Η νόσος των λεγεωνάριων γνώρισε το φως της δημοσιότητας το 1976, όταν το οξύ εμπύρετο νόσημα του αναπνευστικού εμφανίσθηκε ως επιδημία κατά τη διάρκεια συνεδρίου της Αμερικανικής Λεγεώνας στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, εξ ου και το όνομά της.
Συνολικά προσβλήθηκαν 221 άτομα από πνευμονία, 34 εκ των οποίων κατέληξαν.
Κατά την έρευνα για τον αιτιολογικό παράγοντα αυτής της επιδημίας, απομονώθηκε και ταυτοποιήθηκε ο υπεύθυνος μικροοργανισμός, ένα Gram αρνητικό βακτηρίδιο το οποίο ονομάσθηκε λεγιονέλλα.
Υπάρχουν περίπου 40 είδη λεγιονέλλας και, από αυτά, περισσότερα από τα μισά μπορούν να προκαλέσουν νόσο στον άνθρωπο. Το είδος λεγιονέλλα pneumofila ευθύνεται για το 90% των λοιμώξεων στον άνθρωπο.
Ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξή του είναι το υδάτινο (λίμνες, ποτάμια, δεξαμενές, πισίνες, συστήματα ύδρευσης μεγάλων κτιριακών μονάδων, θερμές και ιαματικές πηγές). Είναι αρκετά ανθεκτικό, δύναται να επιζήσει σε ποικίλες συνθήκες του περιβάλλοντος (σε θερμοκρασίες από 0 μέχρι 630°C, τόσο σε όξινο όσο και σε αλκαλικό περιβάλλον: pH από 5 μέχρι 8,5). Η θερμοκρασία όμως που ευνοεί ιδιαιτέρως την ανάπτυξη αλλά και τον πολλαπλασιασμό του είναι μεταξύ 40 και 500°C.
Τα συστήματα κλιματισμού (air-condition), δεν θεωρούνται πλέον πηγές μετάδοσης του βακτηριδίου, όπως πιστευόταν παλαιότερα.
Τρόπος μετάδοσης
Ο άνθρωπος προσβάλλεται μέσω εισπνοής ή εισρόφησης μικροσταγονιδίων ύδατος που περιέχουν τον μικροοργανισμό. Παράγοντες που διευκολύνουν την ανάπτυξη νόσου στον άνθρωπο είναι το κάπνισμα και η κατάχρηση αλκοόλ. Επίσης, περισσότερο ευάλωτα είναι τα ανοσοκατασταλμένα άτομα και εκείνα που πάσχουν από χρόνια νοσήματα των πνευμόνων.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και μπορεί να προσβάλλει οποιαδήποτε ηλικία.
Η περίοδος επώασης κυμαίνεται από 2 μέχρι 10 ημέρες.
Η κλινική εικόνα ποικίλλει και τα συμπτώματα μπορεί να αφορούν περισσότερα του ενός συστήματα του οργανισμού.
Ο ασθενής αισθάνεται για λίγες ημέρες αδυναμία και καταβολή και μπορεί να ακολουθήσει μια περίοδος με συμπτώματα γριπώδους συνδρομής. Ο βήχας (αρχικά ξηρός κατόπιν παραγωγικός) μπορεί να είναι το πρώτο σύμπτωμα προσβολής των πνευμόνων. Πολλοί ασθενείς παρουσιάζουν υψηλό πυρετό (περισσότερο από 39°C), συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα (διάρροια, ναυτία, έμετο, στομαχικές διαταραχές), από το κεντρικό νευρικό σύστημα (πονοκέφαλο, σύγχυση, λήθαργο, ντελίριουμ), από την καρδιά (βραδυκαρδία) κ.λπ. Ανάλογα δε με την έκταση της πνευμονίας αλλά και τη συνύπαρξη ή όχι άλλων νοσημάτων, μπορεί να υπάρχει δύσπνοια ή και αναπνευστική ανεπάρκεια.
Εργαστηριακά ευρήματα
Η ακτινογραφία θώρακος μπορεί να δείχνει: τμηματική ή λοβώδη πνευμονία (συνήθως μονόπλευρη και σπάνια αμφοτερόπλευρη), όπως επίσης πλευριτική συλλογή. Ακόμα, μπορεί να εμφανίζεται σαν πνευμονικό απόστημα ή με τη μορφή στρογγυλών πυκνώσεων σε περίπτωση σηπτικών εμβόλων.
Το εγκεφαλονωτιαίο υγρό και η εξέταση των κοπράνων είναι στείρα.
Στο περιφερικό αίμα έχουμε μέτρια λευκοκυττάρωση, υπονατριαιμία, υποφωσφαταιμία και διαταραχές των ηπατικών λειτουργιών.
Τα ούρα παρουσιάζουν μικροσκοπική αιματουρία.
Διάγνωση
Υπάρχουν διάφορες εργαστηριακές δοκιμασίες για τη διάγνωση της νόσου όπως: η έμμεση μέθοδος ανοσοφθοριζόντων αντισωμάτων (αύξηση τίτλου αντισωμάτων 1 : 128), η απομόνωση του βακτηριδίου από διάφορα υλικά, όπως πτύελα, βρογχικές εκκρίσεις, αίμα, πλευριτικό υγρό, πνευμονικός ιστός κ.λπ. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η λεγιονέλλα δεν ανήκει στη φυσιολογική χλωρίδα του στοματοφάρυγγα και η απομόνωσή της από τα πτύελα ή τις βρογχικές εκκρίσεις θεωρείται διαγνωστική. Επίσης, για την καλλιέργειά της απαιτούνται ειδικά θρεπτικά υλικά, γιατί η ανάπτυξή της αναστέλλεται από τη φυσιολογική χλωρίδα, οπότε, για το λόγο αυτό, θεωρείται προτιμότερη η λήψη υλικού μέσω του ινοβρογχοσκοπίου. Η διάγνωση μπορεί να τεθεί εύκολα με την ανίχνευση αντιγονικών ουσιών του μικροοργανισμού στα ούρα.
Πρόγνωση και Θεραπεία
Η νόσος των λεγεωνάριων αποτελεί το 1-8% των πνευμονιών της κοινότητας. Σε περίπτωση έγκαιρης διάγνωσης, η πρόγνωση είναι άριστη.
Η καθυστέρηση στη διάγνωση, η συνύπαρξη άλλων νοσημάτων, επιβαρυντικών παραγόντων (κάπνισμα, κατάχρηση αλκοόλ) ή η έκπτωση της άμυνας του οργανισμού (π.χ. χρόνια λήψη κορτιζόνης κ.λπ.), καθιστούν δύσκολη την αντιμετώπιση της νόσου, είναι δυνατόν να επιμηκύνουν τη νοσηλεία αλλά και να ευνοήσουν τις επιπλοκές της νόσου και να αυξήσουν τη θνητότητα η οποία μπορεί να φθάσει περίπου το 15%.
Φάρμακα εκλογής για την αντιμετώπισή της είναι αντιβιοτικά όπως οι μακρολίδες και οι κινολόνες. Η διάρκεια της θεραπείας είναι περίπου 3 εβδομάδες.
*Ο Νικόλαος Χαΐνης είναι Διευθυντής Πνευμονολόγος στο Metropolitan Hospital.
ygeiamou