Πολιτική αντιπαράθεση της κυβέρνησης με όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης προκάλεσε το νομοσχέδιο για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες που συζητήθηκε χθες στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής.
Στο θέμα έχει εμπλακεί και η Κομισιόν καθώς στις 25 Σεπτεμβρίου του 2015, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απέστειλε στην Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες, επιστολή με την οποία ζητούσε από τις Ελληνικές Αρχές διευκρινίσεις για καταγγελία ιδιώτη προς την Επιτροπή. Στις Ελληνικές Αρχές και συγκεκριμένα στην ΚΕΜΚΕ (Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων) του Υπουργείου Οικονομικών όπου έφθασε η επιστολή δεν ανακοινώθηκε η ταυτότητα του καταγγέλλοντος ιδιώτη. Σύμφωνα με την καταγγελία το Ελληνικό Κράτος παρέχει παράνομη κρατική ενίσχυση στον τομέα της επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης (DTT). Χθες ο υπ. Επικρατείας δεσμεύτηκε στη Βουλή να κοινοποιήσει την επιστολή της Επιτροπής στις κοινοβουλευτικές ομάδες.
Επίσης, κατά τη χθεσινή συζήτηση και ενώ ο αρμόδιος υπουργός Νίκος Παππάς εμφανίστηκε να επιδιώκει ευρύτερη συναίνεση του πολιτικού κόσμου και ότι είναι ανοικτός σε βελτιώσεις της τελευταίας στιγμής, ο επικεφαλής του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης με δήλωσή του αλλά και ο εκπρόσωπος της ΝΔ Λευτέρης Αυγενάκης κατά την συζήτηση του νομοσχεδίου στην Επιτροπή του απέδωσαν τον τίτλο του “υπουργού καναλάρχη”, λόγω των υπερεξουσιών που αναθέτει στον εαυτό του για την ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου.
Στην συζήτηση ο κ. Παππάς αναγνώρισε ότι το νομοσχέδιο του δίνει την δυνατότητα να καθορίσει τον αριθμό των τηλεοπτικών αδειών και την τιμή εκκίνησης του διαγωνισμού για την χορήγησή τους.
Κοινή είναι δε η πεποίθηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης ότι η κυβέρνηση με την διαδικασία του επείγοντος που επέλεξε ενώ το νομοσχέδιο δεν είναι στα προαπαιτούμενα, επιδιώκει κατ αρχήν έναν επικοινωνιακό αντιπερισπασμό εν μέσω αρνητικών ειδήσεων από τα φορολογικά μέτρα, ενώ απώτερος στόχος της με το νομοσχέδιο είναι να διαμορφώσει ένα φιλικό τοπίο στην Ενημέρωση, ελέγχοντας ασφυκτικά το τοπίο των ραδιοτηλεοπτικών μέσων. Μάλιστα ο εκπρόσωπος της ΝΔ Λευτέρης Αυγενάκης καταλόγισε στο Μέγαρο Μαξίμου παρασκηνιακές διεργασίες και ότι έχει υποσχεθεί παντού άδειες: «η αγορά βοά κι εσείς παριστάνετε τις αθώες περιστερές» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αντιπαράθεση για το επείγον της διαδικασίας
Οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων αλλά και ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Στάθης Παναγούλης εξέφρασαν την διαμαρτυρία τους για την διαδικασία του επείγοντος που επέλεξε η κυβέρνηση.
Ο κ. Αυγενάκης από τη ΝΔ επισήμανε ότι από τον Ιανουάριο δεν έχει ψηφιστεί ούτε ένα νομοσχέδιο με κανονική διαδικασία. Ο Θεόδωρος Παπαθεοδώρου από το ΠΑΣΟΚ επισήμανε ότι «δεν υπάρχει λόγος να πάμε γρήγορα για ένα τέτοιο ζήτημα ποιότητας της λειτουργίας της Δημοκρατίας». Ο Ιωάννης Γκιόκας από το ΚΚΕ κάλεσε την κυβέρνηση «να εξηγήσει για ποιό λόγο αυτό το νομοσχέδιο πάει με διαδικασία υπερεπείγοντος», ενώ από το Ποτάμι ο Γιώργος Αμυράς, ανέφερε ότι από το νομοσχέδιο απουσιάζουν οι διατάξεις για το ραδιόφωνο. Εκ μέρους της Ένωσης Κεντρώων ο Γιώργος Καρράς τόνισε ότι δεν επαρκεί ο χρόνος και δεν μπορεί να υπάρχει σε τόσο λίγο χρόνο ουσιαστικός διάλογος.
Αλλά και ο κ. Παναγούλης από τον ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισε την επείγουσα διαδικασία απαράδεκτη γι’ αυτό και αποχώρησε. Εκ μέρους της πλειοψηφίας ο κ. Φάμελος, απέδωσε τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης σε προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων και υποστήριξε ότι «εδώ και οκτώ μήνες συζητείται το νομοσχέδιο αυτό».
