Πολύς λόγος γίνεται για τη στάση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην ελληνική κρίση, τόσο με τα «ήξεις αφήξεις» των εκπροσώπων του στις συνομιλίες όσο και με τις αποκαλύψεις της γερμανικής εφημερίδας «Frankfurter Allgemeine Zeitung» ότι το Ταμείο τορπίλισε πρόταση για τις συντάξεις. Σε αυτό το πλαίσιο, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση του ιστοτόπου ερευνητικής δημοσιογραφίας Mediapart για τη στάση του ΔΝΤ στο ελληνικό ζήτημα και ειδικότερα τον ρόλο που έχει διαδραματίσει ο «σκληρός νεοφιλελεύθερος» Πολ Τόμσεν.
Στο άρθρο-έρευνα του Mediapart, το οποίο παρουσιάζει η ΕΡΤ, ο Τόμσεν χαρακτηρίζεται ως ο «γραφειοκράτης του ΔΝΤ» και ένας από τους βασικούς αρχιτέκτονες των προγραμμάτων ενίσχυσης της Αθήνας από το 2010, που έκτοτε συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα. Ο 60χρονος Δανός Πολ Τόμσεν, ελάχιστα γνωστός στο ευρύ (ευρωπαϊκό) κοινό, διευθύνει το ΔΝΤ στην Ευρώπη. Αυτός ο οικονομολόγος, οπαδός των νεοφιλελεύθερων θεωριών, εκπαιδευμένος στην Κεντρική Ευρώπη και στη Ρωσία, παραμένει άκαμπτος στο μπρα ντε φερ ανάμεσα στην Ελλάδα και στους πιστωτές της.
Μαζί με τη Γερμανίδα καγκελάριο και τους υπουργούς Οικονομικών της, είναι από τους λίγους διαπραγματευτές που έδωσαν το παρών από την αρχή της «ελληνικής κρίσης». Οι υπόλοιποι, Έλληνες, Γάλλοι, οι επίτροποι και άλλοι Ευρωπαίοι, έχουν αλλάξει λόγω εκλογών και υπουργικών ανασχηματισμών. Ο Πολ Τόμσεν παρέμεινε. Αυτός ο «ειδικός», Δανός οικονομολόγος, επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα, προωθήθηκε μέσα από την καρδιά του οργανισμού στην Ουάσιγκτον. Από τον περασμένο Νοέμβριο βρίσκεται στο πλάι της Κριστίν Λαγκάρντ ως αναπληρωτής διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος. Διαχειρίζεται λοιπόν για λογαριασμό του οργανισμού όχι μόνο την ελληνική περίπτωση, αλλά και την ουκρανική, ένα άλλο κρίσιμο ευρωπαϊκό ζήτημα.
Ένθερμος υποστηρικτής της δημοσιονομικής λιτότητας και της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, ο Πολ Τόμσεν, που διατηρείται καλά στα 60 του χρόνια, είναι ένας από τους τρεις εκπροσώπους της τρόικας, με την οποία η Ελλάδα υπέγραψε τα μνημόνια λιτότητας το 2010 και το 2012. Σήμερα παραμένει στο πηδάλιο του αποκαλούμενου Γκρουπ των Βρυξελλών. Από τον Φεβρουάριο όμως οι διαπραγματεύσεις διολισθαίνουν και ο Πολ Τόμσεν, σύμφωνα με πολλές πηγές που πρόσκεινται στις διαπραγματεύσεις, φέρει μεγάλη ευθύνη.
«Για το ΔΝΤ, τα θέματα των συντάξεων και των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων βρίσκονται πολύ ψηλά στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων. Αυτά όμως αποτελούν κόκκινη γραμμή για την Αθήνα» δηλώνει μάρτυρας των διαπραγματεύσεων του Απριλίου. «Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ μας στα πιο κρίσιμα σημεία» δήλωσε εκπρόσωπος του ΔΝΤ σε δημοσιογράφους την Πέμπτη 11 Ιουνίου, την ώρα που οι εκπρόσωποι του ιδρύματος αποχωρούσαν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες.
Στις προτάσεις που στάλθηκαν από τους πιστωτές στην κυβέρνηση Τσίπρα υπάρχουν αυξημένες απαιτήσεις, ξεκινώντας από την κατάργηση του ΕΚΑΣ. Οι πιστωτές απαιτούν επίσης, σύμφωνα με πηγή του Mediapart, αύξηση του φόρου ενέργειας - ευαίσθητο ζήτημα στην Ελλάδα, όπου το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και η ηλεκτρική ενέργεια πωλούνται ήδη αρκετά ακριβά, υπερχρεώνοντας πολλά νοικοκυριά. Υποστηρίζουν επίσης τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος για τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Ο τομέας των συνταξιούχων έχει ήδη πληρώσει το τίμημα από το πρώτο Μνημόνιο του 2010. Ο 13ος και 14ος μισθός έχουν καταργηθεί, η ηλικία συνταξιοδότησης έχει παραταθεί και τα οφέλη που απολάμβαναν ορισμένα επαγγέλματα δεν υφίστανται πλέον.
Για εκείνους που παρακολουθούν την ελληνική κατάσταση από το 2009, ο Πολ Τόμσεν δεν έχει αλλάξει. Είναι αυτός που τον Φεβρουάριο του 2011 είχε αποκαλύψει σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τους ομολόγους του της τρόικας -και πριν καν το ανακοινώσει επίσημα η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (με πρωθυπουργό τον Γιώργο Παπανδρέου)- ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων της Ελλάδας. Γκάφα ή ενορχηστρωμένη διαρροή για να μην «καεί» ο Έλληνας πολιτικός;
Έκτοτε, η τρόικα δεν έχει ενημερώσει ποτέ τους δημοσιογράφους σχετικά με τις αποστολές της στην Αθήνα, αποσιωπώντας όσα διαδραματίζονται στους διαδρόμους των ελληνικών υπουργείων και παίρνοντας αποφάσεις σε πλήρη αδιαφάνεια.
Όταν ένας Έλληνας δημοσιογράφος τον ρώτησε εάν υπήρχε περίπτωση να πουληθεί η Ακρόπολη, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ προσπάθησε να φανεί καθησυχαστικός: «Κανείς δεν θέλει να διακινδυνεύσει την πολιτιστική της κληρονομιά η Ελλάδα ούτε να πουλήσει επιχειρήσεις που φυσικά ανήκουν στο Κράτος. Αυτό εννοείται». Την ίδια ώρα, ενώ η Ελλάδα ήταν στο πρόγραμμα λιτότητας για λιγότερο από έναν χρόνο, εκείνος έκανε ήδη τον δάσκαλο παραδίδοντας καλούς και κακούς βαθμούς. «Το πρόγραμμα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Πολλά έχουν επιτευχθεί. Ένα μέρος του προγράμματος έχει υλοποιηθεί, αλλά δεν θα μπορέσει να ολοκληρωθεί εάν δεν υπάρξει επίσπευση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» είχε δηλώσει. Λες και μπορούσαν αυτές οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» να πραγματοποιηθούν μέσα σε λίγους μήνες… Στο πλάι του, δύο ομόλογοί του από την τρόικα που πλέον έχουν φύγει, ο Σερβάας Ντερούζ (εκπρόσωπος της Κομισιόν) και ο Κλάους Μαζούχ (από την ΕΚΤ).
Ο Πολ Τόμσεν όμως παρέμεινε στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων. Και σε αυτόν οφείλεται εν μέρει αυτή η παράδοξη κατάσταση. Ενώ η πλειοψηφία των Ελλήνων καταψήφισε τα μέτρα λιτότητας που εφαρμόζονται από το 2010 και πέταξε στην άκρη τα δύο κόμματα που κυβερνούσαν από το 1974 και μέχρι πρότινος, ένας οικονομολόγος που ποτέ δεν αντιμετώπισε την ετυμηγορία της κάλπης, δεν είχε καμία σχέση με την Ελλάδα και που για 30 χρόνια ελίσσεται και ανελίσσεται στον χώρο των ομογενών εμπειρογνωμόνων σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης εξακολουθεί να επιβάλλει την γνώμη του.
Παραμένει πάντως άγνωστο πρόσωπο για το ευρύ κοινό. Ακόμη πιο ενοχλητικό είναι το γεγονός ότι είναι απρόθυμος να λογοδοτήσει ενώπιον των πολιτικών. «Παλέψαμε για μια ακρόαση με τους εκπροσώπους της τρόικας» είχε δηλώσει τον Μάρτιο του 2012 η Σιλβί Γκουλάρ, ευρωβουλευτής που τάσσεται κατά αυτών των διαπραγματευτών, που δεν μπαίνουν καν στον κόπο να ενημερώσουν τους πολιτικούς ως προς την εξέλιξη των συζητήσεων.
Το ΔΝΤ βέβαια δεν επέβαλε τον εαυτό του στην Ελλάδα. Όπως υπενθυμίζει στο Mediapart πρώην παράγοντας των διαπραγματεύσεων, «οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κάλεσαν τo ΔΝΤ το 2010 για να διαχειριστούν το ελληνικό χρέος. Η Κομισιόν λοιπόν φέρει μερίδιο ευθύνης, καθώς δεν πρόβλεψε σωστά την οικονομική κρίση και τον προϋπολογισμό που θα διέλυε την Ελλάδα». Πολιτικά, δεν θα έπρεπε να αναλάβει εξολοκλήρου την ευθύνη όσων ακολούθησαν. «Εάν δεν ήθελαν να φτάσουμε έως εδώ, δεν θα έπρεπε να καλέσουν το ΔΝΤ το 2010… Τίποτα δεν εκπλήσσει σήμερα. Το ΔΝΤ δανείζει χρήματα με αντάλλαγμα προϋποθέσεις. Έτσι λειτουργεί» προσθέτει η Γκουλάρ.
Το στρατηγικό λάθος του ΔΝΤ τον Δεκέμβριο του 2014
Αρχικά το ΔΝΤ δεν εμφανιζόταν ως ο πιο σκληρός εταίρος στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα. Αντίθετα, ακόμη και μέσα στην τρόικα, εμφανίζεται ως ο πλέον ήπιος εταίρος, τη στιγμή που η Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα (EΚΤ) δείχνουν αδιάλλακτες στο θέμα της δημοσιονομικής πορείας της Αθήνας.
Τον Ιούνιο του 2013 οι πρώτες διαφορές με τις Βρυξέλλες έρχονται στο φως. Ο θεσμός της Ουάσιγκτον δημοσιεύει μια έκθεση βόμβα, όπου αναγνωρίζει ότι υποτίμησε τον αντίκτυπο που θα είχαν οι περικοπές στην οικονομική ύφεση της χώρας. Κριτικάρει επίσης το σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας του 2010, λέγοντας ότι θα ήταν καλύτερα να αμβλύνει τις πολιτικές λιτότητας με κούρεμα του δημόσιου χρέους - σενάριο το οποίο είχε απορριφθεί από το Παρίσι και το Βερολίνο, αλλά που τελικά εφαρμόστηκε δύο χρόνια μετά. Ο επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Όλι Ρεν είχε απαντήσει τότε ότι «το ΔΝΤ νίπτει τας χείρας του και μεταθέτει όλη την ευθύνη στους ώμους της Ευρώπης, κι αυτό είναι άδικο».
Εκείνη την εποχή οι παρατηρητές στοιχημάτιζαν στην αποδέσμευση του ΔΝΤ από το επόμενο πακέτο βοηθείας προς την Ελλάδα και η τρόικα φαινόταν ήδη να απειλείται με κατάρρευση. Τον Οκτώβριο του 2013 ο αγγλοσαξονικός τύπος αποκαλύπτει εσωτερικές συζητήσεις του ΔΝΤ, σύμφωνα με τις οποίες τον Μάιο του 2010 πάνω από 40 χώρες μέλη του Ταμείου, μη ευρωπαϊκές, εναντιώθηκαν στο σχέδιο βοηθείας προς την Αθήνα. Εκπρόσωποι από την Αυστραλία, τη Ρωσία ή την Αργεντινή είχαν προειδοποιήσει ότι υπάρχουν τεράστιοι κίνδυνοι. Ένας Βραζιλιάνος αξιωματούχος ανησυχούσε γιατί ήταν «ένα πρόγραμμα ύστατης λύσης, κακοσχεδιασμένο και μη βιώσιμο». Το ΔΝΤ όμως πίεζε για την ελάφρυνση του χρέους παρά τις συμβουλές των Ευρωπαίων.
«Υπήρχαν πάντα διαφωνίες μέσα στο ΔΝΤ, καθώς και από την πλευρά της ΕΚΤ και της Κομισιόν» προσθέτει ο Λιέμ Χόανγκ-Νγκοκ, πρώην σοσιαλιστής ευρωβουλευτής ο οποίος πέρυσι συνέταξε μια έκθεση για τη δράση της τρόικας. «Από τον Φεβρουάριο του 2010 το ΔΝΤ είχε κατανοήσει την ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, καθώς, ξεπερνώντας τα 120 δισ. ευρώ, δεν ήταν βιώσιμο κατά τη γνώμη του. Ως εκ τούτου, ήταν αναγκαίο να αναδιαρθρωθεί και δεν θα έπρεπε οι εταίροι να ασχολούνται με τη δημοσιονομική εξυγίανση (των μέτρων λιτότητας) που θα έθετε σε κίνδυνο την ανάπτυξη. Όμως οι πιστωτές προτίμησαν τη δεύτερη επιλογή. Η αναδιάρθρωση ήρθε τελικά δύο χρόνια μετά, αλλά έγινε πολύ γρήγορα και ήταν πολύ μικρή». Πραγματοποιήθηκαν δύο κουρέματα του χρέους προς ιδιώτες πιστωτές, τον Φεβρουάριο και τον Νοέμβριο του 2012.
Στα τέλη του 2014 o Τόμσεν αντικατέστησε τον Βρετανό Ρέζα Μογκάνταμ και ακολούθησε η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον προηγούμενο Ιανουάριο, που επέτεινε τις διαφορές. Το ΔΝΤ πλέον παραδέχεται την απόκλιση απόψεων εντός του Γκρουπ των Βρυξελλών.
Τον Δεκέμβριο η ελληνική ηγεσία, με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά και στο πλαίσιο της συμφωνίας του Φεβρουαρίου του 2012, ζητά την αποδέσμευση της τελευταίας δόσης του δανείου, καθώς νιώθει την αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια. Ο Πολ Τόμσεν αρνείται εξ ονόματος του ΔΝΤ και στη συνέχεια ακολουθεί ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, για τον οποίο οι μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό δεν ήταν επαρκείς, ενώ σύμφωνα με το Bloomberg ο Πιερ Μοσκοβισί ήταν θετικός ως προς τη χορήγηση της δόσης χωρίς νέους όρους.
«Το ΔΝΤ δεν ήθελε να αποδεσμεύσει την τελευταία δόση του δανείου στο τέλος του 2014, ήταν άκαμπτο. Εάν δεν είχε γίνει αυτό, σήμερα δεν θα ήμασταν εδώ» σημειώνει στέλεχος που είχε συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις. Η απόφαση είχε σημαντικές συνέπειες, καθότι η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να καταλήξει σε συμφωνία με τους πιστωτές την οδήγησε στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών, οι οποίες κι έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Αυτό ήθελε ο Πολ Τόμσεν; Αυτό που σίγουρα είχε καταλάβει τότε ήταν ότι η κυβέρνηση Σαμαρά, που στερούνταν νομιμότητας, δεν θα μπορούσε πλέον να περάσει τίποτα χωρίς την υποστήριξη του λαού. Το να βρεθεί όμως στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δίπλα στον υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη ή τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, δύο μαρξιστές οικονομολόγους που εδώ και χρόνια αμφισβητούν τις συνταγές του ΔΝΤ, σίγουρα δεν διευκόλυνε το έργο του νεοφιλελεύθερου Τόμσεν.
Διέπραξε ένα στρατηγικό λάθος, υποτιμώντας τις πραγματικές πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός κι αν ποντάρει σ’ ένα σύντομο πέρασμά του, ελπίζοντας σε μια ταχεία κατάρρευση. Κι εκεί όμως έχει κάνει λάθος. Παρ' όλη τη σκληρότητα των διαπραγματεύσεων, τις αντιδράσεις κι επικρίσεις, και τις αποτυχίες της κυβέρνησης, ο Αλέξης Τσίπρας έχει τη στήριξη της
πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, δεδομένου ότι οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να τοποθετούν τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη θέση πρόθεσης ψήφου σε περίπτωση νέων εκλογών.
Αυτό το σφάλμα είναι πιθανόν να μην είναι άσχετο με την αδιάλλακτη γραμμή που υιοθετεί ο Τόμσεν από τον Φεβρουάριο, η οποία δείχνει πιο αυστηρή ακόμα και από τις θέσεις που υπερασπίστηκε ο ίδιος από το 2010 έως το 2012 - αν και κάποια στελέχη που συμμετείχαν σε προηγούμενες διαπραγματεύσεις στην Αθήνα πιστεύουν ότι η γραμμή του δεν έχει αλλάξει. Στην πραγματικότητα, αυτή η στάση ταυτίζεται με την ιδεολογία των Δανών, οι οποίοι θεωρούν ότι πρέπει να υπάρχει λιγότερη κοινωνική προστασία, μικρότερο κράτος και μειωμένες κρατικές δαπάνες.
Σημαντικές διαφορές στις αναλύσεις στο εσωτερικό της πρώην τρόικας
Όπως και με την Ελλάδα, για τον Τόμσεν δεν ήταν η πρώτη φορά που προσπάθησε να εφαρμόσει νεοφιλελεύθερες συνταγές. Ο οικονομολόγος αυτός, που έχτισε την καριέρα του στο ΔΝΤ (βρίσκεται εκεί από το 1982), ειδικεύτηκε τη δεκαετία του '90 στη μετάβαση πολλών χωρών του Ανατολικού Μπλοκ. Συγκεκριμένα, στη Ρουμανία, όπου ηγούνταν των διαπραγματεύσεων από το 1996 έως το 1998, επέβαλε πολλές περικοπές μισθών. Από το 1998 έως το 2010 αναλαμβάνει το πόστο του εκπροσώπου του ιδρύματος στη Ρωσία, ενώ στο τέλος της θητείας του αναλαμβάνει την επιτήρηση της Πολωνίας. Κράτη που δεν έχουν πολλά κοινά με την Ελλάδα, η οποία δεν είχε ποτέ μια οικονομία στα σοβιετικά πρότυπα, ήταν πολύ φτωχή έως το 1970, και σήμερα παρουσιάζει μικρή, οικογενειακή επιχειρηματικότητα, διαλυμένο αγροτικό τομέα, ισχυρό εποχιακό τουρισμό και μεγάλες γεωγραφικές ανισότητες. Εν ολίγοις, δεν έχει κανένα κοινό σημείο με βιομηχανικές χώρες όπως η Πολωνία…
Επιπλέον, ο Τόμσεν έχει δηλώσει στο Bloomberg: «... πρέπει να διασφαλίσουμε ότι αντιμετωπίζουμε τα μέλη μας ως ίσα κι ότι εφαρμόζουμε τους κανόνες μας ομοιόμορφα». Η ομοιόμορφη επιβολή των κανόνων είναι το πιστεύω ενός ανθρώπου που ο κόσμος τού φαίνεται πολύ μανιχαϊστικός. Γι' αυτό τον κατηγορεί πρώην Έλληνας υπουργός που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις από το 2011 έως το 2014. «Έχουμε μια θεμελιώδη διαφορά με τον Πολ Τόμσεν» δήλωσε στο Mediapart. «Για εκείνον, το να συγκρίνεις το επίπεδο ζωής των Ελλήνων πριν από την κρίση με το μετά δεν έχει κανένα νόημα. Συγκρίνει το επίπεδό μας με εκείνο των Βουλγάρων, των Ρουμάνων και των κατοίκων των Βαλτικών χωρών. Αυτή είναι μια απαράδεκτη σύγκριση για την κοινωνία μας».
Οι συζητήσεις με τον επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα και τους συνεργάτες του είναι πάντα θυελλώδεις, επισημαίνει η ίδια πηγή. «Ο Τόμσεν ήταν ένας δύσκολος συνομιλητής με ισχυρές απόψεις. Τον ενδιέφεραν μόνο τα ετήσια δημοσιονομικά μας στοιχεία, δεν είχαμε την ίδια εθνική στρατηγική ως προς τις μεταρρυθμίσεις. Το θέμα της συνταξιοδότησης είναι σήμερα στην ατζέντα γιατί πάντα επικεντρώνεται στους προσεχείς ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Αυτό είναι το μόνο που τον ενδιαφέρει. Είναι ένας γραφειοκράτης και η κοινωνική διάσταση της μείωσης των συντάξεων σε μια κοινωνία που έχει πληγεί από την ύφεση, σε συνδυασμό με την εκρηκτική ανεργία, δεν τον αφορά.»
Ωστόσο ο ίδιος δεν θέλει να κατηγορήσει προσωπικά τον Τόμσεν. «Είναι ένα στέλεχος του ΔΝΤ που εκφράζει τις κυρίαρχες ιδέες του ιδρύματος. Το πρόβλημα του Ταμείου είναι η αυτοαναφορικότητα του προσωπικού του, που αποφασίζει και επιβάλλει την κατευθυντήρια γραμμή του ΔΝΤ. Αυτό ήταν πάντα δύσκολο για την Ελλάδα, από τη μια πλευρά είχαμε τη δημοσιονομική λιτότητα και από την άλλη κούρεμα χρέους, κάτι που έβρισκε αντίθετη την ΕΚΤ. Αυτή η θέση είναι ιδεολογική, προκύπτει επίσης από τη σύνθεση του διοικητικού του συμβουλίου, που έχει στηθεί για ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες και αδυνατεί να εγκρίνει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα σε μια "πλούσια" χώρα της ευρωζώνης».
Σε αντίθεση με την ΕΚΤ ή την Κομισιόν, το ΔΝΤ δεν είναι αποφασισμένο να διατηρήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη. Οι στόχοι του είναι βραχυπρόθεσμοι. Το Ταμείο ενδιαφέρεται πάνω από όλα να ευχαριστήσει τους μετόχους του, τις ΗΠΑ, αλλά και κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Βραζιλία ή το Μεξικό, που βρίσκουν τη στάση του ΔΝΤ πολύ ήπια. Ο Τόμσεν λοιπόν κάνει πρώτα από όλα αυτά που του ζητούν οι μέτοχοι, απαιτεί δηλαδή την αποπληρωμή των δανείων στην ώρα τους. Όμως οικονομολόγοι του περιβάλλοντός του έχουν αρχίσει να επικρίνουν την ηγεσία του. Όπως ο παλιός του συνάδελφος, ο Ινδός Ασόκα Μούντι, που υπερασπίζεται μια άλλη πρόταση, η οποία ωστόσο μοιάζει απίθανη. Την αρωγή ενός μεγάλου μέρους του χρέους που είχε συνάψει η Αθήνα με το ΔΝΤ, μια μερική χρεοκοπία που θα πρέπει να γίνει αποδεκτή από τους μετόχους του Ταμείου.
Σήμερα οι θεσμικοί εταίροι της Ελλάδας φαίνεται πως δεν μπορούν να συμφωνήσουν. Όπως εξηγεί μια πηγή προσκείμενη στις διαπραγματεύσεις στην Αθήνα, το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι «η σύγκρουση των πιστωτών σχετικά με το μείζον ζήτημα του χρέους», η οποία οδηγεί στην ακόλουθη κατάσταση. «Καθώς οι πιστωτές δεν συμφωνούν στο ζήτημα του χρέους επειδή έχουν διαφορετικές κόκκινες γραμμές, το ΔΝΤ θα πρέπει να αποδείξει ότι το χρέος είναι βιώσιμο, γιατί οι Ευρωπαίοι έχουν θέσει ως κόκκινη γραμμή τη διαγραφή του. Το ΔΝΤ θέτει ως κόκκινη γραμμή την ανάγκη για οριζόντιες περικοπές σε συντάξεις, ώστε να αντισταθμιστεί το πρόβλημα του χρέους. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι στο τέλος θέλουν να παρουσιάσουν μια "κοινή θέση" για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει κόκκινες γραμμές σε όλα τα επίπεδα από την πλευρά των πιστωτών».
Με άλλα λόγια, γράφει το Mediapart, η κυβέρνηση Τσίπρα είναι το θύμα μιας πάλης για την εξουσία και μιας βαθιάς απόκλισης απόψεων μεταξύ των διαφόρων «εταίρων» της. Και αυτή η συνταγή εφαρμόζεται ακόμη, ύστερα από πέντε συνεχή χρόνια λιτότητα και παρά τις πολλές αποτυχίες.
zougla