Οι τιμές των υπηρεσιών τόσο σταθερής όσο και κινητής συνδεσιμότητας παραμένουν υψηλές στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η εταιρεία συμβούλων inCITES Consulting για το Euro2day.gr.
Η πλευρά των εταιρειών, μέσω της Ενωσης Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας(ΕΕΚΤ), ξεκαθαρίζει πως «στην Ελλάδα, οι χρεώσεις στην κινητή τηλεφωνία, χωρίς τον υπολογισμό του ειδικού τέλους, κυμαίνονται στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και επισημαίνουν πως «από το 2012 έως το 2016, η σωρευτική μεταβολή στην τιμή της ομιλίας ανέρχεται σε -32,2% και στα δεδομένα σε -70,5%».
Τα στελέχη της αγοράς τηλεπικοινωνιών επισημαίνουν πως η μείωση των τιμών θα συμβάλει στον περιορισμό του ψηφιακού χάσματος που χωρίζει πλέον την Ελλάδα από την υπόλοιπη Ευρώπη. Όμως, για να μειωθούν οι χρεώσεις απαιτούνται πρωτοβουλίες όπως η μείωση της φορολόγησης χρήσης υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας, η μείωση των τιμών του φάσματος αλλά και η ενίσχυση του διαμοιρασμού δικτυακών πόρων και των κοινών επενδύσεων μεταξύ των εταιρειών του κλάδου.
Η αύξηση της χρήσης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, και μέσω μείωσης τιμών, θεωρείται προϋπόθεση ώστε να προχωρήσει τόσο η ανάπτυξη νέων εξελιγμένων εφαρμογών όσο και η υλοποίηση μιας σειράς επενδύσεων σε δίκτυα επόμενης γενιάς.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων Prognosis της inCITES Consulting, στο τέλος του 2016 η Ελλάδα βρισκόταν στη 15η θέση μεταξύ 20 χωρών της Δυτικής Ευρώπης στην υιοθέτηση υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, 12η στην υιοθέτηση σταθερού Internet. Αν και τα δεδομένα του 2017 δεν είναι ακόμα διαθέσιμα, δεν αναμένεται ότι η κατάταξη της Ελλάδας θα αλλάξει δραματικά. Στην εταιρεία συμβούλων πιστεύουν πως «ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στην υιοθέτηση των νέων υπηρεσιών είναι οι υψηλές τιμές αυτών».
Στη σταθερή τηλεφωνία, σύμφωνα με στοιχεία Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι τιμές των υπηρεσιών σταθερής πρόσβασης στο Διαδίκτυο αλλά και πακέτων double και triple-play στην Ελλάδα (22,3 €, 24,4 € και 38,1 € αντίστοιχα) είναι χαμηλότερες από αυτές του μέσου όρου της EU28 (24,6 €, 34,1 € και 43,7 € αντίστοιχα) για ταχύτητες πρόσβασης από 12-30Mbps ενώ είναι ακριβότερη για ταχύτητες από 30-100 Mbps.
Αναλυτικότερα, η Ελλάδα είναι η 10η πιο φτηνή χώρα στην EE28 στο σταθερό Internet (33,4 € έναντι 27,2 €), 5η στην αγορά double play (44,8 € έναντι 38,8 €) και 14η στην αγορά triple play (60,9 € έναντι 43,5 €). Για την καλύτερη κατανόηση των γραφημάτων επισημαίνεται πως «οι τιμές PPP είναι οι τιμές των υπηρεσιών σε εθνικό επίπεδο που έχουν προσαρμοστεί έτσι ώστε να επιτρέπουν τη σύγκριση αυτών με άλλες χώρες. Οι τιμές PPP ουσιαστικά λαμβάνουν υπόψη τα διαφορετικά επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών (δηλαδή το διαφορετικό ποσοστό πληθωρισμού), ώστε η δύναμη της μονάδας χρήματος να είναι η ίδια σε όλες τις χώρες.
Όμως στις αγορές πακέτων κινητής τηλεφωνίας, Ιnternet on-the-go για laptop και Ιnternet on-the-go για tablet, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 5η θέση με τις ακριβότερες υπηρεσίες ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ28 και στις τρεις αγορές. Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει, συγκεκριμένα, πως οι τιμές κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα είναι συγκρίσιμες με αυτές του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ28 για τα μικρότερα πακέτα (σε όρους ομιλίας, SMS και δεδομένα), ενώ τα μεγαλύτερα πακέτα είναι έως και τρεις φορές πιο ακριβά.
Ταυτόχρονα στην αγορά πακέτων Ιnternet on-the-go για laptops και tablets, η Ελλάδα είναι πιο ακριβή από τον μέσο ορό της EU28 για όλα τα πακέτα, με μικρότερη όμως διαφορά σε σχέση με αυτή που παρατηρήθηκε στις υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας.
Γιατί είναι υψηλές οι χρεώσεις στην κινητή;
Η σύγκριση τιμών δείχνει πως οι υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας και πρόσβασης στο Διαδίκτυο στην Ελλάδα είναι αρκετά πιο ακριβές σε σχέση με τον μέσο ορό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι απόψεις για τις αιτίες των υψηλών χρεώσεων διαφέρουν. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Ξυδιά, σύμβουλο της inCITES Consulting, οι κυριότεροι λόγοι για την ύπαρξη υψηλών τιμών στις υπηρεσίες κινητής συνδεσιμότητας είναι τα υψηλά τέλη συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας και η ύπαρξη ολιγοπωλίου στην αγορά. Όπως εξηγεί ο κ. Ξυδιάς, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνίων (ITU), η Ελλάδα είχε την 4η υψηλότερη φορολογία κινητής τηλεφωνίας ανάμεσα σε 184 χώρες το 2015, ποσοστό το οποίο φτάνει το 37,5% της τελικής τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής, ανάλογα με το ύψος του λογαριασμού του συνδρομητή.
Ο ίδιος υποστηρίζει πως η αγορά κινητής συνδεσιμότητας στην Ελλάδα συνιστά ένα ολιγοπώλιο αφού έχει μόνο τρεις κύριους πάροχους σε όρους μεριδίων αγοράς. «Σε ένα ολιγοπώλιο, οι εταιρίες έχουν μικρά οφέλη από το να ακολουθήσουν μια πολύ επιθετική τιμολογιακή πολιτική για να κερδίσουν μερίδιο αγοράς έναντι των ανταγωνιστών τους, μιας και κάτι τέτοιο θα έβλαπτε την κερδοφορία των ιδίων αλλά και ολόκληρου του κλάδου. Έτσι, οι ανταγωνιστές σε ένα ολιγοπώλιο προσπαθούν να κερδίσουν μερίδιο αγοράς προωθώντας τον ανταγωνισμό σε άλλα επίπεδα,πλην εκείνου των τιμών (non-price competition), χρησιμοποιώντας άλλους παράγοντες (όπως πληθυσμιακή κάλυψη, ταχύτητα Internet) ως τη βάση για το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα. Κάποιο τέτοιο σενάριο είναι πολύ πιθανόν να ισχύει και στην ελληνική αγορά, μιας και χαρακτηρίζεται από μικρό αριθμό παικτών, έχει υψηλά εμπόδια εισόδου νέων παικτών και η διαφοροποίηση μεταξύ των προσφερόμενων υπηρεσιών από διάφορους παρόχους είναι σχετικά μικρή».
Οι αναλυτές της inCITES επισημαίνουν, όμως, πως «ένα ολιγοπωλιακό καθεστώς, αν και συχνά ενέχει κινδύνους όπως οι συμφωνίες τιμών κ.α., δεν είναι απαραιτήτως αρνητικό σε έναν κλάδο όπως οι τηλεπικοινωνίες, που βασίζεται σημαντικά στις επενδύσεις. Μεγαλύτερη συγκέντρωση στην αγορά επιφέρει υψηλότερα κίνητρα για επενδύσεις, μιας και οι πάροχοι θα έχουν υψηλότερες αποδόσεις από τις επενδύσεις τους, αφού και ο ανταγωνισμός είναι χαμηλότερος».
Ο Γενικός Διευθυντής της ΕΕΚΤ Γιώργος Στεφανόπουλος, στον οποίο έστειλε τα στοιχεία της έρευνας το Euro2day.gr, υποστηρίζει σε δήλωσή του πως «η εκπόνηση νέων μελετών που αφορούν τον Κλάδο των Τηλεπικοινωνιών είναι σε κάθε περίπτωση πολύ χρήσιμη, αρκεί η έγκριτη μεθοδολογία να είναι κοινός παρονομαστής όλων των συμπερασμάτων που παράγονται και αυτά να μπορούν να μετατρέπονται σε μετρήσιμους και ρεαλιστικούς στόχους, ιδιαίτερα όταν αφορούν τη σύγκριση της Ελλάδας με άλλες χώρες της Ε.Ε.».
Κατά τον κ. Στεφανόπουλο, «όσον αφορά το θέμα των τιμών στην Ελλάδα και πώς αυτές τελικά διαμορφώνονται όταν προσφέρονται στον καταναλωτή, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε τα ακόλουθα:
α) Μέχρι σήμερα, σε καμία μελέτη δεν λαμβάνεται υπόψη η πραγματική τιμή που προσφέρεται στον καταναλωτή, μετά από συνδυασμό πακέτων, εκπτώσεων ή προσφορών, η οποία τελικά φτάνει να είναι με σημαντική έκπτωση σε σχέση με την ονομαστική τιμή των πακέτων που αναγράφονται στα site των εταιρειών. Το αποτέλεσμα αυτής της μελετητικής προσέγγισης είναι να κατατάσσεται λάθος η Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες.
β) Η πολύ υψηλή έμμεση φορολογία που έχει η Ελλάδα (ειδικό τέλος και υψηλό ΦΠΑ) ανεβάζει τον τελικό λογαριασμό και αποτελεί σημαντικό αντικίνητρο στη χρήση κινητών υπηρεσιών.
γ) Στις τιμές προ φόρων, οι κινητές επικοινωνίες μειώνουν σταθερά τις χρεώσεις τους εδώ και αρκετά χρόνια, απορροφώντας μέρος της στρέβλωσης που δημιουργεί η έμμεση φορολογία».
Το τεράστιο φορολογικό βάρος στην κινητή τηλεφωνία
Οι διοικήσεις των εταιρειών τηλεπικοινωνιών υποστηρίζουν εδώ και χρόνια πως βασικός παράγοντας για την καθυστέρηση της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και υπηρεσιών από τους καταναλωτές είναι το υπερβολικό φορολογικό βάρος (ΦΠΑ + Ειδικό Τέλος) στις κινητές επικοινωνίες, που είναι ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ-28. Η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες στις οποίες επιβάλλεται ειδικός φόρος σε όλους τους χρήστες κινητής τηλεφωνίας (συμβόλαια και καρτοκινητή). Tο καθεστώς φορολόγησης αυτό συντελεί σημαντικά στη διατήρηση των συνολικών (τελικών) τιμών που πληρώνουν οι καταναλωτές σε υψηλά επίπεδα συγκριτικά με την ΕΕ και, επομένως, συμβάλλει στη μείωση της υιοθέτησης και χρήσης νέων υπηρεσιών.
Επίσης, συντελεί ώστε να ακυρώνεται μέρος των θετικών επιδράσεων της μείωσης των τιμών κινητής τηλεφωνίας.
• Το ειδικό τέλος συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας, το οποίο μετά την τελευταία αύξησή του τον Αύγουστο 2009 κυμαίνεται από 12% έως 20% του ύψους του λογαριασμού.
• Πάνω στο ειδικό τέλος επιβάλλεται ΦΠΑ, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα το τελικό ποσοστό του ΦΠΑ στα έσοδα του κλάδου να κυμαίνεται από 25,8% έως 27,6%.
Το τελικό φορολογικό βάρος αγγίζει το 39-49% (ΦΠΑ 24% και ειδικό τέλος 12%-20%) και αποτελεί ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ-28, με διαφορά 14% έως 22% υψηλότερο φόρο από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
Παρά την υψηλή φορολογία, τα έσοδα του δημοσίου από το τέλος κινητής μειώνονται αντί να αυξάνονται. Με βάση στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα έσοδα από το ειδικό τέλος κινητής τηλεφωνίας ανήλθαν το 2016 στα 187,7 εκατ. ευρώ σημειώνοντας πτώση κατά -10,7% από το 2015, ακολουθώντας τη μείωση των εσόδων.
Σημειώνεται ότι, με βάση στοιχεία των παρόχων, τα έσοδα του δημοσίου από το ειδικό τέλος ανήλθαν σε 203 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά -2,4% από το 2015. Το α’ 5μηνο του 2017 τα δημόσια έσοδα από το ειδικό τέλος είναι περαιτέρω μειωμένα κατά 0,7% από το ίδιο διάστημα του 2016.
Στην ΕΕΚΤ επισημαίνουν πως παρά την πολυετή κρίση και τη μεγάλη οικονομική επιβάρυνση, στην Ελλάδα τα τελευταία έτη σημειώνεται αύξηση των επενδύσεων, οι οποίες ξεπέρασαν τα 351 εκατ. ευρώ το 2016, καθώς συνεχίζεται η γεωγραφική και πληθυσμιακή επέκταση των δικτύων 4G. Από την αρχή της οικονομικής κρίσης έως το 2016, ο κλάδος έχει επενδύσει 3,17 δισ. ευρώ, ενώ την επόμενη διετία έχουν ανακοινώσει επενδύσεις περισσότερες του 1,5 δισ. ευρώ.
Πώς μπορούν να γίνουν πιο φτηνές οι υπηρεσίες κινητής συνδεσιμότητας
Καθώς φαίνεται να υπάρχει μια σχέση μεταξύ τιμής και ζήτησης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, θαρραλέες ενέργειες απαιτούνται, κυρίως από πλευράς του κράτους, ώστε να ενισχυθεί η υιοθέτησή τους, σύμφωνα με τα στελέχη της αγοράς.
Ο τομέας των τηλεπικοινωνίων, κυρίως λόγω της σημαντικότητας των υπηρεσιών που προσφέρει στους καταναλωτές, αποτελεί μέσο για εύκολη και γρήγορη συλλογή φόρων για κάθε κράτος. Έχοντας από τα υψηλότερα ποσοστά φορολόγησης υπηρεσιών τηλεπικοινωνίων στον κόσμο στην Ελλάδα, το κράτος έχει καταφέρει να αυξήσει τα έσοδά του, με τίμημα όμως την αρνητική επίδραση στα έσοδα και στις επενδύσεις των παρόχων όπως και τη συνολική ανταγωνιστικότητα του κλάδου.
Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας inCITES Consulting, Δρ. Ιωάννης Νεοκοσμίδης, εξηγεί πως η μείωση της φορολόγησης του κλάδου εκτός του ότι θα οδηγήσει σε αύξηση της υιοθέτησης των υπηρεσιών, θα έχει και σημαντικά πλεονεκτήματα τόσο για τους παρόχους τηλεπικοινωνίας όσο και για το κράτος το ίδιο καθώς τα έσοδα από φόρους θα αντικατασταθούν από αλλά έμμεσα έσοδα (π.χ. εισφορές κοινωνικής ασφάλισης από νέες θέσεις εργασίας).
Επίσης, συνεχίζει ο κ. Νεοκοσμίδης, η μείωση της τιμής απόκτησης φάσματος αλλά και η πιθανή δωρεάν εκχώρησης φάσματος σε νέες εταιρίες που θέλουν να δραστηριοποιηθούν σε τοπικές αγορές στον τομέα τηλεπικοινωνιών, θα μείωνε τις τιμές των υπηρεσιών είτε άμεσα είτε έμμεσα, λόγω αυξημένου ανταγωνισμού ως αποτέλεσμα μείωσης των εμποδίων εισόδου νέων παικτών στην αγορά.
Τέλος, ένας σημαντικός λόγος για τις υψηλές τιμές των υπηρεσιών είναι το υψηλό κόστος ανάπτυξης των απαιτούμενων υποδομών. Ενέργειες προς την κατεύθυνση μείωσης του κόστους των δικτύων είναι ο διαμοιρασμός πόρων και οι από κοινού επενδύσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη χώρα μας έχουν γίνει κάποια πρώτα βήματα ως προς τον διαμοιρασμό (βλέπε Vodafone-Wind) ενώ οι από κοινού επενδύσεις παραμένουν ακόμα σε θεωρητική βάση, αν και προβλέπονται τόσο από την Ε.Ε. όσο και από το Στρατηγικό Σχέδιο Ευρυζωνικότητας της χώρας μας.
euro2day