Για ιστορική συμφωνία επί ζητημάτων που «παρέμεναν ανοιχτά επί δεκαετίες» μίλησαν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος στις δηλώσεις που έκαναν μετά τη συνάντησή τους, στο Μέγαρο Μαξίμου.
Η συμφωνία έγκειται κυρίως στην μισθοδοσία του κλήρου που πλέον δεν θα θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι, ωστόσο η Πολιτεία αναλαμβάνει να δίνει στην Εκκλησία τα 198 εκατ. ευρώ ετησίως, που αντιστοιχούν στο κόστος της μισθοδοσίας των κληρικών και στην αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, με τη σύσταση κοινής εταιρείας Δημοσίου - Εκκλησίας, στη βάση της συμφωνίας που είχε νομοθετηθεί ήδη από το 2013, από την κυβέρνηση Σαμαρά (ν.4982/13).
Για το τρίτο ζήτημα που απασχόλησε τη συνάντηση, τη συνταγματική αναθεώρηση, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δέχθηκε διαβεβαιώσεις από τον πρωθυπουργό ότι θα διασφαλισθούν οι διακριτοί ρόλοι Κράτους - Εκκλησίας.
«Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πλαίσιο συμφωνίας ιστορικού χαρακτήρα προς όφελος και των δύο πλευρών» ανακοίνωσε ο Αλέξης Τσίπρας στις δηλώσεις του με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο.
Στο Κοινό Ανακοινωθέν Εκκλησίας-Πολιτείας στο οποίο κατέληξαν ο πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και το οποίο διάβασε ο κ. Τσίπρας αναφέρεται ότι "στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του".
Στις προβλέψεις του Κοινού Ανακοινωθέντος Εκκλησίας-Πολιτείας, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι "το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας". Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση".
"Σήμερα επιχειρούμε να κάνουμε ένα ιστορικό βήμα προς τα μπρος επ' ωφελεία της Πολιτείας και της Εκκλησίας", τόνισε ο Αλ. Τσίπρας.
Διαβεβαιώσεις ενόψει της Συνταγματικής Αναθεώρησης
Ο Αλ. Τσίπρας διαβεβαίωσε τον Αρχιεπίσκοπο ότι η επικείμενη Συνταγματική Μεταρρύθμιση και ειδικότερα οι αλλαγές που αφορούν στο 'Αρθρο 3, έχουν στόχο να αναβαθμίσουν το διακριτό ρόλο της Eκκλησίας, ενισχύοντας την αυτονομία της, αναγνωρίζοντας παράλληλα τη σημαντική προσφορά της στη γέννηση και διαμόρφωση της ταυτότητας του ελληνικού κράτους.
Η διακηρυκτική αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους διασφαλίζει αφενός μεν τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, αφετέρου, δε, εγγυάται τη μεταξύ τους συνεργασία στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Και προφανώς, αυτή η αρχή δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις του λαού μας και ούτε βέβαια έχουν και καμία βάση όσα αστεία, κωμικοτραγικά θα έλεγα, έχουν ορισμένοι ψευδώς και σκοπίμως διαδώσει τις τελευταίες ημέρες περί επικείμενης δήθεν αποκαθήλωσης των ιστορικών συμβόλων, του Σταυρού από την ελληνική σημαία και από τα εθνικά μας σύμβολα. Ο διάλογός μας με την Eκκλησία της Ελλάδας ήταν και είναι πάντα ειλικρινής και θα είναι διαρκής", σημείωσε ο Αλ. Τσίπρας.
"Ακούμε τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της Εκκλησίας και όπως και το σύνολο των κομμάτων και των εκπροσώπων του λαού μας στην Εθνική Αντιπροσωπεία, όλοι μαζί θα λάβουμε υπόψη τις σκέψεις και τις προτάσεις που θα κατατεθούν κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και του διαλόγου που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει για τη διαδικασία της Αναθεώρησής του", είπε.
Τι προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ για την συνταγματική Αναθεώρηση
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις προτάσεις που κατέθεσε η Κοινοβουλευτική Ομάδα το6υ ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή η αλλαγή που προτείνεται να γίνει στο επίμαχο άρθρο 3 του Συντάγματος για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας έχουν ως εξής:
Ισχύουσα διάταξη
1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του
Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με
κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού· τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την
Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και
συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του
Πατριαρχικού Τόμου της κθ ́ (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.
2. Το εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται στις
διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
3. Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη.
Προτεινόμενη διάταξη
Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία βρίσκεται αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και με κάθε άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία και τηρεί απαρασάλευτα τους Κανόνες των Αποστόλων και των Οικουμενικών Συνόδων και την εκκλησιαστική παράδοση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας είναι αυτοκέφαλη και διοικείται σύμφωνα με όσα ορίζουν ο Καταστατικός Χάρτης της, ο Πατριαρχικός Τόμος του 1850 και η Συνοδική Πράξη του
1928. Το εκκλησιαστικό καθεστώς της Κρήτης και των Δωδεκανήσων δεν αντίκειται στις παραπάνω διατάξεις.
Ερμηνευτική δήλωση
Ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας.
Τσίπρας: Ιστορικό βήμα
"Έχω την αίσθηση ότι σήμερα πράγματι γίνεται ένα ιστορικό βήμα. Όλα τα ιστορικά βήματα προς τα μπρος απαιτούν όραμα και διάθεση να κατανοήσει ο ένας τον άλλον", τόνισε ο πρωθυπουργός και σημείωσε ότι κάθε βήμα προς τα εμπρός βεβαίως δεν είναι χωρίς δυσκολίες, "αλλά όλοι κρινόμαστε από τα αποτελέσματα που δημιουργούμε και τις προθέσεις κι από αυτό που εκπέμπουμε και αυτή η συνάντηση θέλω να πιστεύω εκπέμπει αλληλοσεβασμό, αλληλοκατανόηση, αγάπη και εκπέμπει και την πρόθεση μας να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά σεβόμενοι ο ένας τον άλλον".
Ιερώνυμος: Μύθος τα περί αμύθητης περιουσίας της Εκκλησίας
Με ένα «ευχαριστώ» τόσο του ιδίου του προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας Ιερωνύμου όσο και της συνοδείας του προς τον πρωθυπουργό, άρχισε τις δηλώσεις του ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μετά τη συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα.
Ο κ. Ιερώνυμος υπογράμμισε ότι είναι μύθος τα περί αμύθητης περιουσίας της Εκκλησίας, ενώ παράλληλα τόνισε ότι βρήκε ανταπόκριση στα ερωτήματά του. Εν συνεχεία επεσήμανε ότι η Εκκλησία θα γίνει πιο λειτουργική, υπηρέτης και διάκονος του θελήματος του λαού και υπογράμμισε ότι «θα προχωρήσουμε σε πνεύμα αυτοτέλειας και συνεργασίας».
Επανέλαβε τις ευχαριστίες του προς τον Αλέξη Τσίπρα «για τις πρωτοβουλίες και τις θέσεις σας» αλλά και «γιατί αφήνετε το προοίμιο του Συντάγματος, όπως το έφτιαξαν οι πατέρες μας».
Ο προκαθήμενος ης Ελλαδικής Εκκλησίας ενημέρωσε ότι «η Διαρκής Ιερά Σύνοδος μας έδωσε την εξουσιοδότηση για τη συμφωνία και θα την ενημερώσουμε αύριο», ενώ εν κατακλείδι χαρακτήρισε μικρότητες όσα ακούστηκαν αυτές τις μέρες περί αφαίρεσης του σταυρού από τη σημαία και αλλού.
Το πλήρες κείμενο του κοινού ανακοινωθέντος έχει ως εξής:
Κοινό ανακοινωθέν Πολιτείας – Εκκλησίας της Ελλάδος
Μετά από έναν πολυετή, αναλυτικό και ειλικρινή διάλογο μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, διάλογο ο οποίος διεξήχθη σε κλίμα κατανόησης και σεβασμού, έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε συναινετικές και αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτοβουλίες που αφορούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων μας.
Στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του.
Για τον λόγο αυτό, εκφράζουμε σήμερα την πρόθεσή μας να καταλήξουμε σε μια ιστορική Συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας που θα πάρει τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης και πιο συγκεκριμένα προτείνουμε τα εξής:
1. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
2. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
3. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
4. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.
5. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
6. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
7. Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
8. Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.
9. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
10. Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.
11. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
12. Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
13. Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
14. Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
15. Οι παραπάνω δεσμεύσεις των δύο μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.
protothema
Η συμφωνία έγκειται κυρίως στην μισθοδοσία του κλήρου που πλέον δεν θα θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι, ωστόσο η Πολιτεία αναλαμβάνει να δίνει στην Εκκλησία τα 198 εκατ. ευρώ ετησίως, που αντιστοιχούν στο κόστος της μισθοδοσίας των κληρικών και στην αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, με τη σύσταση κοινής εταιρείας Δημοσίου - Εκκλησίας, στη βάση της συμφωνίας που είχε νομοθετηθεί ήδη από το 2013, από την κυβέρνηση Σαμαρά (ν.4982/13).
Για το τρίτο ζήτημα που απασχόλησε τη συνάντηση, τη συνταγματική αναθεώρηση, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δέχθηκε διαβεβαιώσεις από τον πρωθυπουργό ότι θα διασφαλισθούν οι διακριτοί ρόλοι Κράτους - Εκκλησίας.
Δείτε τις κοινές δηλώσεις Τσίπρα-Ιερώνυμου
«Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πλαίσιο συμφωνίας ιστορικού χαρακτήρα προς όφελος και των δύο πλευρών» ανακοίνωσε ο Αλέξης Τσίπρας στις δηλώσεις του με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο.
Στο Κοινό Ανακοινωθέν Εκκλησίας-Πολιτείας στο οποίο κατέληξαν ο πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και το οποίο διάβασε ο κ. Τσίπρας αναφέρεται ότι "στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του".
Στις προβλέψεις του Κοινού Ανακοινωθέντος Εκκλησίας-Πολιτείας, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι "το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας". Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση".
"Σήμερα επιχειρούμε να κάνουμε ένα ιστορικό βήμα προς τα μπρος επ' ωφελεία της Πολιτείας και της Εκκλησίας", τόνισε ο Αλ. Τσίπρας.
Διαβεβαιώσεις ενόψει της Συνταγματικής Αναθεώρησης
Ο Αλ. Τσίπρας διαβεβαίωσε τον Αρχιεπίσκοπο ότι η επικείμενη Συνταγματική Μεταρρύθμιση και ειδικότερα οι αλλαγές που αφορούν στο 'Αρθρο 3, έχουν στόχο να αναβαθμίσουν το διακριτό ρόλο της Eκκλησίας, ενισχύοντας την αυτονομία της, αναγνωρίζοντας παράλληλα τη σημαντική προσφορά της στη γέννηση και διαμόρφωση της ταυτότητας του ελληνικού κράτους.
Η διακηρυκτική αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους διασφαλίζει αφενός μεν τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, αφετέρου, δε, εγγυάται τη μεταξύ τους συνεργασία στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Και προφανώς, αυτή η αρχή δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις του λαού μας και ούτε βέβαια έχουν και καμία βάση όσα αστεία, κωμικοτραγικά θα έλεγα, έχουν ορισμένοι ψευδώς και σκοπίμως διαδώσει τις τελευταίες ημέρες περί επικείμενης δήθεν αποκαθήλωσης των ιστορικών συμβόλων, του Σταυρού από την ελληνική σημαία και από τα εθνικά μας σύμβολα. Ο διάλογός μας με την Eκκλησία της Ελλάδας ήταν και είναι πάντα ειλικρινής και θα είναι διαρκής", σημείωσε ο Αλ. Τσίπρας.
"Ακούμε τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της Εκκλησίας και όπως και το σύνολο των κομμάτων και των εκπροσώπων του λαού μας στην Εθνική Αντιπροσωπεία, όλοι μαζί θα λάβουμε υπόψη τις σκέψεις και τις προτάσεις που θα κατατεθούν κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και του διαλόγου που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει για τη διαδικασία της Αναθεώρησής του", είπε.
Τι προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ για την συνταγματική Αναθεώρηση
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις προτάσεις που κατέθεσε η Κοινοβουλευτική Ομάδα το6υ ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή η αλλαγή που προτείνεται να γίνει στο επίμαχο άρθρο 3 του Συντάγματος για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας έχουν ως εξής:
Ισχύουσα διάταξη
1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του
Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με
κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού· τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την
Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και
συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του
Πατριαρχικού Τόμου της κθ ́ (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.
