Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας θα κριθεί οριστικά η μεταβίβαση του πλειοψηφικού μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ (ΕΕΣΥΠ). Με δυο σημερινές αποφάσεις, το Δ΄ Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε αντισυνταγματική τη μεταβίβαση του 50,003% των μετοχών ωστόσο, λόγω σπουδαιότητας, η υπόθεση παραπέμπεται για οριστική κριση στην Ολομέλεια του ΣτΕ.
Ομόφωνα οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι κατά παράβαση του Συντάγματος ανατέθηκανεξουσίες στο Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να χάνει τον κυριαρχικό του ρόλο στον έλεγχο ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, που είναι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.
Η 7μελής σύνθεση του Δ’Τμήματος επικαλείται και παλαιότερη απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου (1906/2014), σύμφωνα με την οποία είχε κριθεί αντισυνταγματική η ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ.
Κάτοικοι και σωματεία εργαζομένων έχουν προσφύγει στο ΣτΕ ζητώντας την ακύρωση του νομοθετικού πλαισίου (4389/2016, κ.λπ.) που οδήγησε στη μεταβίβαση των μετοχών, υποστηρίζοντας ότι και οι δύο κρατικές εταιρείες ύδρευσης πρέπει να διατηρήσουν το ιδιοκτησιακό και πραγματικό έλεγχο των επιχειρήσεων τους, προκειμένου να αποφευχθούν σημαντικές ανατιμήσεις στη χρήση του νερού και για να διασφαλιστεί η κρατική εγγύηση της ποιοτικής, ασφαλούς, συνεχούς, αδιάλειπτης και καθολικής πρόσβασης σε αυτές, αλλά και για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Η μεταβίβαση των μετοχών
Με το άρθρο 197 του ν. 4389/2016, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 380 παρ. 9 του ν. 4512/2018, το σύνολο των μετοχών κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην δημόσια επιχείρηση «Εταιρεία Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Πρωτευούσης ΑΕ» [ΕΥΔΑΠ ΑΕ] μεταβιβάσθηκε, από 1.1.2018, στην “Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ” [ΕΕΣΥΠ], ορίσθηκε δε ότι πραγματοποιούνται όλες οι απαιτούμενες ενέργειες “για την ολοκλήρωση των καταχωρίσεων” της μεταβίβασης αυτής.
Ακολούθησε η από 20.3.2018 αίτηση, που υπογράφεται από τον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του μεταβιβάζοντος Ελληνικού Δημοσίου, και συνυπογράφεται από εκπρόσωπο της ΕΕΣΥΠ ΑΕ, για την καταχώριση στο Σύστημα Άυλων Τίτλων της ανωτέρω εξωχρηματιστηριακής μεταβίβασης 53.250.001 μετοχών της ΕΥΔΑΠ ΑΕ από το Δημόσιο στην ΕΕΣΥΠ.
Με τη ΜΑΔΚΑΕΣ 0000692 ΕΞ 2018/20.3.2018 πράξη του Προϊσταμένου της Μονάδας Αποκρατικοποιήσεων, Διαχείρισης Κινητών Αξιών και Επιχειρησιακού Σχεδιασμού του Υπουργείου Οικονομικών, η ανωτέρω αίτηση διαβιβάσθηκε στη “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ” [ΕΤΕ ΑΕ] και κοινοποιήθηκε στα νομικά πρόσωπα “Ελληνικά Χρηματιστήρια ΑΕ”, ΕΕΣΥΠ ΑΕ και ΤΑΙΠΕΔ ΑΕ. Στη συνέχεια η ΕΤΕ ΑΕ υπέβαλε την σχετική “αίτηση διενέργειας κινήσεων στο Σύστημα Άυλων Τίτλων του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών”.
Περαιτέρω, με τη ΜΑΔΚΑΕΣ 0000689 ΕΞ 2018/20.3.2018 πράξη του Προϊσταμένου της ίδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών, διαβιβάσθηκε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην ΕΥΔΑΠ ΑΕ και κοινοποιήθηκε στα νομικά πρόσωπα ΕΕΣΥΠ ΑΕ και ΤΑΙΠΕΔ ΑΕ, το προβλεπόμενο στις διατάξεις των άρθρων 9 επ. του ν. 3556/2007 έντυπο γνωστοποίησης σημαντικών μεταβολών, ενόψει της ανωτέρω μεταβίβασης μετοχών κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην ΕΕΣΥΠ.
Με την πρώτη από τις υπό κρίση αιτήσεις ζητείται η ακύρωση: (α) της μεταβίβασης προς την ΕΕΣΥΠ ΑΕ των μετοχών κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στη δημόσια επιχείρηση ΕΥΔΑΠ ΑΕ, μεταβίβαση, η οποία κατά τους αιτούντες αποτελεί ατομική ρύθμιση, διαλαμβανόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου 197 του ν. 4389/2016, (β) της σιωπηρής πράξης της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων, με την οποία, κατά τους αιτούντες, διαπιστώθηκε η μεταβίβαση των ως άνω μετοχών, καθώς και των σχετικών αποφάσεων του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής [ΚΥΣΟΠ] και του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες, όπως ισχυρίζονται οι αιτούντες, εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 197 παρ. 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 209 του ν. 4389/2016, και (γ) κάθε συναφούς ρητής ή σιωπηρής διοικητικής πράξης.
Με τη δεύτερη αίτηση, ζητείται η ακύρωση: (α) της από 20.3.2018 πράξης του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση, διά εξωχρηματιστηριακής συναλλαγής, των μετοχών της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, προς την ΕΕΣΥΠ, καθώς και της συνακόλουθης καταχώρισης της ως άνω μεταβολής στο Σύστημα Άυλων Τίτλων, (β) της σιωπηρής διοικητικής πράξης του Υπουργού Οικονομικών με την οποία διαπιστώθηκε η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου 197 του ν. 4389/2016 μεταβίβαση των ανωτέρω μετοχών του Ελληνικού Δημοσίου, (γ) της 262/21.2.2018 απόφασης της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (Β΄ 614/22.2.2018, διόρθωση σφάλματος Β΄ 697/1.3.2018), καθ’ ο μέρος προβλέπει αναδρομική ισχύ των διατάξεών της από 1.1.2018, και (δ) κάθε συναφούς ρητής ή σιωπηρής διοικητικής πράξης.
Το σκεπτικό των αποφάσεων
Στις υπ’ αριθμόν 1223/2020 και 1224/2020 αποφάσεις τους, οι δικαστές του ΣτΕ ομόφωνα αποφάσισαν για τις επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4389/2016 ότι:
Ο έλεγχος της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ ΑΕ δύναται να ασκείται όχι μόνο ευθέως από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά και εμμέσως από αυτό, δια της παρεμβολής άλλου νομικού προσώπου. Τούτο όμως είναι επιτρεπτό μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το παρεμβαλλόμενο νομικό πρόσωπο έχει συσταθεί για την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, υπόκειται, ως προς τις εξουσίες που διαθέτει σε σχέση με τη διαχείριση της ΕΥΔΑΠ [δια της κατοχής της πλειοψηφίας του μετοχικού της κεφαλαίου], στις ουσιαστικές δεσμεύσεις οι οποίες απορρέουν από το Σύνταγμα σε σχέση με την παρεχόμενη συγκεκριμένη υπηρεσία κοινής ωφέλειας και, επιπροσθέτως, το Ελληνικό Δημόσιο, αφενός, κατέχει το μετοχικό του κεφάλαιο και, αφετέρου, ελέγχει πλήρως τα όργανα διοίκησής του, δια του διορισμού, ιδίως, των μελών του διοικητικού του συμβουλίου.
Σύμφωνα με τη γνώμη της πλειοψηφίας, η συσταθείσα με τον ν. 4389/2016 “Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας” αποτελεί ανώνυμη εταιρεία, που διέπεται από τις διατάξεις του ως άνω ιδρυτικού νόμου και λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Μοναδικός μέτοχος της ΕΕΣΥΠ είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ακόμη και σε περίπτωση αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου, οι δε μετοχές της είναι μη μεταβιβάσιμες. Θυγατρικές της ΕΕΣΥΠ είναι, μεταξύ άλλων, δημόσιες επιχειρήσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ΕΥΔΑΠ ΑΕ.
Ειδικότερα, η ΕΕΣΥΠ κατέχει πλέον, αντί του Ελληνικού Δημοσίου, την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου της δημόσιας αυτής επιχείρησης, ήτοι ποσοστό 50,003%, το οποίο διαχειρίζεται και αξιοποιεί. Όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 185, 197 και 201 παρ. 9 του ν. 4389/2016 και των τροποποιητικών αυτού νόμων 4425/2016 και 4512/2018, την εισηγητική έκθεση του 4425/2016, καθώς και από το εγκριθέν από το ΤΑΙΠΕΔ τον Ιούλιο του 2015 σχέδιο αξιοποίησης των περιουσιακών του στοιχείων, που αποτελεί παράρτημα της κυρωθείσης, εν σχεδίω, με το άρθρο 3 παρ. Γ του ν. 4336/2015 “Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων”, το ποσοστό αυτό [50,003%] η ΕΕΣΥΠ δεν δύναται να το μεταβιβάσει [με μόνη εξαίρεση την επαναμεταβίβαση στο Ελληνικό Δημόσιο], δεσμευόμενη, ως προς τούτο, από τα κριθέντα με την απόφαση της Ολομελείας ΣτΕ 1906/2014.
Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα οι διατάξεις ν. 4389/2016 εκ μόνου του λόγου ότι μεταβιβάζεται με αυτές από το Δημόσιο στην ΕΕΣΥΠ ποσοστό 50,003% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ. Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις διατάξεις του ν. 4389/2016, σε συνδυασμό με τον ν. 4425/2016 δυνάμει του οποίου η ΕΥΔΑΠ ΑΕ προστέθηκε στις υπαγόμενες στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4389/2016 δημόσιες επιχειρήσεις, η ΕΕΣΥΠ, κατέχουσα πλέον ποσοστό άνω του 50% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ αντί του Ελληνικού Δημοσίου, δεσμεύεται ως προς την διαχείριση και αξιοποίηση της δημόσιας αυτής επιχείρησης από τις ειδικές υποχρεώσεις που συνδέονται με την παροχή των ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, όπως οι υποχρεώσεις αυτές απορρέουν από το Σύνταγμα, σύμφωνα και με τα κριθέντα στην ΣτΕ 1906/2014, και προσδιορίζονται στην διέπουσα την ΕΥΔΑΠ νομοθεσία.
Η ΕΕΣΥΠ δεν δύναται να προτάσσει των ειδικών αυτών υποχρεώσεων τους γενικούς σκοπούς της και, συνακόλουθα, τις μεθόδους προς εκπλήρωση των γενικών σκοπών. Οι γενικοί αυτοί σκοποί [συμβολή στη μείωση των οικονομικών υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά τον ν. 4336/2015, συνεισφορά πόρων για την πραγματοποίηση επενδύσεων], καθώς και οι προβλεπόμενες στον νόμο μέθοδοι για την επίτευξή τους [“επαγγελματική και επιχειρηματική” διαχείριση, επαύξηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και αξιοποίησή τους εν γένει π.χ. με ιδιωτικοποίηση, μίσθωση, παραχώρηση δικαιωμάτων επ’ αυτών, ανάθεση της διαχείρισής τους σε τρίτους], αναφέρονται μεν, κατ’ αρχήν, στη διαχείριση του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων που περιέρχονται στην ΕΕΣΥΠ, δεν εξυπηρετούνται όμως, κατά νόμον, με τον ίδιο τρόπο από όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του χαρτοφυλακίου της.
Αντιθέτως, ο ν. 4389/2016, όπως ισχύει, διαγράφει εξαιρετικό καθεστώς για τις δημόσιες επιχειρήσεις εν γένει· όπως συνάγεται δε από τις διατάξεις των άρθρων 185 παρ. 2, 197 παρ. 6 και 7 και 201 παρ. 9 του ν. 4389/2016 και τον ν. 4425/2016, σε συνδυασμό με την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, προβλέπονται ειδικότερες δεσμεύσεις για τη διαχείριση της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, η οποία δεν επιτρέπεται, κατά τα προεκτεθέντα, να “ιδιωτικοποιηθεί” κατ’ ουσίαν.
Κατά συνέπεια, δεν καταλείπεται στη διακριτική ευχέρεια της ΕΕΣΥΠ η επιβολή ή μη υποχρεώσεων στην ΕΥΔΑΠ ΑΕ ως προς την παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, ούτε δύναται η ΕΕΣΥΠ να επιδιώξει τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της ΕΥΔΑΠ, την αξιοποίησή της, τη μείωση των εξόδων ή την αύξηση των εσόδων της, εις βάρος της ποιότητας και του κοινωφελούς χαρακτήρα των παρεχομένων υπηρεσιών: οι στόχοι αυτοί μπορούν να επιτευχθούν, ως προς την ΕΥΔΑΠ ΑΕ, μόνο με τεχνικές και μεθόδους συμβατές προς τις απορρέουσες από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της δεσμεύσεις.
Κατά νόμον, η διαχείριση της ΕΥΔΑΠ ΑΕ από την ΕΕΣΥΠ, ως μετόχου που κατέχει, πλέον, το 50,003% του κεφαλαίου της δημόσιας επιχείρησης, έχει ως σκοπό την προσήκουσα, με βάση τις συνταγματικές επιταγές και την ισχύουσα για την ΕΥΔΑΠ ειδική νομοθεσία, παροχή των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης και ο σκοπός αυτός εξακολουθεί να καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας της.
Ο νομοθέτης επιδιώκει, δηλαδή, την χρηστή, συνετή και ορθολογική διαχείριση της ΕΥΔΑΠ, προς αποφυγή φαινομένων κακοδιαχείρισης των πόρων και των περιουσιακών της στοιχείων, καθώς και τυχόν αδικαιολόγητων χαριστικών ρυθμίσεων, και το προκύπτον, ενδεχομένως, από την χρηστή διαχείριση προϊόν αξιοποιείται, όχι για την εκπλήρωση των γενικών σκοπών της ΕΕΣΥΠ, αλλά για την συντήρηση, βελτίωση και ανάπτυξη του δικτύου και των παρεχομένων από την ΕΥΔΑΠ υπηρεσιών.
Επομένως, κατά την γνώμη αυτή, και μετά την μεταβίβαση από το Δημόσιο στην ΕΕΣΥΠ ποσοστού 50,003% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ [ποσοστού μη δυναμένου να μεταβιβασθεί περαιτέρω], η διαχείριση της ΕΥΔΑΠ εξακολουθεί να αποσκοπεί στην απρόσκοπτη και ποσοτικά και ποιοτικά προσήκουσα παροχή των σχετικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, χωρίς να υποτάσσεται στην εξυπηρέτηση των γενικών σκοπών της ΕΕΣΥΠ, πρέπει δε να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί ισχυρισμοί των αιτούντων. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν, ενόψει των οργάνων και του τρόπου λειτουργίας της ΕΕΣΥΠ, διασφαλίζεται με τον ν. 4389/2016 ο απαιτούμενος, κατά το Σύνταγμα , έλεγχος του Ελληνικού Δημοσίου επί της ΕΥΔΑΠ, δια της ΕΕΣΥΠ.
Επιπλέον, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, με τις ρυθμίσεις του ν. 4389/2016 δεν διασφαλίζεται ο έλεγχος του Ελληνικού Δημοσίου επί του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΥΠ ΑΕ, η οποία κατέχει ποσοστό 50,003% του μετοχικού κεφαλαίου της θυγατρικής της ΕΥΔΑΠ ΑΕ. Και τούτο διότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ που, αφενός, έχει το τεκμήριο αρμοδιότητας για όλα τα σχετιζόμενα με τη διαχείριση της Εταιρείας θέματα και, αφετέρου, ασκεί τα δικαιώματα ψήφου της ΕΕΣΥΠ στις θυγατρικές της, διορίζοντας, μεταξύ άλλων, τα όργανα διοίκησης της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, δεν ορίζεται από τη Γενική Συνέλευση της ΕΕΣΥΠ, δηλαδή από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά από ειδικό συλλογικό όργανο, το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ. Τα μέλη δε του Εποπτικού Συμβουλίου δεν ορίζονται από το Δημόσιο, αλλά με συναπόφαση του Ελληνικού Δημοσίου, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ενεργούντων από κοινού, αφετέρου.
