Εντονότερο πλήγμα σε σχέση με τους συνταξιούχους δέχτηκαν στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα οι εργαζόμενοι, ιδίως δε οι νέοι, όπως προκύπτει από τη νέα έρευνα του ερευνητικού οργανισμού διαΝΕΟσις, με συντονιστή τον καθηγητή στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου, Μάνο Ματσαγγάνη. Με βάση τη μελέτη, η οποία εκπονήθηκε την περίοδο 2003-2014 και κατά μέσο όρο εξετάζει σε βάθος δεδομένα που αφορούν περίπου 18.000 άτομα σε 7.000 ελληνικά νοικοκυριά, στη διάρκεια αυτών των ετών αυξήθηκε σημαντικά ο κίνδυνος φτώχειας των παιδιών. Παράλληλα, το φτωχότερο δεκατημόριο του πληθυσμού το 2014 ήταν κατά 56% φτωχότερο από το αντίστοιχο του 2009 (και το πλουσιότερο δεκατημόριο του 2014 επίσης φτωχότερο, κατά 42%, σε σχέση με το αντίστοιχο του 2009). Οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες για τις οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά, σε σχέση με όσες δεν έχουν ή έχουν τρία τέκνα και άνω.
Η μείωση της απασχόλησης ήταν μεγαλύτερη για τους άνδρες και για τους κλάδους της οικοδομής (-63%), της βιομηχανίας, του ηλεκτρισμού και της ύδρευσης (-38%) και μικρότερη στους τομείς της δημόσιας διοίκησης (-2%) και στον πρωτογενή τομέα (-9%). Ο αριθμός των εργαζομένων μειώθηκε περισσότερο στις μικρότερες ηλικίες. Μάλιστα, ο αριθμός των εργαζομένων ηλικίας έως 29 ετών συρρικνώθηκε στο μισό, ενώ ο αντίστοιχος των ατόμων ηλικίας 45-64 χρόνων μειώθηκε μόνο κατά 9%.
Οι εργαζόμενοι απόφοιτοι Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου ή κάποιας μεταλυκειακής εκπαίδευσης μειώθηκαν σημαντικά (από 53% έως 20%), ενώ εκείνοι με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό αυξήθηκαν κατά 57% στην ελληνική αγορά εργασίας. Κατά τα λοιπά, η μέση αμοιβή μειώθηκε περισσότερο από ένα πέμπτο (-21,8%) ανά εργαζόμενο και η μέση μείωση αμοιβών ήταν 30% (σε αποπληθωρισμένα μεγέθη), ενώ σε απόλυτο αριθμό η μέση μείωση μηνιαίου εισοδήματος την περίοδο 2003-2014 ανήλθε σε 513 ευρώ. Πάντως, σε ό,τι αφορά την κοινωνική κινητικότητα, ενώ στην ΕΕ είναι 2,8 φορές πιθανότερο να τα βγάζει πέρα δύσκολα κάποιος που έχει μεγαλώσει σε οικογένεια που επίσης τα έβγαζε πέρα δύσκολα, η Ελλάδα έχει σε αυτό το πεδίο θετικότερη εικόνα, αφού το αντίστοιχο είναι 2,2 φορές.
Οι προτάσεις στις οποίες καταλήγουν οι ερευνητές είναι -μεταξύ άλλων- ο γενναίος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας με καλύτερες αμοιβές, η αναβάθμιση της στάθμης των δεξιοτήτων των εργαζομένων με βελτίωση της ποιότητας όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης και η συστηματικότερη στήριξη του εισοδήματος των φτωχών και των ανέργων με: επέκταση των επιδομάτων ανεργίας, βελτίωση του σχεδιασμού του επιδόματος στήριξης τέκνων, θεσμοθέτηση επιδόματος ενοικίου και καλύτερη εφαρμογή του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης.
Σύμφωνα με τον κ. Θοδωρή Γεωργακόπουλο, editorial director (διευθυντή περιεχομένου) της διαΝΕΟσις, η κρίση δεν επηρέασε σημαντικά την κοινωνική κινητικότητα, πάνω-κάτω έμεινε στα επίπεδα που ήταν. Ένας Έλληνας που έχει μεγαλώσει σε οικογένεια που τα βγάζει πέρα δύσκολα είναι 2,2 φορές πιθανότερο να τα βγάζει πέρα δύσκολα και ο ίδιος ως ενήλικας. Στην ΕΕ βέβαια, αυτό είναι 2,8 φορές πιθανότερο».
