Δεν υπάρχει κίνδυνος κουρέματος ανασφάλιστων καταθέσεων αν η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του έτους, καθώς, όπως προκύπτει από την κοινοτική οδηγία, που ενσωματώθηκε χθες στο εθνικό δίκαιο, η διάταξη για το bail in ανασφάλιστων καταθέσεων ενεργοποιείται από την 1η Ιανουαρίου 2016.
Το θέμα ανέδειξε κατά τη χθεσινή δευτερολογία του στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος. Ο υπουργός τόνισε ότι δεν υπάρχει θέμα κουρέματος καταθέσεων διατυπώνοντας τη βεβαιότητα ότι οι ενέργειες της ανακεφαλαιοποίησης θα έχουν ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του έτους και την ενεργοποίηση της σχετικής διάταξης. Όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι δεν θα αλλάξει εκ νέου το υφιστάμενο πλαίσιο εντός του επόμενου διμήνου-τριμήνου.
Με βάση όσα προβλέπει η ψηφισθείσα από τη Βουλή κοινοτική οδηγία, οι ανασφάλιστες καταθέσεις, δηλαδή, οι καταθέσεις άνω των 100 χιλιάδων ευρώ ανά δικαιούχο και τράπεζα δεν υφίστανται κανένα κίνδυνο, πριν από την 1η/1/2016. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους μετόχους καθώς και τους κατόχους υβριδικών τίτλων και τίτλων μειωμένης εξασφάλισης.
Η δέσμευση του υπουργού Οικονομικών ότι η ανακεφαλαιοποίηση θα ολοκληρωθεί πριν από τα τέλη του 2015 και την ενεργοποίηση της διάταξης για κούρεμα των ανασφάλιστων καταθέσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς αίρει με τον πλέον επίσημο τρόπο την αβεβαιότητα και συμβάλλει στην ταχύτερη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα.
Σημειώνεται ότι το ύψος των ανασφάλιστων καταθέσεων, των καταθέσεων δηλαδή που ξεπερνούν τις 100 χιλ. ευρώ ανέρχεται σε περίπου 30 δισ. επί συνόλου 120 δισ. ευρώ. Στη συντριπτική τους πλειονότητα πρόκειται για καταθέσεις επιχειρήσεων ή φορέων και ενδεχόμενο κούρεμα θα ενίσχυε τον κίνδυνο κατάρρευσης της οικονομικής δραστηριότητας, ο οποίος έχει ήδη αυξηθεί μετά την επιβολή των capital controls.
Όλες οι υπόλοιπες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας έχουν εφαρμογή από τη δημοσίευση του νόμου στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Αυτό σημαίνει ότι με την ολοκλήρωση της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, η οποία ξεκινά στις αρχές Αυγούστου και αναμένεται να ολοκληρωθεί περί τα τέλη Οκτωβρίου, θα κινηθεί μια διαδικασία που προβλέπει τα εξής στάδια:
- Με την ανακοίνωση του κεφαλαιακού ελλείμματος ο επόπτης καλείται με μια σειρά κριτήρια να αποφασίσει αν η τράπεζα πληροί την αρχή του going concern ή απαιτούνται μέτρα πρόωρης εξυγίανσης, ή πρέπει να υπαχθεί σε καθεστώς εξυγίανσης. Υπάρχει και η επιλογή του να κριθεί ότι πρέπει να τεθεί απευθείας σε εκκαθάριση, η οποία όμως χρησιμοποιείται σπάνια.
- Στην περίπτωση που οι τράπεζες δεν καταφέρουν να αντλήσουν τα απαραίτητα κεφάλαια από τους ιδιώτες επενδυτές και κριθεί ότι χρειάζονται μέτρα πρόωρης εξυγίανσης, ξεκινά η διαδικασία πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων. Αν μετά και τις πωλήσεις εμφανίζουν αρνητικά ίδια κεφάλαια, τότε ενεργοποιείται το bail in για τους ομολογιούχους (κατά σειρά προτεραιότητας πρώτα κουρεύονται οι κάτοχοι υβριδικών και μετά οι κάτοχοι τίτλων μειωμένης εξασφάλισης).
- Στην περίπτωση που η τράπεζα κριθεί εξαρχής ότι χρειάζεται να τεθεί σε καθεστώς εξυγίανσης τα υφιστάμενα εργαλεία ως την 31η Δεκεμβρίου προβλέπουν κούρεμα ομολογιούχων, όχι όμως ανασφάλιστων καταθέσεων. Δεν είναι απίθανο όμως να υπάρξουν συμπληρωματικές οδηγίες για το παραπάνω θέμα.
Θέμα από την ΕΚΤ για τις υπερεξουσίες του ΥΠΟΙΚ
Στην πρόσφατη γνωμοδότησή της για το νομοσχέδιο περί εξυγίανσης τραπεζών η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διατυπώνει ενστάσεις για διατάξεις του νομοσχεδίου οι οποίες δίνουν υπερεξουσίες στο υπουργείο Οικονομικών.
Ο νόμος που ψηφίσθηκε χθες από τη Βουλή προβλέπει ότι για την εξυγίανση των τραπεζών η ΤτΕ υποχρεούται πριν αποφασίσει να έχει τη σύμφωνη γνώμη του υπουργείου Οικονομικών.
Η διάταξη που προκαλεί τις ενστάσεις της ΕΚΤ προβλέπει ότι η Επιτροπή Εξυγίανσης της TτΕ υποχρεούται πριν λάβει αποφάσεις ως προς τη λήψη μέτρων εξυγίανσης να έχει τη σύμφωνη γνώμη του υπουργείου Οικονομικών σε ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων.
Πρόκειται για διάταξη που σύμφωνα με την ΕΚΤ υπερβαίνει το σκοπό και τους στόχους της κοινοτικής οδηγίας (BRRD), προκαλώντας υπέρβαση και σύγχυση εξουσιών. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η γνωμοδότηση της ΕΚΤ, υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί ότι το υπουργείο Οικονομικών λειτουργεί ως δεύτερη αρχή εξυγίανσης, παραλλήλως με την TτΕ.
Η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του ΥΠΟΙΚ έχει νόημα στις περιπτώσεις όπου από την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης προκύπτει άμεσος δημοσιονομικός αντίκτυπος ή κίνδυνος συστημικής ευστάθειας.
Η κυβέρνηση καλείται από την ΕΚΤ είτε να αυτοπεριορισθεί στο προαναφερόμενο πεδίο, είτε να προχωρήσει στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της υπηρεσιακής του μονάδας που θα είναι υπεύθυνη με βάση το σχετικό νόμο για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Σημειώνεται ότι από 1η.1.2016 οι αρμοδιότητες εξυγίανσης ή πρόωρης εξυγίανσης μεταβιβάζονται με βάση τον νόμο που ψηφίσθηκε χθες στο Συμβούλιο Εξυγίανσης (Single Resolution Board – SRB).
euro2day