Ο πρωθυπουργός άνοιξε το θέμα σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Star, λέγοντας
πως σε ουδέτερο χρόνο, από τον Σεπτέμβριο, ενδέχεται να τεθεί θέμα
υποχρεωτικότητας εμβολιασμού στους υγειονομικούς, όπως έχει γίνει ήδη
στην Ιταλία.«Πρέπει να
καταστήσουμε απόλυτα σαφές ότι δεν μπορείς να είσαι υγειονομικός, να
έχεις την ιερή αποστολή να φροντίζεις συμπολίτες μας, οι οποίοι είναι
άρρωστοι και εσύ ο ίδιος να μην προστατεύεσαι. Και με το να μην
προστατεύεσαι εσύ και να κινδυνεύεις, αλλά να κινδυνεύεις να διασπείρεις
και τον ιό μέσα στον χώρο που είσαι ταγμένος να παρέχεις υπηρεσίες
υγείας», είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Το θέμα απασχόλησε πριν από λίγες μέρες το Εργαστήριο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής
της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ. Σταθμίζοντας το νομικό και συνταγματικό
πλαίσιο, που προστατεύει αφενός το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και
αφετέρου την ανάγκη προστασίας της υγείας των άλλων, τα μέλη του
Εργαστηρίου κατέληξαν ομόφωνα στη γνώμη ότι μπορεί η
Πολιτεία, εκτάκτως και για όσο διαρκεί η πανδημία, να ορίσει ως
υποχρεωτικό τον εμβολιασμό των υγειονομικών, καθώς και την άμεση
απομάκρυνσή τους από τον χώρο εργασίας, χωρίς καμία οικονομική απαίτηση,
σε περίπτωση άρνησης.
Το νομικό πλαίσιο
Στην Ευρωπαϊκή
Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τη Βιοϊατρική, γνωστή ως
Σύμβαση του Οβιέδο, που κυρώθηκε με τον ν. 2619/1998, και στο άρθρο 5,
αναφέρεται ως κανόνας η κατοχύρωση της αυτονομίας του προσώπου και ο
σεβασμός της ακεραιότητάς του, γεγονός που σημαίνει ότι η φυσική
επέμβαση στο σώμα ενός προσώπου είναι επιτρεπτή μόνο με τη συναίνεσή του και μάλιστα μόνο μετά από πλήρη σχετική ενημέρωσή του.
Το ίδιο προκύπτει και από το άρθρο 2 του Συντάγματος,
που προστατεύει την αξία και την αξιοπρέπεια του προσώπου, αλλά και από
το άρθρο 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., από το οποίο
συνάγεται ότι η συναίνεση του ατόμου για μια ιατρική πράξη επάνω του
αποτελεί έκφραση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού του. Μάλιστα, κατά τη
Διεθνή Αμνηστία, κάθε επέμβαση στο σώμα του ανθρώπου χωρίς τη θέλησή
του αποτελεί βασανιστήριο. Άρα, η υποχρεωτικότητα με φυσικό εξαναγκασμό
είναι πράξη παράνομη.
Κατά συνέπεια, όπως επισημαίνουν οι νομικοί του ΑΠΘ, το ζήτημα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού στην ουσία αφορά τις συνέπειες της άρνησης εμβολιασμού.
Το ζήτημα αυτό δεν είναι άγνωστο, ούτε εμφανίζεται για πρώτη φορά
σήμερα, εφόσον ο νηπιακός εμβολιασμός, ως προϋπόθεση για την εγγραφή των
παιδιών στο σχολείο, έχει απασχολήσει επανειλημμένα την Πολιτεία, το
Υπουργείο Παιδείας, την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής (2015) και πρόσφατα το
Συμβούλιο της Επικρατείας, στην απόφαση 2387/2020.
Στην απόφαση
αυτή γίνεται δεκτό ότι η αξίωση του μη εμβολιασμού (για τα νήπια)
αντίκειται στην αρχή της ισότητας, επειδή κάποιος, αρνούμενος να
εμβολιαστεί και επικαλούμενος ότι δεν διατρέχει ατομικό κίνδυνο, έχει το
προνόμιο να διαβιώνει σε ένα ασφαλές περιβάλλον, που οφείλεται στο
γεγονός ότι άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του έχουν εμβολιαστεί. Με
αυτό τον τρόπο σταθμίζει το δικαστήριο, αφενός, το δικαίωμα
αυτοπροσδιορισμού και αφετέρου, την ανάγκη προστασίας της υγείας των
άλλων.
Και τούτο επειδή ο εμβολιασμός ως ιατρική πράξη συντείνει
ταυτόχρονα τόσο στην ατομική προστασία του εμβολιαζόμενου έναντι μιας
επιδημικής νόσου (ατομική υγεία) όσο και την προστασία της δημόσιας υγείας,
με τη δημιουργία της ανοσίας της κοινότητας, αλλά και τη μείωση της
πίεσης που δέχονται τα συστήματα παροχής υπηρεσιών υγείας. Εξάλλου, η
αρχή της ισότητας, κατά το ΣτΕ, επιβάλλει την ίση συμμετοχή όλων στην
κοινή προσπάθεια, εφόσον από αυτή επωφελούνται όλοι, όσοι εμβολιάστηκαν
αλλά και όσοι δεν εμβολιάστηκαν.
Η θέση του Εργαστηρίου Βιοηθικής
Το
θέμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού, ενόψει της πανδημίας της νόσου
Covid-19, προβλέπεται στο ν. 4675/2929 που ορίζει ρητά ότι: «Σε
περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που
ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται,
με απόφαση του υπουργού Υγείας μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ (Επιτροπή
Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας), υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, με
σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου». Επισημαίνεται πως με την
απόφαση αυτή θα ορίζεται η πληθυσμιακή ομάδα που θα αφορά ο υποχρεωτικός
εμβολιασμός, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας (έκτακτο
και προσωρινό μέτρο), το καθορισμένο εμβόλιο, καθώς και τυχόν
καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα.
Από
τη διάταξη αυτή συνάγεται με σαφήνεια, κατά την ομόφωνη άποψη των μελών
του Εργαστηρίου Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής της Νομικής
Σχολής του ΑΠΘ, ότι κατά τον παρόντα χρόνο και όσο διαρκεί η πανδημία
της Covid-19, το Υπουργείο Υγείας μπορεί να ορίσει ως υποχρεωτικό τον
εμβολιασμό όλων των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, καθώς και όλων όσοι στελεχώνουν δομές υγείας
(δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) ή δομές περίθαλψης ευπαθών ομάδων
(ηλικιωμένων, ατόμων με χρόνιες παθήσεις ή ατόμων με ειδικές ανάγκες),
ορίζοντας ταυτόχρονα ως άμεση συνέπεια της άρνησης εμβολιασμού τους, την
απομάκρυνσή τους από τον χώρο εργασίας τους χωρίς καμία οικονομική
απαίτηση.
Αντίστοιχα, η ύπαρξη πιστοποιητικού εμβολιασμού
μπορεί να οριστεί ως αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση του ιατρικού
λειτουργήματος ή για τον διορισμό σε θέση νοσηλευτικού προσωπικού ή
προσωπικού των πιο πάνω δομών. Και τούτο γιατί η δημόσια υγεία, που
υπηρετείται εν προκειμένω από τη συλλογική ανοσία και τη μείωση της
πίεσης στο σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας, αποτελεί ένα δημόσιο αγαθό
και η υποχρέωση εμβολιασμού των συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων
συνιστά καθήκον κοινωνικής αλληλεγγύης, κατά την έννοια του άρθρου 24,
παρ. 5 του Συντάγματος.
Για τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες, για
τις οποίες ο εμβολιασμός δεν θα έχει οριστεί ως υποχρεωτικός, η άρνηση
εμβολιασμού δεν μπορεί να αποτελεί κώλυμα πρόσληψης ή διορισμού, ούτε
αποτελεί νόμιμη βάση για τη με οποιονδήποτε τρόπο απομάκρυνση του
εργαζόμενου από την εργασία του (θέση σε αργία χωρίς αμοιβή) ή πολύ
περισσότερο για την απόλυσή του.