Ο αρμόδιος υπουργός κ. Παππάς παίρνοντας τον λόγο είπε ότι η κυβέρνηση επιδιώκει και αναλυτικό διάλογο και ευρύτερες συναινέσεις και υποστήριξε ότι το επίμαχο νομοσχέδιο είναι σε διαβούλευση εδώ και τρεις μήνες.
Νέα διαπλοκή
Τόσο η αξιωματική αντιπολίτευση όσο και τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης συμφωνούν ότι το νομοσχέδιο δεν επιλύει τα χρονίζοντα προβλήματα αλλά τα επιδεινώνει, θέτει εξωπραγματικές προϋποθέσεις και διάτρητες διαδικασίες αδειοδότησης, ενώ προικίζει με υπερβολικές αρμοδιότητες τον υπουργό καθιστώντας τον “υπουργό καναλάρχη”.
Οι εκπρόσωποι των κομμάτων επισήμαναν ότι δεν έχει ξεκαθαριστεί ο αριθμός των τηλεοπτικών αδειών, η τιμή εκκίνησης του πλειοδοτικού διαγωνισμού για την χορήγηση, ο περιορισμένος γνωμοδοτικός ρόλος του ΕΣΡ το οποίο ακόμη δεν έχει ανανεωθεί. Ο κ. Αυγενάκης χαρακτήρισε «διάτρητο» το νομοσχέδιο και υποστήριξε ότι εγείρει σημαντικά νομικά ζητήματα για τα οποία «θα καταπέσει μετά από λίγο χρόνο». Είπε ακόμη ότι το νομοσχέδιο αυτό αφορά την αναλογική εποχή και όχι την ψηφιακή στην οποία έχουμε μπει και έτσι «δίνει την εντύπωση ότι είναι παρωχημένο». Ερωτηματικά για τον τρόπο χορήγησης των αδειών έθεσε και ο κ. Παπαθεοδώρου: “Ο υπουργός γίνεται ο παναρμόδιος τηλεοπτικός χωροτάκτης του τοπίου. Το θέλετε πραγματικά αυτό;» ρώτησε τον κ. Παππά και πρόσθεσε ότι «το νομοσχέδιο δίνει υπεραρμοδιότητα στον υπουργό ανάλογα με τις πολιτικές πεποιθήσεις και την κυβερνητική προοπτική να λύνει και να δένει στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο προσδιορίζοντας τον κλειστό αριθμό των αδειών».
Ο κ. Γκιόκας του ΚΚΕ υποστήριξε ότι η κυβέρνηση επείγεται γιατί επιδιώκει έναν επικοινωνιακό αντιπερισπασμό και ότι σε μια περίοδο που τα βάρβαρα μέτρα έρχονται το ένα μετά το άλλο ο πρωθυπουργός παρουσιάζει ως δήθεν ισοδύναμο το νομοσχέδιο για άδειες καθώς επίσης ότι «θέλει μέσω της διαδικασίας αδειοδοτήσεων να προκύψει ένα ακόμα πιο φιλικό επιχειρηματικό μπλοκ στον τομέα της ενημέρωσης». «Ουσιαστικά επιδιώκει αυτούς του στόχους και αφήστε την καραμέλα ότι τα βάζετε με την ολιγαρχία. Η προσφορά σας στην ολιγαρχία είναι τεράστια και ανεκτίμητη», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Αμυράς τόνισε από την πλευρά του ότι το νομοσχέδιο «είναι κατώτερο των περιστάσεων» και ότι είναι πρόχειρο αλλά και ημιτελές καθώς δεν περιλαμβάνει κάτι για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Από την Χ.Α. ο Ι. Λαγός τόνισε ότι το ζήτημα είναι «αν με το παρόν νομοσχέδιο θα ξεκαθαρίσει το τοπίο των τηλεοπτικών συχνοτήτων ή η κυβέρνηση θα αντικαταστήσει τους νυν "νταβατζήδες" με κάποιους άλλους».
Ο υπουργός Επικρατείας κάλεσε την αντιπολίτευση να ξεκαθαρίσει αν ζητά την απόσυρση του νομοσχεδίου. Αρνήθηκε φυσικά ότι η κυβέρνηση αναζητά πολιτική στήριξη από τα ΜΜΕ και υποστήριξε ότι «κανείς δεν εμπόδιζε τις προηγούμενες κυβερνήσεις να επιβάλλουν τους φόρους και τα τέλη συχνοτήτων». Για μια ακόμη φορά προσπάθησε να αντιπαρέλθει την κριτική της αντιπολίτευσης προβάλλοντας ότι πρέπει να σπάσει το τρίγωνο της διαπλοκής ανάμεσα στα Media, τις τράπεζες και το πολιτικό σύστημα.
Η συζήτηση επί του νομοσχεδίου θα συνεχιστεί σήμερα με την ακρόαση φορέων και ακολούθως με την κατ’ άρθρον συζήτηση και ψήφιση προκειμένου να εισαχθεί αύριο στην Ολομέλεια της Βουλής.
Έντονη αντίδραση από ΕΣΡ
Κι όλα αυτά ενώ το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, με ανακοίνωση που εξέδωσε χθες, εξέφρασε την δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η κυβέρνηση ουδέποτε κάλεσε επισήμως το ΕΣΡ να γνωμοδοτήσει ή να εκφράσει τις παρατηρήσεις του για τη σύνταξη του νομοσχεδίου για τις αδειοδοτήσεις των τηλεοπτικών καναλιών εξέφρασαν τα μέλη του Συμβουλίου.
«Δεν κληθήκαμε ποτέ επισήμως σε διαβούλευση», ανέφερε η αντιπρόεδρος του Συμβουλίου, Λίνα Αλεξίου, σημειώνοντας πως το Συμβούλιο είχε στείλει στις 16 Σεπτεμβρίου μια επιστολή στην οποία εξέθεταν δύο βασικές παρατηρήσεις.
«Η μία αφορούσε το ότι δεν είχε γίνει μελέτη για τη σύσταση του νομοσχεδίου σε σχέση με το τηλεοπτικό φάσμα, αλλά και γενικότερα τη βιωσιμότητα των τηλεοπτικών σταθμών. Η άλλη αφορούσε στο γεγονός ότι το νομοσχέδιο δεν προέβλεπε την εναρμόνιση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Δεν είχε δηλαδή λάβει υπόψη τις οδηγίες και της συστάσεις της ΕΕ, η εφαρμογή των οποίων έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα για την χώρα μας», τόνισε, προσθέτοντας: «Χθες μάθαμε ότι το νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή. Σήμερα στείλαμε κείμενο με τις πλήρεις παρατηρήσεις μας» τόνισε και πρόσθεσε ότι το νομοσχέδιο "δεν βλέπει προς τα εμπρός, ιδίως σε τεχνολογικό επίπεδο, αλλά προς τα πίσω"».
«Το νομοσχέδιο ρυθμίζει μόνο την αδειοδότηση παρόχων γραμμικών οπτικο-ακουστικών υπηρεσιών, επαναλαμβάνοντας σε μεγάλο βαθμό διατάξεις που ρύθμιζαν την αναλογική τηλεόραση και το ραδιόφωνο, πολλές από τις οποίες ανάγονται στο 1995», σημειώνεται στο κείμενο με τις παρατηρήσεις που έστειλε το ΕΣΡ στην κυβέρνηση.
«Η έλλειψη οιασδήποτε μελέτης τόσο από την πλευρά του κράτους, όσο και των παρόχων επιτείνει ακόμα περισσότερο το πρόβλημα μη επιτρέποντας στον νομοθέτη να έχει εικόνα των αλλαγών που έχουν ήδη επέλθει στην αγορά», τονίζεται.
Όπως σημειώνουν τα μέλη του Συμβουλίου «ο λεπτομερής προσδιορισμός των αδειών ανά είδος προγράμματος δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό και περιορίζει την ελευθερία των παρόχων να προσαρμόζονται στις ανάγκες της αγοράς».
Η κυρία Αλεξίου υποστήριξε ακόμη ότι «το νομοσχέδιο δεν περιέχει διατάξεις που να ρυθμίζουν τη λειτουργία των εταιριών ΜΜΕ μετά την αδειοδότηση, καθώς και τις ελεγκτικές αρμοδιότητες του ΕΣΡ σε σχέση με αυτή».
«Θεωρούμε μη αναγκαίο τον προσδιορισμό των αδειών που θα χορηγηθούν κατά είδος προγράμματος, πέραν ενδεχομένως των δύο βασικών κατηγοριών (ενημερωτικό-μη ενημερωτικό) δεδομένου ότι ο προσδιορισμός αυτός δημιουργεί αδυναμία προσαρμογής στις ανάγκες της αγοράς. Τέτοια διάκριση δεν φαίνεται να υπάρχει σε κανένα άλλο κράτος της ΕΕ», προστίθεται.
Επίσης τα μέλη του Συμβουλίου εξέφρασαν την αντίθεσή τους με τα άρθρα του νομοσχεδίου που επιβάλλουν ελάχιστο αριθμό εργαζόμενων στα κανάλια λέγοντας ότι κάτι τέτοιο αποτελεί παρέμβαση και στρέβλωση της ελεύθερης αγοράς.
Τέλος, η κυρία Αλεξίου τόνισε ότι στο ΕΣΡ δεν υπάρχει ικανοποιητική στελέχωση «για το φάσμα του έργου που έχουμε να επιτελέσουμε» και σημείωσε ότι η σύνθεση του Συμβουλίου πρέπει να συμπληρωθεί.
«Δυσκολευόμαστε πολύ να λειτουργήσουμε με μόνο τέσσερα μέλη», ανέφερε και πρόσθεσε ότι νομικά μπορεί πιθανόν να αδειοδοτήσει, αλλά θεσμικά αυτό θα σήμαινε ότι φθίνει το κύρος της Ανεξάρτητης Αρχής.
protothema