Επιστολές προς τον υπουργό Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Γ. Σταθάκη, τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, Τ. Αλεξιάδη και τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Στουρνάρα απέστειλε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρηματιών Θεσσαλονίκης - «Νέοι Ορίζοντες», Γιώργος Ιωαννίδης σχετικά με το κόστος προμηθειών που χρεώνουν οι τράπεζες για συναλλαγές με «πλαστικό» χρήμα.
Όπως σημειώνει ο κ. Ιωαννίδης, το κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις από τις τράπεζες για κάθε συναλλαγή όταν οι καταναλωτές-πελάτες τους πληρώνουν με κάρτες, χρεωστικές ή πιστωτικές, έχει καταστεί πλέον δυσβάσταχτο.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα στοιχεία που συγκεντρώνει από τα μέλη του ο ΣΕΘ δείχνουν ότι οι προμήθειες οι οποίες ζητούνται από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε κάποιες περιπτώσεις υπερβαίνουν και το 3% επί κάθε συναλλαγής, με το πρόβλημα πλέον να εντείνεται, καθώς η αγορά -λόγω των capital controls- κινείται σε μεγάλο βαθμό με «πλαστικό χρήμα».
Το εν λόγω πρόβλημα αναμένεται να γίνει ακόμη πιο πιεστικό όταν υλοποιηθούν τα σχέδια του υπουργείου Οικονομικών για έκπτωση από το φόρο εισοδήματος (για μισθωτούς και συνταξιούχους) μόνο εκείνων των δαπανών που γίνονται μέσω πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών, εξανεμίζοντας έτσι τα ελάχιστα -αν υπάρχουν κι αυτά- καθαρά κέρδη των λιανεμπορικών -και όχι μόνο- επιχειρήσεων, συμπληρώνει ο κ. Ιωαννίδης.
Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΕΘ, σε αρκετές περιπτώσεις οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται με συνδρομή για τη χρήση των τερματικών POS, ενώ -σύμφωνα με έρευνες που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας- σχεδόν μία στις πέντε επιχειρήσεις υφίσταται και άλλες χρεώσεις, όπως για παράδειγμα αυτές που επιβάλλονται για να μεταφερθούν τα χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό της επιχείρησης, ή για την κατάθεση χρημάτων σε προμηθευτές ακόμη και όταν πρόκειται για κατάθεση εντός της ίδιας τράπεζας.
Το παράδοξο, σύμφωνα με τον κ. Ιωαννίδη, είναι ότι οι προμήθειες για την κατάθεση ποσών σε τράπεζες του εξωτερικού -κυρίως στη Βουλγαρία αλλά ακόμη και στη Γερμανία- είναι χαμηλότερες!
«Σε μια περίοδο που οι επιβαρύνσεις -φορολογικές, ασφαλιστικές κ.λπ.- βρίσκονται στην "ημερήσια διάταξη", οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορούν να επωμίζονται και με το υψηλό κόστος διεκπεραίωσης και εκκαθάρισης των συναλλαγών που γίνονται με πιστωτική κάρτα και το οποίο, για την πλειονότητα των επιχειρήσεων, χρεώνεται για κάθε συναλλαγή με προμήθεια από 1,5% έως και άνω του 3%» (αρκετά μεγαλύτερο από τις πρακτικές που εφαρμόζονται στο εξωτερικό)», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΕΘ - «Νέοι Ορίζοντες».
Με τις επιστολές του μάλιστα ο κ. Ιωαννίδης καλεί τους αρμόδιους υπουργούς αλλά και τον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας να ενσκύψουν στο πρόβλημα. Μάλιστα θυμίζει πως σχετική δέσμευση ανέλαβε προ μηνών, κατά την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Τρύφων Αλεξιάδης, καθώς η κυβέρνηση φέρεται να επιθυμεί διακαώς την επέκταση του «πλαστικού» χρήματος για όλες τις πληρωμές προκειμένου -κατά την άποψή της- να ελεγχθεί η φοροδιαφυγή.
«Καλούμε την κυβέρνηση και τις τράπεζες να βρουν τη "χρυσή" τομή προς όφελος και των επιχειρήσεων και των καταναλωτών», τονίζει στην επιστολή του ο κ. Ιωαννίδης υπενθυμίζοντας ότι -θεωρητικά- από τον περασμένο Δεκέμβριο έχει ενεργοποιηθεί ο κοινοτικός κανονισμός ΕΕ 2015/751 για τη μείωση του κόστους των διατραπεζικών συναλλαγών. Ο εν λόγω κανονισμός ορίζει ως μέγιστη χρέωση για τις διατραπεζικές συναλλαγές με τις πιστωτικές και τις χρεωστικές κάρτες ποσοστό 0,3% και 0,2% αντίστοιχα.
Να σημειωθεί -προσθέτει ο κ. Ιωαννίδης- ότι σήμερα υπάρχουν επιχειρήσεις που επιβαρύνονται με προμήθεια πλέον του 3% επί κάθε συναλλαγής τόσο με πιστωτικές όσο και με χρεωστικές κάρτες. Το πλέον παράλογο είναι πως οι προμήθειες αυτές υπολογίζονται επί του συνολικού ύψους της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένου, δηλαδή, του ΦΠΑ, γεγονός που σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση για την επιχείρηση.
Για παράδειγμα, όπως αναφέρει, σε μια συναλλαγή όπου ο ΦΠΑ είναι -σήμερα- 23%, εφόσον η τράπεζα χρεώσει προμήθεια 2,5% επί του συνολικού ποσού, τότε η τελική επιβάρυνση της επιχείρησης θα είναι 3,07%. Επιπρόσθετα, τονίζει ο πρόεδρος του ΣΕΘ, μεγάλο ποσοστό των επιχειρήσεων χρεώνεται και με ετήσια συνδρομή για τη χρήση του POS, δηλαδή του ειδικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για τις συναλλαγές με κάρτες.
«Θεωρούμε ότι οι χρεώσεις των τραπεζών πρέπει να προσαρμοσθούν άμεσα στον κοινοτικό κανονισμό σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για συναλλαγές με κάρτες και προς αυτήn την κατεύθυνση είναι ευθύνη της κυβέρνησης να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς που δεν αντέχει άλλα βάρη», καταλήγει, στην επιστολή του προς τους υπουργούς, ο κ. Ιωαννίδης.
euro2day
Όπως σημειώνει ο κ. Ιωαννίδης, το κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις από τις τράπεζες για κάθε συναλλαγή όταν οι καταναλωτές-πελάτες τους πληρώνουν με κάρτες, χρεωστικές ή πιστωτικές, έχει καταστεί πλέον δυσβάσταχτο.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα στοιχεία που συγκεντρώνει από τα μέλη του ο ΣΕΘ δείχνουν ότι οι προμήθειες οι οποίες ζητούνται από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε κάποιες περιπτώσεις υπερβαίνουν και το 3% επί κάθε συναλλαγής, με το πρόβλημα πλέον να εντείνεται, καθώς η αγορά -λόγω των capital controls- κινείται σε μεγάλο βαθμό με «πλαστικό χρήμα».
Το εν λόγω πρόβλημα αναμένεται να γίνει ακόμη πιο πιεστικό όταν υλοποιηθούν τα σχέδια του υπουργείου Οικονομικών για έκπτωση από το φόρο εισοδήματος (για μισθωτούς και συνταξιούχους) μόνο εκείνων των δαπανών που γίνονται μέσω πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών, εξανεμίζοντας έτσι τα ελάχιστα -αν υπάρχουν κι αυτά- καθαρά κέρδη των λιανεμπορικών -και όχι μόνο- επιχειρήσεων, συμπληρώνει ο κ. Ιωαννίδης.
Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΕΘ, σε αρκετές περιπτώσεις οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται με συνδρομή για τη χρήση των τερματικών POS, ενώ -σύμφωνα με έρευνες που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας- σχεδόν μία στις πέντε επιχειρήσεις υφίσταται και άλλες χρεώσεις, όπως για παράδειγμα αυτές που επιβάλλονται για να μεταφερθούν τα χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό της επιχείρησης, ή για την κατάθεση χρημάτων σε προμηθευτές ακόμη και όταν πρόκειται για κατάθεση εντός της ίδιας τράπεζας.
Το παράδοξο, σύμφωνα με τον κ. Ιωαννίδη, είναι ότι οι προμήθειες για την κατάθεση ποσών σε τράπεζες του εξωτερικού -κυρίως στη Βουλγαρία αλλά ακόμη και στη Γερμανία- είναι χαμηλότερες!
«Σε μια περίοδο που οι επιβαρύνσεις -φορολογικές, ασφαλιστικές κ.λπ.- βρίσκονται στην "ημερήσια διάταξη", οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορούν να επωμίζονται και με το υψηλό κόστος διεκπεραίωσης και εκκαθάρισης των συναλλαγών που γίνονται με πιστωτική κάρτα και το οποίο, για την πλειονότητα των επιχειρήσεων, χρεώνεται για κάθε συναλλαγή με προμήθεια από 1,5% έως και άνω του 3%» (αρκετά μεγαλύτερο από τις πρακτικές που εφαρμόζονται στο εξωτερικό)», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΕΘ - «Νέοι Ορίζοντες».
Με τις επιστολές του μάλιστα ο κ. Ιωαννίδης καλεί τους αρμόδιους υπουργούς αλλά και τον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας να ενσκύψουν στο πρόβλημα. Μάλιστα θυμίζει πως σχετική δέσμευση ανέλαβε προ μηνών, κατά την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Τρύφων Αλεξιάδης, καθώς η κυβέρνηση φέρεται να επιθυμεί διακαώς την επέκταση του «πλαστικού» χρήματος για όλες τις πληρωμές προκειμένου -κατά την άποψή της- να ελεγχθεί η φοροδιαφυγή.
«Καλούμε την κυβέρνηση και τις τράπεζες να βρουν τη "χρυσή" τομή προς όφελος και των επιχειρήσεων και των καταναλωτών», τονίζει στην επιστολή του ο κ. Ιωαννίδης υπενθυμίζοντας ότι -θεωρητικά- από τον περασμένο Δεκέμβριο έχει ενεργοποιηθεί ο κοινοτικός κανονισμός ΕΕ 2015/751 για τη μείωση του κόστους των διατραπεζικών συναλλαγών. Ο εν λόγω κανονισμός ορίζει ως μέγιστη χρέωση για τις διατραπεζικές συναλλαγές με τις πιστωτικές και τις χρεωστικές κάρτες ποσοστό 0,3% και 0,2% αντίστοιχα.
Να σημειωθεί -προσθέτει ο κ. Ιωαννίδης- ότι σήμερα υπάρχουν επιχειρήσεις που επιβαρύνονται με προμήθεια πλέον του 3% επί κάθε συναλλαγής τόσο με πιστωτικές όσο και με χρεωστικές κάρτες. Το πλέον παράλογο είναι πως οι προμήθειες αυτές υπολογίζονται επί του συνολικού ύψους της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένου, δηλαδή, του ΦΠΑ, γεγονός που σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση για την επιχείρηση.
Για παράδειγμα, όπως αναφέρει, σε μια συναλλαγή όπου ο ΦΠΑ είναι -σήμερα- 23%, εφόσον η τράπεζα χρεώσει προμήθεια 2,5% επί του συνολικού ποσού, τότε η τελική επιβάρυνση της επιχείρησης θα είναι 3,07%. Επιπρόσθετα, τονίζει ο πρόεδρος του ΣΕΘ, μεγάλο ποσοστό των επιχειρήσεων χρεώνεται και με ετήσια συνδρομή για τη χρήση του POS, δηλαδή του ειδικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για τις συναλλαγές με κάρτες.
«Θεωρούμε ότι οι χρεώσεις των τραπεζών πρέπει να προσαρμοσθούν άμεσα στον κοινοτικό κανονισμό σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για συναλλαγές με κάρτες και προς αυτήn την κατεύθυνση είναι ευθύνη της κυβέρνησης να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς που δεν αντέχει άλλα βάρη», καταλήγει, στην επιστολή του προς τους υπουργούς, ο κ. Ιωαννίδης.
euro2day
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου