Ο νομικός κόσμος της χώρας με αποφασιστικότητα στηλίτευει την σωρεία και την ευκολία με την οποία εκδόθηκαν και εκδίδονται οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ).
Αυτό επισημαίνει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών με αφορμή την ΠΝΠ που εξέδωσε η Κυβέρνηση για τα χρηματικά διαθέσιμα «των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης και με την οποία μονομερώς και χωρίς τη συναίνεσή τους διατάσσεται να μεταφερθούν σε λογαριασμούς της ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος».
Ειδικότερα, ο ΔΣΑ επισημαίνει ότι «η χρήση της νομοθετικής καταφυγής στις ΠΝΠ πρέπει να επιλέγεται όλως εξαιρετικώς και όταν τούτο επιβάλλεται από επείγοντες λόγους και απρόβλεπτα περιστατικά σύμφωνα με τη ρητή συνταγματική επιταγή του άρθρου 44 του Συντάγματος».
Μάλιστα, η «εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη» πρέπει να μνημονεύεται με συγκεκριμένο τρόπο, έστω και περιληπτικά, στο σώμα της ΠΝΠ, αναφέρει ο Σύλλογος και προσθέτει:
«Ο νομικός κόσμος της χώρας με αποφασιστικότητα στηλίτευσε την σωρεία και την ευκολία με την οποία εκδόθηκαν ΠΝΠ από το 2010 έως τώρα, τούτο δε και για λόγους δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής τάξης, αλλά και για λόγους συνταγματικότητας, αφού συχνά ούτε οι συνταγματικές προϋποθέσεις για την έκδοσή τους συνέτρεχαν».
Η επίμαχη ΠΝΠ, υπογραμμίζει ο ΔΣΑ, «τελεί σε προφανή αναντιστοιχία με την συνταγματική τάξη, καθώς:
α) δεν μνημονεύεται ούτε στο σώμα της, ούτε στην αιτιολογία της κανένας λόγος ή καμία εξαιρετική ή απρόβλεπτη περίσταση που οδήγησε στη θέσπισή της, αλλά αντίθετα, η οικονομική αναγκαιότητα της οποία γίνεται επίκληση μόνον άγνωστη και μόνο αιφνίδια δεν είναι και
β) παρεμβαίνει ανεπίτρεπτα στην οικονομική διαχείριση των πόρων αυτοδιοικούμενων νομικών προσώπων, όπως οι Ο.Τ.Α. α΄ ή β΄ βαθμού και τα ΑΕΙ/ΤΕΙ κατά παράβαση των συνταγματικών προβλέψεων που προβλέπουν και την οικονομική αυτοτέλειά τους (άρθρο 102 παρ. 2, 16 παρ. 5 Σ.)».
Από άποψη ουσίας, τονίζει ο ΔΣΑ, «η ρύθμιση περιορίζεται σε μία αόριστη, γενικόλογη και για αυτό άκρως επικίνδυνη αναφορά σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, τα χρηματικά διαθέσιμα των οποίων, μονομερώς και χωρίς τη συναίνεσή τους διατάσσεται να μεταφερθούν σε λογαριασμούς της ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος».
Ανεξάρτητα από ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δεν ανήκουν στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης που τηρείται στο Μητρώο της ΕΛΣΤΑΤ, «δεν είναι ούτε νόμιμο ούτε ορθό να αντιμετωπίζονται αδιακρίτως και να εντάσσονται στους Φορείς Γενικής Κυβέρνησης νομικά πρόσωπα ή οντότητες, που οι πόροι τους δεν προέρχονται από κρατικές ενισχύσεις ή πόρους αλλά από ιδιωτικά μέσα και πηγές».
Ούτε βεβαίως, συνεχίζει ο ΔΣΑ, «είναι νόμω και ουσία επιτρεπτό να αυξομειώνεται το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης ανάλογα με την εκάστοτε βούληση της εκτελεστικής εξουσίας χωρίς σαφή και ρητή νομοθετική πρόβλεψη, αλλά και χωρίς συγκεκριμένη αιτιολογία».
Πολύ περισσότερος μάλιστα, καταλήγει ο ΔΣΑ, «επί νομικών προσώπων, στα οποία το Σύνταγμα επιφυλάσσει αυτοτελή και αυτόνομη διοίκηση».
protothema
Αυτό επισημαίνει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών με αφορμή την ΠΝΠ που εξέδωσε η Κυβέρνηση για τα χρηματικά διαθέσιμα «των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης και με την οποία μονομερώς και χωρίς τη συναίνεσή τους διατάσσεται να μεταφερθούν σε λογαριασμούς της ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος».
Ειδικότερα, ο ΔΣΑ επισημαίνει ότι «η χρήση της νομοθετικής καταφυγής στις ΠΝΠ πρέπει να επιλέγεται όλως εξαιρετικώς και όταν τούτο επιβάλλεται από επείγοντες λόγους και απρόβλεπτα περιστατικά σύμφωνα με τη ρητή συνταγματική επιταγή του άρθρου 44 του Συντάγματος».
Μάλιστα, η «εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη» πρέπει να μνημονεύεται με συγκεκριμένο τρόπο, έστω και περιληπτικά, στο σώμα της ΠΝΠ, αναφέρει ο Σύλλογος και προσθέτει:
«Ο νομικός κόσμος της χώρας με αποφασιστικότητα στηλίτευσε την σωρεία και την ευκολία με την οποία εκδόθηκαν ΠΝΠ από το 2010 έως τώρα, τούτο δε και για λόγους δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής τάξης, αλλά και για λόγους συνταγματικότητας, αφού συχνά ούτε οι συνταγματικές προϋποθέσεις για την έκδοσή τους συνέτρεχαν».
Η επίμαχη ΠΝΠ, υπογραμμίζει ο ΔΣΑ, «τελεί σε προφανή αναντιστοιχία με την συνταγματική τάξη, καθώς:
α) δεν μνημονεύεται ούτε στο σώμα της, ούτε στην αιτιολογία της κανένας λόγος ή καμία εξαιρετική ή απρόβλεπτη περίσταση που οδήγησε στη θέσπισή της, αλλά αντίθετα, η οικονομική αναγκαιότητα της οποία γίνεται επίκληση μόνον άγνωστη και μόνο αιφνίδια δεν είναι και
β) παρεμβαίνει ανεπίτρεπτα στην οικονομική διαχείριση των πόρων αυτοδιοικούμενων νομικών προσώπων, όπως οι Ο.Τ.Α. α΄ ή β΄ βαθμού και τα ΑΕΙ/ΤΕΙ κατά παράβαση των συνταγματικών προβλέψεων που προβλέπουν και την οικονομική αυτοτέλειά τους (άρθρο 102 παρ. 2, 16 παρ. 5 Σ.)».
Από άποψη ουσίας, τονίζει ο ΔΣΑ, «η ρύθμιση περιορίζεται σε μία αόριστη, γενικόλογη και για αυτό άκρως επικίνδυνη αναφορά σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, τα χρηματικά διαθέσιμα των οποίων, μονομερώς και χωρίς τη συναίνεσή τους διατάσσεται να μεταφερθούν σε λογαριασμούς της ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος».
Ανεξάρτητα από ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δεν ανήκουν στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης που τηρείται στο Μητρώο της ΕΛΣΤΑΤ, «δεν είναι ούτε νόμιμο ούτε ορθό να αντιμετωπίζονται αδιακρίτως και να εντάσσονται στους Φορείς Γενικής Κυβέρνησης νομικά πρόσωπα ή οντότητες, που οι πόροι τους δεν προέρχονται από κρατικές ενισχύσεις ή πόρους αλλά από ιδιωτικά μέσα και πηγές».
Ούτε βεβαίως, συνεχίζει ο ΔΣΑ, «είναι νόμω και ουσία επιτρεπτό να αυξομειώνεται το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης ανάλογα με την εκάστοτε βούληση της εκτελεστικής εξουσίας χωρίς σαφή και ρητή νομοθετική πρόβλεψη, αλλά και χωρίς συγκεκριμένη αιτιολογία».
Πολύ περισσότερος μάλιστα, καταλήγει ο ΔΣΑ, «επί νομικών προσώπων, στα οποία το Σύνταγμα επιφυλάσσει αυτοτελή και αυτόνομη διοίκηση».
protothema