Ερωτηθείς από το ΑΠΕ-ΜΠΕ για το ασφαλιστικό σύστημα, ο κ. Γεωργακόπουλος τόνισε ότι ήταν πολύ επιβαρυμένο και πριν από την κρίση. «Δουλεύουν πάρα πολύ λίγοι για να πληρώνουν τις συντάξεις πάρα πολλών. Οι συντάξεις αποτελούν το μεγαλύτερο κόστος στον προϋπολογισμό και για την πληρωμή τους αντλούνται και χρήματα από τη φορολογία. Αυτό όμως δεν είναι βιώσιμο. Οι συντάξεις μειώθηκαν λιγότερο από ό,τι τα εισοδήματα των υπαλλήλων στον ιδιωτικό τομέα, κάτι που είναι σε ένα βαθμό κατανοητό, αλλά πλέον έχουν μείνει ακόμη λιγότεροι εργαζόμενοι, για να πληρώνουν 2,5 εκατ. συνταξιούχους. Το σύστημα πρέπει να αλλάξει πάρα πολύ ραγδαία» σημειώνει ο κ. Γεωργακόπουλος.
Ερωτηθείς πώς θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί αυτή η αλλαγή κάνει λόγο για την ανάγκη, μεταξύ άλλων, επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους και των πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και για ένα συνολικό πακέτο ασφαλιστικών και φορολογικών μέτρων. «Η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι και δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί τέτοια μεταρρύθμιση με άλλο τρόπο».
Σημειώνεται πως σε παλαιότερη έρευνα της διαΝΕΟσις προτείνεται η επίτευξη ενός νέου συμβιβασμού για τα πρωτογενή πλεονάσματα επί των οποίων η Ελλάδα έχει δεσμευτεί κατά την περίοδο 2019-2022, με διεκδίκηση της δυνατότητας ένα 2% του ΑΕΠ να κατευθύνεται στη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων και υποδομών κάθε χρόνο, τουλάχιστον μέχρι το 2029. Προτείνεται παράλληλα η ριζική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος με μείωση των συνολικών εισφορών -από 27% σε 19%- και με χρήση των επικουρικών εισφορών για τη δημιουργία ενός κεφαλαιοποιητικού συστήματος, καθώς και η απλοποίηση της φορολογίας με ενοποίηση και μείωση συντελεστών.
Κληθείς να σχολιάσει το εύρημα της μελέτης, σύμφωνα με το οποίο ο αριθμός των κατόχων μεταπτυχιακού και διδακτορικού στην αγορά εργασίας της Ελλάδας έχει αυξηθεί κατά 57%, ο διευθυντής περιεχομένου της διαΝΕΟσις παρατηρεί ότι η βελτίωση αυτή δυστυχώς δεν αντανακλάται και σε επίπεδο απολαβών. «Στη διάρκεια της κρίσης χάθηκαν πολλές χιλιάδες θέσεις εργασίας από κλάδους όπως η οικοδομή ή η βιομηχανία, αλλά ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν και νέες, στον τομέα της τεχνολογίας και γενικά προέκυψαν δουλειές που χρειάζονται τέτοιους εργαζόμενους. Σήμερα οι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού στην Ελλάδα δύσκολα είναι άνεργοι, αλλά συχνά βρίσκουν δουλειές εκτός του αντικειμένου τους, για τις οποίες δυστυχώς είναι συχνά over-qualified και για τις οποίες αμείβονται με πολύ χαμηλές απολαβές. Εν ολίγοις βρίσκουν μεν δουλειά, αλλά με μικρότερες απολαβές, εκτός του αντικειμένου τους και κατώτερες των τυπικών προσόντων τους».
Τέλος, μία από τις προτάσεις στις οποίες καταλήγει η έρευνα είναι και η επέκταση των επιδομάτων ανεργίας, ώστε να καλύπτουν περισσότερους ανέργους. «Όσοι προτείνουν την επιδότηση της εργασίας έχουν δίκιο, αλλά κυρίως όταν μιλάμε για οικονομίες που δεν βρίσκονται σε κρίση. Όταν μια οικονομία βρίσκεται σε κρίση, προέχουν τα μέτρα προστασίας των αδύναμων (...) Για να αποφευχθούν κοινωνικά προβλήματα που είναι πολύ δύσκολο να λυθούν, αναπτύσσεται η επιδοματική πολιτική, το ίδιο συνέβη και στις ΗΠΑ το 2008. (...) Είναι τρομερό το πρόβλημα της ακραίας φτώχειας, κινδυνεύουμε να βρεθούμε με μια χαμένη γενιά. Η διεύρυνση των δικαιούχων του επιδόματος ανεργίας, με κριτήρια κυρίως εισοδηματικά, είναι ένα μέτρο αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας και όχι ένα εργασιακό μέτρο per se. Ως προς τη βιομηχανία, που τάσσεται υπέρ της επιδότησης εργασίας, οι Έλληνες βιομήχανοι δίνουν πράγματι τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές στην Ευρώπη. Πρέπει να δοθούν κίνητρα για την επιχειρηματικότητα και να προσαρμοστεί και το θέμα της φορολογίας».
Ερωτηθείς από πού μπορεί να προέλθει η χρηματοδότηση για τέτοια μέτρα -αλλά και για άλλα προτεινόμενα από την έρευνα, όπως η διάθεση γευμάτων στο σχολείο για όλους τους μαθητές Δημοτικού ή η επέκταση της παιδικής φροντίδας σε όλες τις οικογένειες με παιδιά ηλικίας δύο ως πέντε ετών και η αποκατάσταση του προγράμματος "Βοήθεια στο σπίτι" για τους ηλικιωμένους- ο κ. Γεωργακόπουλος απαντά:
«Η χρηματοδότηση των μέτρων αυτών είναι θέμα πολιτικής βούλησης και προτεραιοτήτων και προφανώς η καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας έχει ένα δημοσιονομικό κόστος. Υπολογίσαμε, στο πλαίσιο άλλης μελέτης, ότι για να γλιτώσουν 160.000 άνθρωποι από την ακραία φτώχεια, θα απαιτούνταν περίπου 830 εκατ. ευρώ ετησίως. Φαίνονται πολλά χρήματα, αλλά δεν είναι, αν αναλογιστεί κάποιος ότι το ποσό αυτό είναι 38 φορές μικρότερο από το ποσό που διατίθεται για τις συντάξεις. Γιατί όταν μιλάμε για ακραία φτώχεια, μιλάμε για πρόβλημα επιβίωσης. Το ελληνικό κράτος μέχρι το 2009 δεν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τέτοια θέματα, αλλά το 2014 το ποσοστό της ακραίας φτώχειας στην Ελλάδα έφτασε το 17%, έναντι 2,2% το 2009. Χρειάζεται λοιπόν πολιτική στήριξης της οικογένειας και βοήθεια στις οικογένειες με ανήλικα παιδιά».
news
Η μείωση της απασχόλησης ήταν μεγαλύτερη για τους άνδρες και για τους κλάδους της οικοδομής (-63%), της βιομηχανίας, του ηλεκτρισμού και της ύδρευσης (-38%) και μικρότερη στους τομείς της δημόσιας διοίκησης (-2%) και στον πρωτογενή τομέα (-9%). Ο αριθμός των εργαζομένων μειώθηκε περισσότερο στις μικρότερες ηλικίες. Μάλιστα, ο αριθμός των εργαζομένων ηλικίας έως 29 ετών συρρικνώθηκε στο μισό, ενώ ο αντίστοιχος των ατόμων ηλικίας 45-64 χρόνων μειώθηκε μόνο κατά 9%.
Οι εργαζόμενοι απόφοιτοι Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου ή κάποιας μεταλυκειακής εκπαίδευσης μειώθηκαν σημαντικά (από 53% έως 20%), ενώ εκείνοι με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό αυξήθηκαν κατά 57% στην ελληνική αγορά εργασίας. Κατά τα λοιπά, η μέση αμοιβή μειώθηκε περισσότερο από ένα πέμπτο (-21,8%) ανά εργαζόμενο και η μέση μείωση αμοιβών ήταν 30% (σε αποπληθωρισμένα μεγέθη), ενώ σε απόλυτο αριθμό η μέση μείωση μηνιαίου εισοδήματος την περίοδο 2003-2014 ανήλθε σε 513 ευρώ. Πάντως, σε ό,τι αφορά την κοινωνική κινητικότητα, ενώ στην ΕΕ είναι 2,8 φορές πιθανότερο να τα βγάζει πέρα δύσκολα κάποιος που έχει μεγαλώσει σε οικογένεια που επίσης τα έβγαζε πέρα δύσκολα, η Ελλάδα έχει σε αυτό το πεδίο θετικότερη εικόνα, αφού το αντίστοιχο είναι 2,2 φορές.
Οι προτάσεις στις οποίες καταλήγουν οι ερευνητές είναι -μεταξύ άλλων- ο γενναίος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας με καλύτερες αμοιβές, η αναβάθμιση της στάθμης των δεξιοτήτων των εργαζομένων με βελτίωση της ποιότητας όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης και η συστηματικότερη στήριξη του εισοδήματος των φτωχών και των ανέργων με: επέκταση των επιδομάτων ανεργίας, βελτίωση του σχεδιασμού του επιδόματος στήριξης τέκνων, θεσμοθέτηση επιδόματος ενοικίου και καλύτερη εφαρμογή του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης.
Σύμφωνα με τον κ. Θοδωρή Γεωργακόπουλο, editorial director (διευθυντή περιεχομένου) της διαΝΕΟσις, η κρίση δεν επηρέασε σημαντικά την κοινωνική κινητικότητα, πάνω-κάτω έμεινε στα επίπεδα που ήταν. Ένας Έλληνας που έχει μεγαλώσει σε οικογένεια που τα βγάζει πέρα δύσκολα είναι 2,2 φορές πιθανότερο να τα βγάζει πέρα δύσκολα και ο ίδιος ως ενήλικας. Στην ΕΕ βέβαια, αυτό είναι 2,8 φορές πιθανότερο».
Ερωτηθείς από το ΑΠΕ-ΜΠΕ για το ασφαλιστικό σύστημα, ο κ. Γεωργακόπουλος τόνισε ότι ήταν πολύ επιβαρυμένο και πριν από την κρίση. «Δουλεύουν πάρα πολύ λίγοι για να πληρώνουν τις συντάξεις πάρα πολλών. Οι συντάξεις αποτελούν το μεγαλύτερο κόστος στον προϋπολογισμό και για την πληρωμή τους αντλούνται και χρήματα από τη φορολογία. Αυτό όμως δεν είναι βιώσιμο. Οι συντάξεις μειώθηκαν λιγότερο από ό,τι τα εισοδήματα των υπαλλήλων στον ιδιωτικό τομέα, κάτι που είναι σε ένα βαθμό κατανοητό, αλλά πλέον έχουν μείνει ακόμη λιγότεροι εργαζόμενοι, για να πληρώνουν 2,5 εκατ. συνταξιούχους. Το σύστημα πρέπει να αλλάξει πάρα πολύ ραγδαία» σημειώνει ο κ. Γεωργακόπουλος.
Ερωτηθείς πώς θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί αυτή η αλλαγή κάνει λόγο για την ανάγκη, μεταξύ άλλων, επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους και των πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και για ένα συνολικό πακέτο ασφαλιστικών και φορολογικών μέτρων. «Η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι και δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί τέτοια μεταρρύθμιση με άλλο τρόπο».
Σημειώνεται πως σε παλαιότερη έρευνα της διαΝΕΟσις προτείνεται η επίτευξη ενός νέου συμβιβασμού για τα πρωτογενή πλεονάσματα επί των οποίων η Ελλάδα έχει δεσμευτεί κατά την περίοδο 2019-2022, με διεκδίκηση της δυνατότητας ένα 2% του ΑΕΠ να κατευθύνεται στη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων και υποδομών κάθε χρόνο, τουλάχιστον μέχρι το 2029. Προτείνεται παράλληλα η ριζική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος με μείωση των συνολικών εισφορών -από 27% σε 19%- και με χρήση των επικουρικών εισφορών για τη δημιουργία ενός κεφαλαιοποιητικού συστήματος, καθώς και η απλοποίηση της φορολογίας με ενοποίηση και μείωση συντελεστών.
Κληθείς να σχολιάσει το εύρημα της μελέτης, σύμφωνα με το οποίο ο αριθμός των κατόχων μεταπτυχιακού και διδακτορικού στην αγορά εργασίας της Ελλάδας έχει αυξηθεί κατά 57%, ο διευθυντής περιεχομένου της διαΝΕΟσις παρατηρεί ότι η βελτίωση αυτή δυστυχώς δεν αντανακλάται και σε επίπεδο απολαβών. «Στη διάρκεια της κρίσης χάθηκαν πολλές χιλιάδες θέσεις εργασίας από κλάδους όπως η οικοδομή ή η βιομηχανία, αλλά ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν και νέες, στον τομέα της τεχνολογίας και γενικά προέκυψαν δουλειές που χρειάζονται τέτοιους εργαζόμενους. Σήμερα οι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού στην Ελλάδα δύσκολα είναι άνεργοι, αλλά συχνά βρίσκουν δουλειές εκτός του αντικειμένου τους, για τις οποίες δυστυχώς είναι συχνά over-qualified και για τις οποίες αμείβονται με πολύ χαμηλές απολαβές. Εν ολίγοις βρίσκουν μεν δουλειά, αλλά με μικρότερες απολαβές, εκτός του αντικειμένου τους και κατώτερες των τυπικών προσόντων τους».
Τέλος, μία από τις προτάσεις στις οποίες καταλήγει η έρευνα είναι και η επέκταση των επιδομάτων ανεργίας, ώστε να καλύπτουν περισσότερους ανέργους. «Όσοι προτείνουν την επιδότηση της εργασίας έχουν δίκιο, αλλά κυρίως όταν μιλάμε για οικονομίες που δεν βρίσκονται σε κρίση. Όταν μια οικονομία βρίσκεται σε κρίση, προέχουν τα μέτρα προστασίας των αδύναμων (...) Για να αποφευχθούν κοινωνικά προβλήματα που είναι πολύ δύσκολο να λυθούν, αναπτύσσεται η επιδοματική πολιτική, το ίδιο συνέβη και στις ΗΠΑ το 2008. (...) Είναι τρομερό το πρόβλημα της ακραίας φτώχειας, κινδυνεύουμε να βρεθούμε με μια χαμένη γενιά. Η διεύρυνση των δικαιούχων του επιδόματος ανεργίας, με κριτήρια κυρίως εισοδηματικά, είναι ένα μέτρο αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας και όχι ένα εργασιακό μέτρο per se. Ως προς τη βιομηχανία, που τάσσεται υπέρ της επιδότησης εργασίας, οι Έλληνες βιομήχανοι δίνουν πράγματι τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές στην Ευρώπη. Πρέπει να δοθούν κίνητρα για την επιχειρηματικότητα και να προσαρμοστεί και το θέμα της φορολογίας».
Ερωτηθείς από πού μπορεί να προέλθει η χρηματοδότηση για τέτοια μέτρα -αλλά και για άλλα προτεινόμενα από την έρευνα, όπως η διάθεση γευμάτων στο σχολείο για όλους τους μαθητές Δημοτικού ή η επέκταση της παιδικής φροντίδας σε όλες τις οικογένειες με παιδιά ηλικίας δύο ως πέντε ετών και η αποκατάσταση του προγράμματος "Βοήθεια στο σπίτι" για τους ηλικιωμένους- ο κ. Γεωργακόπουλος απαντά:
«Η χρηματοδότηση των μέτρων αυτών είναι θέμα πολιτικής βούλησης και προτεραιοτήτων και προφανώς η καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας έχει ένα δημοσιονομικό κόστος. Υπολογίσαμε, στο πλαίσιο άλλης μελέτης, ότι για να γλιτώσουν 160.000 άνθρωποι από την ακραία φτώχεια, θα απαιτούνταν περίπου 830 εκατ. ευρώ ετησίως. Φαίνονται πολλά χρήματα, αλλά δεν είναι, αν αναλογιστεί κάποιος ότι το ποσό αυτό είναι 38 φορές μικρότερο από το ποσό που διατίθεται για τις συντάξεις. Γιατί όταν μιλάμε για ακραία φτώχεια, μιλάμε για πρόβλημα επιβίωσης. Το ελληνικό κράτος μέχρι το 2009 δεν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τέτοια θέματα, αλλά το 2014 το ποσοστό της ακραίας φτώχειας στην Ελλάδα έφτασε το 17%, έναντι 2,2% το 2009. Χρειάζεται λοιπόν πολιτική στήριξης της οικογένειας και βοήθεια στις οικογένειες με ανήλικα παιδιά».
news