Νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους προκειμένου να υποχωρήσει σε βιώσιμα επίπεδα προκρίνουν αξιωματούχοι του ΔΝΤ και Ευρωπαίοι εμπειρογνώμονες. Ωστόσο, το θέμα εγείρεται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή όχι με αφορμή την Ελλάδα, αλλά υπό το βάρος των εξελίξεων σε Ισπανία και Ιταλία.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μεγάλο προβλήματα δημοσίου και ιδιωτικού χρέους και ανάπτυξης, που δεν έχουν καμία σχέση με το ελληνικό πρόβλημα. Αγκυλώσεις που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του PSI και έχουν να κάνουν με την εξαίρεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωζώνης από το κούρεμα έχουν αδρανοποιήσει συγκεκριμένα χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΚΤ με αποτέλεσμα αυτή να μην μπορεί να παρέμβει δυναμικά για τη σταθεροποίηση των αγορών ομολόγων σε Ισπανία και Ιταλία.
Ειδικότερα, η ΕΚΤ παρουσιάζεται απρόθυμη να επαναφέρει σε λειτουργία το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων (Securities Markets Programme - SMP) ώστε να περιορίσει τις ανησυχίες των επενδυτών. Μέσω του προγράμματος SMP η ΕΚΤ έχει αγοράσει κρατικό χρέος 212 δισ. ευρώ περίπου, ωστόσο τους τελευταίους μήνες και ειδικά μετά τη αύξηση του κόστους δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας σε υψηλά επίπεδα έχει σταματήσει τις αγορές, υπό το φόβο ότι οι χώρες θα προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση χρέους.
Σε έκθεση του ΔΝΤ για την Ευρωζώνη αναφέρεται πως η αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας με το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων επηρεάζει ακόμη και σήμερα τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθιστώντας την επιφυλακτική στο να ενεργοποιήσει ξανά το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων (SMP), ώστε αφενός να μην έλθει αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο αναπόφευκτων απωλειών από τις αγορές κρατικού χρέους, οι οποίες θα μπορούσαν να επιδράσουν αρνητικά στην λειτουργία της, αλλά και να μην αποθαρρύνει τους επενδυτές να αγοράζουν κρατικό χρέος.
Σημειώνεται πως κατά τη συμφωνία του Φεβρουάριου 2012 για το PSI οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης σε συμφωνία με το Eurogroup αποφάσισαν ότι το ευρωσύστημα δεν επιθυμεί να αποκομίσει κέρδη από τις συναλλαγές με την Ελλάδα και πως όταν διανεμηθούν τα κέρδη των προηγουμένων ετών, κάθε κυβέρνηση θα αποφασίσει ποίο μερίδιο θα διαθέσει για την Ελλάδα.
Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν οι Κεντρικές Τράπεζες να εμπλακούν στο ελληνικό πρόγραμμα καθώς το καταστατικό της ΕΚΤ απαγορεύει την άμεση παροχή οικονομικής στήριξης σε κράτη.
Την ίδια περίοδο είχε ολοκληρωθεί με άκρα μυστικότητα η ανταλλαγή των παλαιών ελληνικών ομολόγων που είχε αποκτήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσω του Προγράμματος Αγοράς Κινητών Αξιών. Τα ομόλογα αυτά, που εξαρχής αγοράστηκαν με σκοπό τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας και της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αντηλλάγησαν με νέα ομόλογα στην ονομαστική αξία των παλαιών και όχι στην τιμή κτήσης.
Με τον τρόπο αυτό η ΕΚΤ απέκτησε υψηλότερη προτεραιότητα (seniority) έναντι των άλλων επενδυτών στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Σήμερα εκτιμάται πως η ΕΚΤ κατέχει ελληνικά ομόλογα ονομαστικής αξίας 52 δισ. ευρώ τα οποία έμειναν ακούρευτα κατά το PSI.
Αυτή είναι και η πηγή του προβλήματος για Ισπανία και Ιταλία, η οποία εγείρει τη συζήτηση για νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με συμμετοχή του επίσημου τομέα (Official Sector Ιnvolvement). Δηλαδή η προτεραιότητα της ΕΚΤ έναντι όλων των άλλων ομολογιούχων προκαλεί ανησυχίες στους επενδυτές ότι θα μπορούσε να ισχύσει και σε αναδιάρθρωση του ισπανικού ή ιταλικού χρέους.
Πιο απλά όσο περισσότερο κρατικό χρέος κατέχει η ΕΚΤ, και όσο διατηρεί το καθεστώς προτεραιότητας (seniority) τόσο μεγαλύτερες καθίστανται και οι δυνητικές ζημιές για τους ιδιώτες πιστωτές.
Αυτό το «κοκτέιλ» ουσιαστικά απαξιώνει τα ισπανικά και ιταλικά ομόλογα και οδηγεί αποδόσεις και spread στα ύψη. Το παράδοξο είναι ότι και η ΕΚΤ και οι κοινοί επενδυτές για ξεχωριστούς λόγους δεν εμπιστεύονται τα κρατικά ομόλογα των δύο εκ των μεγαλυτέρων οικονομιών της Ευρωζώνης οδηγώντας σε οικονομική ασφυξία τις χώρες, αλλά και σε απαξίωση δύο οικονομίες με κατά βάση υγιή θεμελιώδη.
Οι εξελίξεις αυτές αποκαλύπτουν τα λάθη που έγιναν κατά την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (PSI) και ειδικότερα το πώς συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές στρέβλωσαν τη λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς ομολόγων πλήττοντας την επενδυτικό εμπιστοσύνη και το προφίλ μεγάλων οικονομικών.
Για να αναστραφεί λοιπόν η κατάσταση αυτή η ΕΚΤ, αλλά και τα κράτη της Ευρωζώνης, δέχονται πιέσεις να δεχθούν απώλειες από τις επενδύσεις τους σε ελληνικά ομόλογα.
Υπενθυμίζεται πως τον Μάρτιο το δημόσιο χρέος της Ελλάδος αναδιαρθρώθηκε δραστικά, με απομάκρυνση των λήξεων των χρεών προς τον ιδιωτικό τομέα για μετά το 2025, με μείωση της ονομαστικής τους αξίας κατά 100 δισ. ευρώ και με σημαντική μείωση του επιτοκίου που πληρώνει η Ελλάδα για το χρέος αυτό.
Η αναδιάταξη του βάρους του ελληνικού χρέους συντελέστηκε με τη χρηματοδοτική συμβολή της ζώνης του ευρώ, του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και του ΔΝΤ, που παρέχουν στην Ελλάδα χρηματοδοτική ενίσχυση ύψους 240 δισ. ευρώ αντίστοιχα, καθώς και τη χρηματοδοτική στήριξη των ελληνικών τραπεζών, ύψους 125 δισ. ευρώ.
Σήμερα το 75% του ελληνικού χρέους αντιστοιχεί σε δάνεια του επίσημου τομέα και μόλις το 25% σε ομόλογα που κρατούν οι ιδιώτες. Στο 25% περίπου του ελληνικού ΑΕΠ αντιστοιχούν τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ.
Το 2013 εκτιμάται πως το ελληνικό δημόσιο χρέος θα ανέλθει στα επίπεδα του 170% του ΑΕΠ. Με δεδομένη την τεράστια ύφεση και τις δημοσιονομικές αποκλίσεις στη χώρα το ΔΝΤ και κάποια στελέχη της ΕΕ θεωρούν πως πρέπει να υπάρξει νέα αναδιάρθρωση του χρέους για να ελαφρύνουν περαιτέρω τα βάρη για τον ελληνικό προϋπολογισμό.
Ωστόσο, η εισήγηση αυτή ουσιαστικά επικεντρώνεται στην απομείωση της αξίας των ελληνικών ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ και αποσκοπεί στο να εκλείψει η προτεραιότητα που απολαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα έναντι των άλλων πιστωτών.
Έτσι, νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με εμπλοκή της ΕΚΤ εκτιμάται πως θα καθιστούσε πιο αποτελεσματικό το Πρόγραμμα Αγοράς Κινητών Αξιών της Κεντρικής Τράπεζα και θα ανακούφιζε την Ισπανία και την Ιταλία.
Ουσιαστικά, Ευρωζώνη και ΕΚΤ εκτιμάται πως θα έχαναν αθροιστικά 100 δισ. ευρώ -140 δισ. ευρώ από την Ελλάδα, αλλά θα κέρδιζαν τη διάσωση δύο οικονομιών με ΑΕΠ 2,5 τρισ. ευρώ περίπου. Χωρίς την αναδιάρθρωση των ελληνικών χρεογράφων που κατέχει η ΕΚΤ, το πρόγραμμα αγορών ισπανικών και ιταλικών κρατικών ομολόγων εκτιμάται πως δεν θα πετύχαινε.
