Σε αμερικανικά χέρια περνά και επισήμως η Εθνική Ασφαλιστική, μετά την
απόφαση της διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας
να ολοκληρώσει το deal με το CVC, έχοντας λάβει και το «πράσινο φως»
από τον βασικό της μέτοχο, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας
(ΤΧΣ).
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, το ονομαστικό τίμημα για τη συναλλαγή αντιστοιχεί σε 505 εκατ. ευρώ για το 100% της εταιρίας, ενώ μέρος του τιμήματος, μέχρι και 120 εκατ. ευρώ, συνδέεται με την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων πώλησης τραπεζοασφαλιστικών προϊόντων μέχρι το 2026.
Η συμφωνία περιλαμβάνει 15ετή συμφωνία πώλησης τραπεζοασφαλιστικών
προϊόντων και η συναλλαγή έχει θετική επίπτωση κατά περίπου 60 μονάδες
βάσης στο Δείκτη Συνολικών Κεφαλαίων της 31.12.2020.
«Η ολοκλήρωση της συναλλαγής υπόκειται σε συνήθεις αναβλητικές
αιρέσεις, συμπεριλαμβανομένων των εγκρίσεων ρυθμιστικών αρχών και αρχών
ανταγωνισμού, καθώς και την έγκριση από την Έκτακτη Γενική Συνέλευση των
Μετόχων της ΕΤΕ. Η έγκριση από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας
δόθηκε βάσει των όρων του Πλαισίου Συνεργασίας», επισημαίνεται
χαρακτηριστικά.
Από την Exin έως και το CVC: Μία πώληση που άργησε… έξι χρόνια
Το σήριαλ της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής
είχε πολλά… επεισόδια, αφού η ΕΤΕ δεσμεύτηκε για την πώλησή της το
μακρινό 2015, στο πλαίσιο του πλάνου αναδιάρθρωσης που υπέβαλε στη
Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DG Comp) μετά την
ανακεφαλαιοποίησή της.
Ειδικότερα, όπως και οι άλλες ελληνικές συστημικές τράπεζες, έτσι και
η ΕΤΕ, όταν έλαβε κρατική ενίσχυση το 2012 και το 2015, μπήκε σε
αναγκαστικό Πρόγραμμα Αναδιάρθρωσης, το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ της
Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κύρια δέσμευση αυτού
ήταν και η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής. Αξίζει να αναφερθεί ότι η
ΕΤΕ έχει ήδη αποεπενδύσει από επτά θυγατρικές στο εξωτερικό – κυρίως στη
ΝΑ Ευρώπη και Τουρκία – ύψους περίπου 50 δισ. ευρώ από πλευράς
ενεργητικού.
Σύμφωνα με πηγές της τράπεζες, η μη υλοποίηση των δεσμεύσεων, ενός
είδους μνημονιακής υποχρέωσης, θα έχει πολύ δυσχερείς επιπτώσεις για την
ίδια και την κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, η κρατική ενίσχυση για
την Τράπεζα θα μπορούσε να κριθεί παράνομη και η Επιτροπή να ζητήσει την
επιστροφή της από την τράπεζα, δηλαδή την ισόποση μείωση των κεφαλαίων
της! Αξίζει να αναφερθεί ότι και οι άλλες τρεις συστημικές
τράπεζες έχουν αποεπενδύσει από τις ασφαλιστικές θυγατρικές τους εδώ και
μερικά χρόνια για τον ίδιο ακριβώς λόγο (Alpha σε AXA, Eurobank σε Fairfax, Πειραιώς σε Ergo).
Γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε και η DG Comp δεν μπορούσε να αφήσει την
ΕΤΕ να είναι η μόνη ελληνική τράπεζα που, παρόλο που έλαβε βοήθεια,
τελικά θα κρατήσει τον ασφαλιστικό της βραχίονα. Σε αυτή την περίπτωση,
θα μπορούσε να κατηγορηθεί για διαστρέβλωση του ανταγωνισμού και της
αρχής του περίφημου «level playing field» που η ίδια κηρύττει.
Μετά την ευκαιρία, που έχασε το 2007 η ΕΤΕ,
να δώσει τα… χέρια με μεγάλο ασφαλιστικό Όμιλο της Ευρώπης, ο οποίος,
όπως αποκάλυψε σε παλαιότερη συνάντησή του με δημοσιογράφους ο ίδιος ο
CEO της τράπεζας, υπαναχώρησε από τη συμφωνία λόγω της κρίσης στην
Αμερική, πολλοί ήταν εκείνοι που διεκδίκησαν την «πολύφερνη νύφη».
Η κοινοπραξία των Calamos – Exin ήταν αυτή που
βρέθηκε πιο κοντά στο να αποκτήσει την Εθνική Ασφαλιστικής, με την
προσφορά της – περί το ένα δισ. ευρώ – να φέρει, μάλιστα και τις
ευλογίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η… κόμπλα, ωστόσο, με την απουσία
εγγυητικής επιστολής, σε συνδυασμό με την κόντρα, η οποία ξέσπασε μεταξύ
των επενδυτών, προκάλεσε ένα ντόμινο εξελίξεων που είχε ως συνέπεια την
ακύρωση του deal. «Μετά την αδιέξοδη προσπάθεια πώλησής της το 2016
– 2018, όπου φάνηκε πόσο σύνθετο είναι να βρεις αγοραστή με τα
απαραίτητα κεφάλαια, την όρεξη να επενδύσει σημαντικά ποσά σε μία χώρα
με οικονομικές δυσκολίες στο πρόσφατο παρελθόν και με ουσιαστική
κατανόηση του κλάδου και σεβασμό στην εταιρία, η Εθνική ζήτησε και έλαβε
παράταση για την υλοποίηση του Πλάνου Αναδιάρθρωσης μέχρι τις 31.12.20,
ούτως ώστε να μην πάρει βεβιασμένες αποφάσεις για την πώληση της
εταιρίας», σημειώνουν πηγές της ΕΤΕ.
Έτσι, με τη συμβολή κορυφαίων συμβούλων, όπως η Morgan Stanley και η
Goldman Sachs, «έτρεξε» εκ νέου τη διαδικασία εύρεσης αγοραστή. Το
φθινόπωρο του 2019 ξεκίνησε η διαδικασία πώλησης και οι σύμβουλοι
προσέγγισαν και πάλι όλους τους πιθανούς αξιόπιστους επενδυτές στον
ασφαλιστικό κλάδο. Η Fosun, το ενδιαφέρον της οποίας
για την εταιρία «μετρά» ήδη από την εποχή που στα ηνία της τράπεζας
βρισκόταν ο Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, έδωσε το «παρών», χωρίς, ωστόσο, να
καταθέσει εντέλει δεσμευτική προσφορά. Ο έτερος διεκδικητής, η Varde Partners,
που υπαναχώρησε, χωρίς καν να ζητήσει διευκρινίσεις για το business
plan, είχε ισχυρή παρουσία στην αγορά ακινήτων, μέσω της συμμετοχής –
κατά 56,6% – στην Trastor ΑΕΕΑΠ και στη Lamda Malls.
Οι διαπραγματεύσεις με το CVC διήρκησαν σχεδόν έναν χρόνο,
μέχρι να βρεθεί η χρυσή τομή που να είναι ικανοποιητική για την
τράπεζα. Αρχικά, «πάγωσαν» λόγω της έναρξης της πανδημίας, στη συνέχεια,
όμως, το CVC, επιβεβαιώνοντας το ενδιαφέρον του για την εταιρία,
επανήλθε με ανανεωμένη προσφορά το φθινόπωρο του 2020. Τους τελευταίους
έξι μήνες η ομάδα που «έτρεχε» τη συναλλαγή στην ΕΤΕ, μαζί με τους
συμβούλους και υπό τη στενή καθοδήγηση του Παύλου Μυλωνά, είχαν
αλλεπάλληλες συζητήσεις με το CVC, για να κλείσουν όλα τα ανοιχτά θέματα
προς διαπραγμάτευση. Παράλληλα, «έτρεχαν» οι συζητήσεις σε επίπεδο ΔΣ,
ΤΧΣ, αλλά και εποπτικών αρχών (ΤτΕ, ΕΚΤ, DGComp). «Όλα αυτά αποδεικνύουν
τη μεγάλη προσπάθεια της τράπεζας να καταλήξει στην καλύτερη δυνατή
συναλλαγή από πλευράς αποτίμησης, με έναν αξιόπιστο εταίρο που θα
στηρίξει και θα αναπτύξει την εταιρία, ενώ, παράλληλα, εκπληρώνοντας τη
δέσμευσή της προς της DGComp», τονίζουν οι παραπάνω πηγές.
Η αποτίμηση
Η καθυστέρηση πώλησης, είχε ως συνέπεια να ανέβει το προς διάθεση ποσοστό – από 75% σε 90% σήμερα – ενώ αντίστοιχες αναπροσαρμογές έγιναν και στις αποτιμήσεις στα βιβλία – από το ένα δισ. ευρώ στα 550 εκατ. ευρώ και πλέον χαμηλότερα.
Όπως εξηγούν πηγές της τράπεζας, όπως και οι τράπεζες, έτσι και οι
ασφαλιστικές εταιρίες, πρέπει να τηρούν κάποια ελάχιστα εποπτικά
κεφάλαια. Αυτά διασφαλίζουν την ευρωστία της εταιρίας, προφυλάσσουν τους
πελάτες τους από πιθανές ζημιές και, εν τέλει, καθορίζουν τη δυνατότητα
πληρωμής μερίσματος στους μετόχους. Σε πολλές περιπτώσεις, τα εποπτικά
κεφάλαια διαφέρουν από τα λογιστικά, ενώ σε κάποιες από αυτές τις
περιπτώσεις (όπως και στην Εθνική Ασφαλιστική) η διαφορά, για πολλούς
και διάφορους λόγους, είναι μεγάλη. «Η βάση, λοιπόν, για την
αποτίμηση δεν είναι τα λογιστικά κεφάλαια, αλλά το ύψος των εποπτικών
κεφαλαίων, εφόσον διαφέρουν μεταξύ τους. Στην περίπτωση της
Εθνικής Ασφαλιστικής, τα εποπτικά κεφάλαια είναι περίπου 500 εκατ. ευρώ
και με αυτά θα πρέπει κάποιος να συγκρίνει το όποιο τίμημα», σχολιάζουν και συνεχίζουν: «Δευτερευόντως
έρχονται τα κέρδη. Τα τελευταία χρόνια η Εθνική Ασφαλιστική έχει
επαναλαμβανόμενα κέρδη μετά φόρων που κυμαίνονται μεταξύ 40 εκατ. ευρώ
και 50 εκατ. ευρώ. Οι διακυμάνσεις στα κέρδη της είναι και απόρροια της
εξάρτησης που έχουν τα αποτελέσματα της εταιρίας στο ύψος των επιτοκίων
που, με τη σειρά του, είναι άμεσο αποτέλεσμα του business mix της
εταιρίας».
Συγκεκριμένα, το μερίδιο αγοράς της Εθνικής Ασφαλιστικής στα προϊόντα
ζωής και υγείας φτάνει το 26%, σε αντίθεση με 8% στον κλάδο Ζημιών και
αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής παραγωγής ασφαλίστρων της
εταιρίας. Αυτά τα προϊόντα που είναι μεγάλης διάρκειας (δεκαετιών)
αποτιμώνται κάθε χρόνο στα αποτελέσματα, λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των
επιτοκίων. Άρα, η εταιρία, όπως και όλες οι ασφαλιστικές με μεγάλο
χαρτοφυλάκιο στα προϊόντα ζωής, επηρεάζεται αρνητικά σε παρατεταμένο
καθεστώς χαμηλών επιτοκίων – πόσο μάλλον δε, σε περιβάλλον αρνητικών
επιτοκίων, τα οποία και δεν προβλέπεται να ανέβουν στο μεσοπρόθεσμο
μέλλον. «Μιλώντας για αποτίμηση, κυκλοφορούν πολλές ‘αναλύσεις’ που
συγκρίνουν το τωρινό τίμημα με προηγούμενα που αποδείχθηκαν τελικά
ανύπαρκτα (π.χ. Exin) ή από άγνωστες πηγές (π.χ. Gongbao). Είναι
σημαντικό να τονισθεί ότι η τράπεζα και το Διοικητικό της Συμβούλιο ζήτησε από τρεις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες να εξετάσουν το τίμημα που προσέφερε το CVC και να δώσουν επίσημη γνωμοδότηση για το δίκαιο του τιμήματος.
Τόσο η Morgan Stanley και η Goldman Sachs που είδαν όλη τη διαδικασία
πώλησης από μέσα, όσο και η UBS, τη γνώμη της οποίας ζήτησε το
Διοικητικό Συμβούλιο ανεξάρτητα, συμφώνησαν στο δίκαιο του τιμήματος
χωρίς περιστροφές. Εάν προστεθεί και η Barclays που εξέτασε εκ μέρους
του ΤΧΣ όλα τα έγγραφα και έκανε επίσημη αποτίμηση της εταιρείας, έχουμε
τέσσερις κορυφαίες επενδυτικές τράπεζες να επιβεβαιώνουν το δίκαιο της
τιμής», προσθέτουν οι ίδιες πηγές και καταλήγουν: «Επίσης, στα
χέρια του Διοικητικού Συμβουλίου είναι και επίσημες γνωμοδοτήσεις από
μεγάλα δικηγορικά γραφεία του εξωτερικού και της Ελλάδος που γνωμοδοτούν
υπέρ της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, μιας διαδικασίας μέσω της οποίας
αρχικά οι σύμβουλοι είχαν απευθυνθεί σε πάνω από 45 επενδυτές από όλον
τον κόσμο».
Το who is who του CVC
Το CVC είναι ένα μεγάλο private equity fund που δραστηριοποιείται ήδη
35 χρόνια στην αγορά, με έδρα την Ευρώπη και με πάνω από 105 δισ. ευρώ
κεφάλαια υπό διαχείριση. Έχει μία εξειδικευμένη ομάδα για τον
χρηματοοικονομικό κλάδο, με εκτεταμένη εμπειρία σε επενδύσεις
ασφαλιστικών εταιριών και συγκεκριμένα μέσω των επενδύσεων του στις
εταιρίες Brit (Ην. Βασίλειο), Fidelis (ΗΠΑ), Domestic & General (Ην.
Βασίλειο), Pension Insurance Corporation (Ην. Βασίλειο), April Group
(Γαλλία), Riverstone (Ην. Βασίλειο) κ.ά..
Έχει πάρει έγκριση από πάνω από 15 εποπτικές αρχές, μεταξύ των οποίων
της BaFin (Γερμανία), PRA (Ην. Βασίλειο) και FINMA (Ελβετία).
Έχει ήδη επενδύσει πάνω από 750 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα από το 2017
και μετά, στην οποία διατηρεί γραφείο με στελέχη του, κυρίως στον
συμπληρωματικό κλάδο με τον ασφαλιστικό, αυτόν της υγείας (Metropolitan,
ΥΓΕΙΑ/ΜΗΤΕΡΑ, κ.ά.), αλλά και σε άλλους (π.χ. Skroutz, e-Travel,
D-Marin, Vivartia).
Όπως εξηγούν πηγές της τράπεζες, η μέχρι τώρα πορεία του CVC ως ξένου
επενδυτή στην Ελλάδα έχει δείξει θετικά σημάδια, τόσο για τις εταιρίες,
όσο και για το προσωπικό και τους πελάτες τους. Η επιλογή του CVC ως
αγοραστή για την Εθνική Ασφαλιστική προϋποθέτει και την επιλογή του από
την Εθνική τράπεζα ως εταίρου για τα επόμενα 15 χρόνια, μέσω της
συνεργασίας τους στον τομέα των τραπεζοασφαλιστικών προϊόντων. Η Εθνική
δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στη διαφοροποίηση των εσόδων της και στην
αύξηση των πωλήσεων τραπεζοασφαλιστικών προϊόντων μέσω του δικτύου της
και η απόφαση για συνεργασία με το CVC καταδεικνύει την εμπιστοσύνη της
τράπεζας στη δυνατότητα του νέου μετόχου να αναπτύξει περαιτέρω τις
εργασίες της Εθνικής Ασφαλιστικής.
newmoney