Η απαιτούμενη, σύμφωνα με τον νόμο, συναίνεση του Υπουργού Οικονομικών για τα επιλεγόμενα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον ΕΜΣ δύο μέλη δεν αναιρεί την αποφασιστική αρμοδιότητα που αναγνωρίζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον ΕΜΣ ως προς την εκλογή όλων των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου, εφόσον ακόμη και για τα τρία μέλη που εκλέγονται από το Ελληνικό Δημόσιο απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΕΜΣ.
Εξ άλλου, ορίζεται μεν στον ν. 4389/2016 ότι ο Εσωτερικός Κανονισμός της ΕΕΣΥΠ, ο οποίος ρυθμίζει τη λειτουργία της και, ιδίως, την εταιρική διακυβέρνηση, την πολιτική επενδύσεων και την πολιτική μερισμάτων, καθώς επίσης και τον “Μηχανισμό Συντονισμού” για τη συνεργασία Ελληνικού Δημοσίου, ΕΕΣΥΠ και λοιπών θυγατρικών, υιοθετείται από τη ΓΣ [άρθρο 189, άρθρο 190 παρ. 2 περ. στ΄, άρθρο 200 παρ. 1], ότι η ΓΣ εγκρίνει την πρόταση του ΔΣ για το στρατηγικό σχέδιο της ΕΕΣΥΠ, βάσει των γενικών στρατηγικών κατευθύνσεων του Υπουργού Οικονομικών [άρθρο 190 παρ. 2 περ. α], ότι η ΓΣ εγκρίνει την διανομή των κερδών της Εταιρείας, καθ’ ο μέρος τα κέρδη δεν διατίθενται βάσει του ν. 4336/2015 [άρθρο 199 παρ. 1 περ. β], και ότι το ΔΣ της ΕΕΣΥΠ κατά την έγκριση του επιχειρηματικού της σχεδίου βασίζεται στο στρατηγικό σχέδιο της Εταιρείας, αποφασίζει για τις επενδύσεις βάσει του Εσωτερικού Κανονισμού και λαμβάνει εν γένει υπόψη τον Εσωτερικό Κανονισμό κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του [άρθρο 192], οι διατάξεις, όμως, αυτές δεν διασφαλίζουν τον πλήρη έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου, δια του Υπουργού Οικονομικών, επί της ΕΕΣΥΠ και της θυγατρικής της ΕΥΔΑΠ, όπως ισχυρίζονται το Δημόσιο και οι παρεμβαίνουσες. Και τούτο διότι, ο Εσωτερικός Κανονισμός και το Στρατηγικό Σχέδιο της ΕΕΣΥΠ διαγράφουν ένα γενικό μόνο πλαίσιο αρχών και κατευθύνσεων για τις ενέργειες του Διοικητικού Συμβουλίου, χωρίς, μάλιστα, να έχουν τον χαρακτήρα διοικητικών πράξεων με συγκεκριμένο δεσμευτικό κανονιστικό περιεχόμενο.
Συνεπώς, εφόσον με τις επίδικες ρυθμίσεις του ν. 4389/2016 για τον διορισμό των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΥΠ δεν διασφαλίζεται ο πλήρης έλεγχος του Ελληνικού Δημοσίου επί του οργάνου αυτού, που έχει το τεκμήριο αρμοδιότητας για όλα τα σχετιζόμενα με τη διοίκηση και τη διαχείριση της Εταιρείας και την επίτευξη των καταστατικών της σκοπών θέματα, ασκεί δε τα δικαιώματα ψήφου της ΕΕΣΥΠ στις θυγατρικές της, διορίζοντας, μεταξύ άλλων, τα όργανα διοίκησης της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, ο ν. 4389/2016, καθ’ο μέρος προβλέπει την μεταβίβαση στην ΕΕΣΥΠ ποσοστού 50,003% του μετοχικού κεφαλαίου της δημόσιας επιχείρησης ΕΥΔΑΠ ΑΕ, αντίκειται στα άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος, όπως βασίμως προβάλλεται (πρβλ. ΣτΕ 1906/2014 Ολομ).
Η παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας·υπό τις παρούσες όμως συνθήκες, ήτοι υπό συνθήκες παροχής των υπηρεσιών μονοπωλιακώς, από δίκτυα μοναδικά στην περιοχή της Αττικής και ανήκοντα, ιδιοκτησιακώς, στην ΕΥΔΑΠ ΑΕ, φορέα που παρέχει τις υπηρεσίες αυτές με βάση σύμβαση παραχώρησης, ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ ΑΕ από το Ελληνικό Δημόσιο, όχι απλώς με την άσκηση εποπτείας επ’ αυτής, αλλά και δια του μετοχικού της κεφαλαίου, είναι συνταγματικώς επιβεβλημένος (ΣτΕ 1906/2014 Ολομ).
Κατά συνέπεια, η αποξένωση από τον έλεγχο αυτό, με την αναγνώριση σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιοτήτων που περιορίζουν, έστω και εμμέσως, τον έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου επί της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, όπως η αναγνώριση με τις διατάξεις του άρθρου 191 του ν. 4389/2016 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας της εξουσίας να συναποφασίζουν με τον Υπουργό Οικονομικών για την επιλογή των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου, ειδικού συλλογικού οργάνου που διορίζει το ΔΣ της ΕΕΣΥΠ [κατέχουσας ήδη ποσοστό 50,003% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ ΑΕ], επιτρέπεται μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 28 παρ. 2 του Συντάγματος.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οι κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις του ν. 4389/2016 για τη σύσταση της ΕΕΣΥΠ και τα όργανά της, καθώς και των τροποποιητικών αυτού ν. 4425/2016 [προσθήκη Παραρτήματος Ε για τις μεταβιβαζόμενες στην ΕΕΣΥΠ επιχειρήσεις] και ν. 4512/2018, ψηφίσθηκαν με πλειοψηφία μικρότερη των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών, η οποία απαιτείται, κατά το άρθρο 28 παρ. 2 του Συντάγματος, για να αναγνωρισθούν σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται στο Σύνταγμα, στους νόμους, όμως, αυτούς δεν περιέχονται ρυθμίσεις στοιχούσες στις προβλεπόμενες στο άρθρο 191 του ν. 4389/2016 για τις αρμοδιότητες του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΕΣΥΠ.
Ειδικότερα:
Η κυρωθείσα με τον ν. 4063/2012 “Συνθήκη για τη θέσπιση του ΕΜΣ” αναφέρεται γενικώς σε μνημόνιο κατανόησης [memorandum of understanding], όπου θα περιγράφονται εκάστοτε οι όροι της χρηματοπιστωτικής συνδρομής, χωρίς να προσδιορίζει περαιτέρω τους όρους αυτούς ή να προβλέπει ανάθεση σε όργανα του ΕΜΣ αρμοδιοτήτων για την επιλογή των οργάνων διοίκησης φορέα, ο οποίος θα διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία του αιτούμενου τη στήριξη του ΕΜΣ Κράτους. Ο δε ν. 4336/2015, και συγκεκριμένα η περιλαμβανόμενη σε αυτόν “Συμφωνία Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων”, αναφέρεται σε ανεξάρτητο “Ταμείο”, το οποίο “θα συσταθεί στην Ελλάδα και θα τελεί υπό τη διαχείριση των ελληνικών αρχών και την εποπτεία των οικείων ευρωπαϊκών θεσμών” και προβλέπει τη σύσταση “ομάδας δράσης η οποία … θα καταρτίζει συστάσεις όσον αφορά τους … στόχους, τη δομή και τη διακυβέρνηση του Ταμείου”: από τις αναφορές αυτές ουδόλως συνάγεται ότι η “εποπτεία των οικείων ευρωπαϊκών θεσμών” περιλαμβάνει ανάθεση σε αυτούς αποφασιστικής αρμοδιότητας για τον διορισμό του οργάνου διοίκησης του νέου “Ταμείου”.
Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως, ότι οι διατάξεις του άρθρου 191 του ν. 4389/2016, με τις οποίες ανατίθενται εξουσίες στο Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ, παραβιάζουν το άρθρο 28 παρ. 2 του Συντάγματος, παραδεκτώς προβαλλόμενος (πρβλ. ΣτΕ 668/2012 Ολομ, 2307/2014 Ολομ, 2432/2017 επτ), είναι βάσιμος.
mononews