Πρέπει να τονισθεί πως οι εισηγήσεις αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη τις ζημιές στον ισολογισμό της ΕΚΤ, τα πρόσθετα βάρη που θα επέφεραν για τους προϋπολογισμούς των κρατών - μελών που μετέχουν στο μηχανισμό στήριξης της Ελλάδας, αλλά και το ίδιο το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο που απαγορεύει την άμεση παροχή οικονομικής στήριξης της ΕΚΤ σε κράτη και το οποίο θα καταστρατηγούταν μέσα από την άρση του seniority.
in
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μεγάλο προβλήματα δημοσίου και ιδιωτικού χρέους και ανάπτυξης, που δεν έχουν καμία σχέση με το ελληνικό πρόβλημα. Αγκυλώσεις που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του PSI και έχουν να κάνουν με την εξαίρεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωζώνης από το κούρεμα έχουν αδρανοποιήσει συγκεκριμένα χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΚΤ με αποτέλεσμα αυτή να μην μπορεί να παρέμβει δυναμικά για τη σταθεροποίηση των αγορών ομολόγων σε Ισπανία και Ιταλία.
Ειδικότερα, η ΕΚΤ παρουσιάζεται απρόθυμη να επαναφέρει σε λειτουργία το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων (Securities Markets Programme - SMP) ώστε να περιορίσει τις ανησυχίες των επενδυτών. Μέσω του προγράμματος SMP η ΕΚΤ έχει αγοράσει κρατικό χρέος 212 δισ. ευρώ περίπου, ωστόσο τους τελευταίους μήνες και ειδικά μετά τη αύξηση του κόστους δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας σε υψηλά επίπεδα έχει σταματήσει τις αγορές, υπό το φόβο ότι οι χώρες θα προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση χρέους.
Σε έκθεση του ΔΝΤ για την Ευρωζώνη αναφέρεται πως η αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας με το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων επηρεάζει ακόμη και σήμερα τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθιστώντας την επιφυλακτική στο να ενεργοποιήσει ξανά το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων (SMP), ώστε αφενός να μην έλθει αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο αναπόφευκτων απωλειών από τις αγορές κρατικού χρέους, οι οποίες θα μπορούσαν να επιδράσουν αρνητικά στην λειτουργία της, αλλά και να μην αποθαρρύνει τους επενδυτές να αγοράζουν κρατικό χρέος.
Σημειώνεται πως κατά τη συμφωνία του Φεβρουάριου 2012 για το PSI οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης σε συμφωνία με το Eurogroup αποφάσισαν ότι το ευρωσύστημα δεν επιθυμεί να αποκομίσει κέρδη από τις συναλλαγές με την Ελλάδα και πως όταν διανεμηθούν τα κέρδη των προηγουμένων ετών, κάθε κυβέρνηση θα αποφασίσει ποίο μερίδιο θα διαθέσει για την Ελλάδα.
Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν οι Κεντρικές Τράπεζες να εμπλακούν στο ελληνικό πρόγραμμα καθώς το καταστατικό της ΕΚΤ απαγορεύει την άμεση παροχή οικονομικής στήριξης σε κράτη.
Την ίδια περίοδο είχε ολοκληρωθεί με άκρα μυστικότητα η ανταλλαγή των παλαιών ελληνικών ομολόγων που είχε αποκτήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσω του Προγράμματος Αγοράς Κινητών Αξιών. Τα ομόλογα αυτά, που εξαρχής αγοράστηκαν με σκοπό τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας και της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αντηλλάγησαν με νέα ομόλογα στην ονομαστική αξία των παλαιών και όχι στην τιμή κτήσης.
Με τον τρόπο αυτό η ΕΚΤ απέκτησε υψηλότερη προτεραιότητα (seniority) έναντι των άλλων επενδυτών στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Σήμερα εκτιμάται πως η ΕΚΤ κατέχει ελληνικά ομόλογα ονομαστικής αξίας 52 δισ. ευρώ τα οποία έμειναν ακούρευτα κατά το PSI.
Αυτή είναι και η πηγή του προβλήματος για Ισπανία και Ιταλία, η οποία εγείρει τη συζήτηση για νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με συμμετοχή του επίσημου τομέα (Official Sector Ιnvolvement). Δηλαδή η προτεραιότητα της ΕΚΤ έναντι όλων των άλλων ομολογιούχων προκαλεί ανησυχίες στους επενδυτές ότι θα μπορούσε να ισχύσει και σε αναδιάρθρωση του ισπανικού ή ιταλικού χρέους.
Πιο απλά όσο περισσότερο κρατικό χρέος κατέχει η ΕΚΤ, και όσο διατηρεί το καθεστώς προτεραιότητας (seniority) τόσο μεγαλύτερες καθίστανται και οι δυνητικές ζημιές για τους ιδιώτες πιστωτές.
Αυτό το «κοκτέιλ» ουσιαστικά απαξιώνει τα ισπανικά και ιταλικά ομόλογα και οδηγεί αποδόσεις και spread στα ύψη. Το παράδοξο είναι ότι και η ΕΚΤ και οι κοινοί επενδυτές για ξεχωριστούς λόγους δεν εμπιστεύονται τα κρατικά ομόλογα των δύο εκ των μεγαλυτέρων οικονομιών της Ευρωζώνης οδηγώντας σε οικονομική ασφυξία τις χώρες, αλλά και σε απαξίωση δύο οικονομίες με κατά βάση υγιή θεμελιώδη.
Οι εξελίξεις αυτές αποκαλύπτουν τα λάθη που έγιναν κατά την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (PSI) και ειδικότερα το πώς συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές στρέβλωσαν τη λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς ομολόγων πλήττοντας την επενδυτικό εμπιστοσύνη και το προφίλ μεγάλων οικονομικών.
Για να αναστραφεί λοιπόν η κατάσταση αυτή η ΕΚΤ, αλλά και τα κράτη της Ευρωζώνης, δέχονται πιέσεις να δεχθούν απώλειες από τις επενδύσεις τους σε ελληνικά ομόλογα.
Υπενθυμίζεται πως τον Μάρτιο το δημόσιο χρέος της Ελλάδος αναδιαρθρώθηκε δραστικά, με απομάκρυνση των λήξεων των χρεών προς τον ιδιωτικό τομέα για μετά το 2025, με μείωση της ονομαστικής τους αξίας κατά 100 δισ. ευρώ και με σημαντική μείωση του επιτοκίου που πληρώνει η Ελλάδα για το χρέος αυτό.
Η αναδιάταξη του βάρους του ελληνικού χρέους συντελέστηκε με τη χρηματοδοτική συμβολή της ζώνης του ευρώ, του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και του ΔΝΤ, που παρέχουν στην Ελλάδα χρηματοδοτική ενίσχυση ύψους 240 δισ. ευρώ αντίστοιχα, καθώς και τη χρηματοδοτική στήριξη των ελληνικών τραπεζών, ύψους 125 δισ. ευρώ.
Σήμερα το 75% του ελληνικού χρέους αντιστοιχεί σε δάνεια του επίσημου τομέα και μόλις το 25% σε ομόλογα που κρατούν οι ιδιώτες. Στο 25% περίπου του ελληνικού ΑΕΠ αντιστοιχούν τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ.
Το 2013 εκτιμάται πως το ελληνικό δημόσιο χρέος θα ανέλθει στα επίπεδα του 170% του ΑΕΠ. Με δεδομένη την τεράστια ύφεση και τις δημοσιονομικές αποκλίσεις στη χώρα το ΔΝΤ και κάποια στελέχη της ΕΕ θεωρούν πως πρέπει να υπάρξει νέα αναδιάρθρωση του χρέους για να ελαφρύνουν περαιτέρω τα βάρη για τον ελληνικό προϋπολογισμό.
Ωστόσο, η εισήγηση αυτή ουσιαστικά επικεντρώνεται στην απομείωση της αξίας των ελληνικών ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ και αποσκοπεί στο να εκλείψει η προτεραιότητα που απολαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα έναντι των άλλων πιστωτών.
Έτσι, νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με εμπλοκή της ΕΚΤ εκτιμάται πως θα καθιστούσε πιο αποτελεσματικό το Πρόγραμμα Αγοράς Κινητών Αξιών της Κεντρικής Τράπεζα και θα ανακούφιζε την Ισπανία και την Ιταλία.
Ουσιαστικά, Ευρωζώνη και ΕΚΤ εκτιμάται πως θα έχαναν αθροιστικά 100 δισ. ευρώ -140 δισ. ευρώ από την Ελλάδα, αλλά θα κέρδιζαν τη διάσωση δύο οικονομιών με ΑΕΠ 2,5 τρισ. ευρώ περίπου. Χωρίς την αναδιάρθρωση των ελληνικών χρεογράφων που κατέχει η ΕΚΤ, το πρόγραμμα αγορών ισπανικών και ιταλικών κρατικών ομολόγων εκτιμάται πως δεν θα πετύχαινε.
Πρέπει να τονισθεί πως οι εισηγήσεις αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη τις ζημιές στον ισολογισμό της ΕΚΤ, τα πρόσθετα βάρη που θα επέφεραν για τους προϋπολογισμούς των κρατών - μελών που μετέχουν στο μηχανισμό στήριξης της Ελλάδας, αλλά και το ίδιο το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο που απαγορεύει την άμεση παροχή οικονομικής στήριξης της ΕΚΤ σε κράτη και το οποίο θα καταστρατηγούταν μέσα από την άρση του seniority.
in
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου