένων κανόνων μεταξύ των εν διαστάσει συζύγων. Υπενθυμίζεται, εξ άλλου, ότι, συμφώνως προς το άρθρο 1445 ΑΚ, «καθένας από τους πρώην συζύγους είναι υποχρεωμένος να δίνει στον άλλο ακριβείς πληροφορίες για την περιουσία του και τα εισοδήματά του, εφόσον είναι χρήσιμες για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής», και μόνον για τον λόγο αυτό".
real