2. Το εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται στις
διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
3. Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη.
Προτεινόμενη διάταξη
Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία βρίσκεται αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και με κάθε άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία και τηρεί απαρασάλευτα τους Κανόνες των Αποστόλων και των Οικουμενικών Συνόδων και την εκκλησιαστική παράδοση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας είναι αυτοκέφαλη και διοικείται σύμφωνα με όσα ορίζουν ο Καταστατικός Χάρτης της, ο Πατριαρχικός Τόμος του 1850 και η Συνοδική Πράξη του
1928. Το εκκλησιαστικό καθεστώς της Κρήτης και των Δωδεκανήσων δεν αντίκειται στις παραπάνω διατάξεις.
Ερμηνευτική δήλωση
Ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας.
Τσίπρας: Ιστορικό βήμα
"Έχω την αίσθηση ότι σήμερα πράγματι γίνεται ένα ιστορικό βήμα. Όλα τα ιστορικά βήματα προς τα μπρος απαιτούν όραμα και διάθεση να κατανοήσει ο ένας τον άλλον", τόνισε ο πρωθυπουργός και σημείωσε ότι κάθε βήμα προς τα εμπρός βεβαίως δεν είναι χωρίς δυσκολίες, "αλλά όλοι κρινόμαστε από τα αποτελέσματα που δημιουργούμε και τις προθέσεις κι από αυτό που εκπέμπουμε και αυτή η συνάντηση θέλω να πιστεύω εκπέμπει αλληλοσεβασμό, αλληλοκατανόηση, αγάπη και εκπέμπει και την πρόθεση μας να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά σεβόμενοι ο ένας τον άλλον".
Ιερώνυμος: Μύθος τα περί αμύθητης περιουσίας της Εκκλησίας
Με ένα «ευχαριστώ» τόσο του ιδίου του προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας Ιερωνύμου όσο και της συνοδείας του προς τον πρωθυπουργό, άρχισε τις δηλώσεις του ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μετά τη συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα.
Ο κ. Ιερώνυμος υπογράμμισε ότι είναι μύθος τα περί αμύθητης περιουσίας της Εκκλησίας, ενώ παράλληλα τόνισε ότι βρήκε ανταπόκριση στα ερωτήματά του. Εν συνεχεία επεσήμανε ότι η Εκκλησία θα γίνει πιο λειτουργική, υπηρέτης και διάκονος του θελήματος του λαού και υπογράμμισε ότι «θα προχωρήσουμε σε πνεύμα αυτοτέλειας και συνεργασίας».
Επανέλαβε τις ευχαριστίες του προς τον Αλέξη Τσίπρα «για τις πρωτοβουλίες και τις θέσεις σας» αλλά και «γιατί αφήνετε το προοίμιο του Συντάγματος, όπως το έφτιαξαν οι πατέρες μας».
Ο προκαθήμενος ης Ελλαδικής Εκκλησίας ενημέρωσε ότι «η Διαρκής Ιερά Σύνοδος μας έδωσε την εξουσιοδότηση για τη συμφωνία και θα την ενημερώσουμε αύριο», ενώ εν κατακλείδι χαρακτήρισε μικρότητες όσα ακούστηκαν αυτές τις μέρες περί αφαίρεσης του σταυρού από τη σημαία και αλλού.
Το πλήρες κείμενο του κοινού ανακοινωθέντος έχει ως εξής:
Κοινό ανακοινωθέν Πολιτείας – Εκκλησίας της Ελλάδος
Μετά από έναν πολυετή, αναλυτικό και ειλικρινή διάλογο μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, διάλογο ο οποίος διεξήχθη σε κλίμα κατανόησης και σεβασμού, έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε συναινετικές και αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτοβουλίες που αφορούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων μας.
Στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του.
Για τον λόγο αυτό, εκφράζουμε σήμερα την πρόθεσή μας να καταλήξουμε σε μια ιστορική Συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας που θα πάρει τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης και πιο συγκεκριμένα προτείνουμε τα εξής:
1. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
2. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
3. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
4. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.
5. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
6. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
7. Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
8. Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.
9. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
10. Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.
11. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
12. Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
13. Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
14. Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
15. Οι παραπάνω δεσμεύσεις των δύο μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.
protothema
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου