Αστοχίες στον προϋπολογισμό, μικρότερη ανάπτυξη, συνεχιζόμενη υστέρηση των αποκρατικοποιήσεων, αποπληθωρισμός και επιτόκια δανεισμού είναι οι κίνδυνοι που εντοπίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για το ελληνικό δημόσιο χρέος και ανησυχεί για τη βιωσιμότητά του. Οι συγκεκριμένες παράμετροι δεν είναι σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά σύμφωνα με το ΔΝΤ είχαν ήδη πρακτική εφαρμογή, καθώς οδήγησαν σε αναθεώρηση, προς το δυσμενέστερο, των εκτιμήσεων για το ελληνικό χρέος για τα έτη 2020 και 2022, περίοδος κατά την οποία το εκτιμώμενο ύψος του χρέους θα αποτελεί το κριτήριο της βιωσιμότητάς του.
Οι συγκεκριμένες παράμετροι δεν είναι σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά σύμφωνα με το ΔΝΤ είχαν ήδη πρακτική εφαρμογή, καθώς οδήγησαν σε αναθεώρηση, προς το δυσμενέστερο, των εκτιμήσεων για το ελληνικό χρέος για τα έτη 2020 και 2022, περίοδος κατά την οποία το εκτιμώμενο ύψος του χρέους θα αποτελεί το κριτήριο της βιωσιμότητάς του. Στο πλαίσιο των ανησυχιών αυτών, το ΔΝΤ συγκαλεί στα μέσα Νοεμβρίου στην Ουάσιγκτον διάσκεψη για το ελληνικό χρέος, με κύριο θέμα τα μέτρα περαιτέρω μείωσής του, με το Ταμείο να τάσσεται υπέρ των δραστικών λύσεων, μεταξύ των οποίων είναι το «κούρεμα». Ομως το όποιο κούρεμα θα αφορά μόνο τα δάνεια των χωρών της Ευρωζώνης και του EFSF και όχι εκείνα του ΔΝΤ, που λόγω καταστατικού δεν μπορούν να θιγούν
ούτε καν στα επιτόκια και τη διάρκειά τους.
Στην επιλογή αυτή αντιδρούν οι χώρες της Ευρωζώνης και ειδικά η Γερμανία, που έχει χορηγήσει και τα περισσότερα δάνεια και αντιπροτείνουν τη μείωση των επιτοκίων και την επιμήκυνση από 30 σε 50 χρόνια. Σύμφωνα όμως με το ΔΝΤ αλλά και με Γερμανούς οικονομολόγους, τα συγκεκριμένα μέτρα δεν αποτελούν οριστική λύση, αλλά απλά μια μετάθεση του προβλήματος στο μέλλον. Το ελληνικό χρέος, με βάση τα τωρινά δεδομένα και τις εκτιμήσεις για την εξέλιξη των παραμέτρων που επηρεάζουν το ύψος του, από το 174%-175% φέτος (324 δισ. ευρώ ήταν στο τέλος Ιουλίου), θα βρεθεί στο επίπεδο του 128% του ΑΕΠ το 2020.
Η εξέλιξη αυτή δεν συνιστά ουσιαστική βελτίωση, επειδή λόγω του ύψους του, το χρέος θα εξακολουθεί να απορροφά σημαντικούς πόρους για την εξυπηρέτησή του και θα διατηρεί αμείωτη την πίεση στον προϋπολογισμό, απορροφώντας πόρους που θα μπορούσαν να διατεθούν για την ανάπτυξη. Σημειώνεται πάντως πως η ελληνική πλευρά φέρεται να αποδέχεται το ευρωπαϊκό σχέδιο, όπως προκύπτει άλλωστε από το σχετικό απόσπασμα του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος.
Τι φοβάται το ΔΝΤ
Στη διάσκεψη της Ουάσιγκτον, που ακόμη δεν έχει διευκρινιστεί σε τι επίπεδο εκπροσώπησης θα είναι, θα τεθούν όλα τα ζητήματα και οι προοπτικές του χρέους, σε μια προσπάθεια να βρεθεί βιώσιμη λύση, με το ΔΝΤ να είναι υπέρ των δραστικών παρεμβάσεων. Στην ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους το ΔΝΤ σημειώνει ότι, με το βασικό/καλό σενάριό του, το χρέος αναμένεται να φτάσει φέτος σε περίπου 174% του ΑΕΠ πριν αρχίσει να υποχωρεί, για να τείνει στο 128% του ΑΕΠ το έτος 2020 και στο 117% του ΑΕΠ το 2022. Όμως, το προηγούμενο σενάριο βιωσιμότητας προέβλεπε πως το χρέος (επίσης χωρίς τα πρόσθετα μέτρα μείωσης του χρέους που υποσχέθηκαν οι εταίροι το Νοέμβριο του 2012) θα έφτανε στο 124% του ΑΕΠ το 2020 και πολύ κάτω από το 110% του ΑΕΠ το έτος 2022. Ωστόσο και οι εκτιμήσεις αυτές απειλούνται από εννέα αβεβαιότητες, οι οποίες αυτόνομα ή συνδυαστικά μπορούν να εκτροχιάσουν το χρέος. Ειδικότερα, οι ανησυχίες είναι:
1. Οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ είναι χαμηλότεροι από τις προβλέψεις για 2 διαδοχικά χρόνια, αρχής
γενομένης από το 2015. Ως αποτέλεσμα, το πρωτογενές ισοζύγιο βελτιώνεται πιο αργά και η
ασθενέστερη δημοσιονομική προοπτική οδηγεί σε υψηλότερα επιτόκια. Το αποτέλεσμα μετριάζεται
από τη συνεχιζόμενη εξάρτηση από την κρατική χρηματοδότηση. Στηνπερίπτωση αυτή, ο δείκτης
του χρέους προς το ΑΕΠ αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Εάν μάλιστα το ΑΕΠ αυξηθεί με ρυθμό
χαμηλότερο τωνπροβλέψεων κατά 1% κάθε χρόνο μέχρι το 2020, το χρέος τότε (το 2020) θα είναι
υψηλότερο κατά 10 ομάδες του ΑΕΠ.
2. Πρωτογενή πλεονάσματα: Η δημοσιονομική προσαρμογή δεν έχει επιτευχθεί πλήρως και εφόσον δεν
ολοκληρωθεί, αποτέλεσμα θα είναι το πρωτογενές ισοζύγιο να παραμείνει στο 2,5% του ΑΕΠ από το
2015 και μετά. Στο πλαίσιο αυτό, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ θα υποχωρήσει πολύ πιο αργά, ενώ θα
αυξηθούν και οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες.
3. Επιτόκιο. Εάν το επιτόκιο αναχρηματοδότησης του χρέους αυξηθεί κατά 200 μ.β. πάνω από το
στόχο, απειλείται η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Η επίπτωση μετριάζεται από τη
συνεχιζόμενη κρατική χρηματοδότηση (Ευρωζώνη).
4. Τράπεζες. Τυχόν νέα ανάγκη διάσωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες.
5. Το εξωτερικό χρέος αναμένεται να μειωθεί σταδιακά. Το ακαθάριστο χρέος, που σήμερα είναι 233%
του ΑΕΠ, προβλέπεται να μειωθεί σε περίπου 160% το 2020. Μακροοικονομικές κρίσεις και οι
αποκλίσεις πολιτικής θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αρνητική δυναμική.
6. Μεγαλύτερα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μια αργή βελτίωση της
ανταγωνιστικότητας, που προκύπτει από την καθυστέρηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα
μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές και να επιδεινώσει τις βασικές προβλέψεις του
ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά περίπου 1,5% του ΑΕΠ ετησίως. Ο λόγος του χρέους θα
παραμείνει σε πτωτική πορεία, αλλά θα είναι 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος σε σχέση με την
αρχική τιμή (στόχο) κατά το 2020.
7. Ο αποπληθωρισμός. Μείωση του πληθωρισμού κατά 1% από το στόχο θα οδηγήσει σε επιβάρυνση
του λόγου χρέους/ΑΕΠ κατά πέντε μονάδες.
8. Οι αποκλίσεις στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων. Εάν τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων είναι κατά
50% μικρότερα τωνπροβλεπόμενων, θα υπάρξει επιβάρυνση του χρέους κατά τέσσερις μονάδες του
ΑΕΠ.
9. Συνδυασμός όλων ή μερικών εκ τωνπαραπάνω αρνητικώνπαραγόντων θα οδηγήσει το δημόσιο
χρέος εκτός τροχιάς βιωσιμότητας.
Αναθεώρηση εκτιμήσεων και προοπτική
Η επιδείνωση των εκτιμήσεων για το ελληνικό χρέος οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων, που
οδήγησαν σε αναθεώρηση, ενώ ο κίνδυνος είναι οι ίδιοι παράγοντες να εκτρέψουν τηνπορεία του
χρέους και στα επόμενα χρόνια. Mεταξύ των δύο αξιολογήσεων, οι παράγοντες που επέδρασαν
(θετικά ή αρνητικά) και προκάλεσαν την αναθεώρηση των εκτιμήσεων (συνολικά επί το
δυσμενέστερο) για τις προοπτικές του ελληνικού χρέους είναι:
1. Η μείωση της παραγωγής. Ως αποτέλεσμα του χαμηλότερου από το αναμενόμενο αποπληθωριστή το
2013, το ονομαστικό ΑΕΠ αναθεωρήθηκε προς τα κάτω, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο λόγος του
χρέους προς το ΑΕΠ το έτος 2020, σύμφωνα με το βασικό σενάριο κατά περίπου 1 εκατοστιαία
μονάδα του ΑΕΠ.
2. Ο πρόσθετος συμψηφισμός οφειλών. Το πρόγραμμα προβλέπει τώρα την εκκαθάριση τωνπερίπου
2,5 δισ. ευρώ καθυστερούμενων επιστροφών φόρου το 2015, η οποία αυξάνει την αναλογία του
χρέους το 2020 κατά 1% του ΑΕΠ.
3. Η υστέρηση ιδιωτικοποιήσεων. Οι στόχοι έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω και πάλι, αυξάνοντας τον
προβλεπόμενο για το 2020 λόγο του χρέους κατά περίπου 0,4% του ΑΕΠ και το λόγο του χρέους το
2022 κατά περίπου 1,5% του ΑΕΠ.
4. Η δημοσιονομική υπεραπόδοση. Το 2013 η δημοσιονομική ισορροπία υπερέβη τους στόχους του
προγράμματος, το οποίο έχει βελτιώσει το επίπεδο του χρέους του 2020 κατά περίπου 1% του
ΑΕΠ.
5. Η εναλλακτική χρηματοδότηση, μέσω της εξαγοράς τωνπρονομιούχων μετοχών των τραπεζών και
της ακύρωσης των ομολόγων του ΕΤΕΑΝ, μείωσε τις πρόσθετες ανάγκες χρηματοδότησης για το
2020 κατά περίπου 1% του ΑΕΠ.
Το «αγκάθι» της αξιολόγησης
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η τρόικα έχει προειδοποιήσει πως, για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες απομείωσης του χρέους, βασική προϋπόθεση αποτελεί η συμφωνία κατά την επικείμενη αξιολόγηση, που ξεκινά στο τέλος του Σεπτεμβρίου. Λόγω των σημαντικών θεμάτων που υπάρχουν στην ατζέντα (μέτρα για το ασφαλιστικό, εργασιακό, απολύσεις, «κόκκινα δάνεια», οφειλές στην εφορία κ.λπ.), η συμφωνία με τους δανειστές καθίσταται δύσκολη, εκτός και εάν συμφωνηθεί αναβολή.
naftemporiki
Οι συγκεκριμένες παράμετροι δεν είναι σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά σύμφωνα με το ΔΝΤ είχαν ήδη πρακτική εφαρμογή, καθώς οδήγησαν σε αναθεώρηση, προς το δυσμενέστερο, των εκτιμήσεων για το ελληνικό χρέος για τα έτη 2020 και 2022, περίοδος κατά την οποία το εκτιμώμενο ύψος του χρέους θα αποτελεί το κριτήριο της βιωσιμότητάς του. Στο πλαίσιο των ανησυχιών αυτών, το ΔΝΤ συγκαλεί στα μέσα Νοεμβρίου στην Ουάσιγκτον διάσκεψη για το ελληνικό χρέος, με κύριο θέμα τα μέτρα περαιτέρω μείωσής του, με το Ταμείο να τάσσεται υπέρ των δραστικών λύσεων, μεταξύ των οποίων είναι το «κούρεμα». Ομως το όποιο κούρεμα θα αφορά μόνο τα δάνεια των χωρών της Ευρωζώνης και του EFSF και όχι εκείνα του ΔΝΤ, που λόγω καταστατικού δεν μπορούν να θιγούν
ούτε καν στα επιτόκια και τη διάρκειά τους.
Στην επιλογή αυτή αντιδρούν οι χώρες της Ευρωζώνης και ειδικά η Γερμανία, που έχει χορηγήσει και τα περισσότερα δάνεια και αντιπροτείνουν τη μείωση των επιτοκίων και την επιμήκυνση από 30 σε 50 χρόνια. Σύμφωνα όμως με το ΔΝΤ αλλά και με Γερμανούς οικονομολόγους, τα συγκεκριμένα μέτρα δεν αποτελούν οριστική λύση, αλλά απλά μια μετάθεση του προβλήματος στο μέλλον. Το ελληνικό χρέος, με βάση τα τωρινά δεδομένα και τις εκτιμήσεις για την εξέλιξη των παραμέτρων που επηρεάζουν το ύψος του, από το 174%-175% φέτος (324 δισ. ευρώ ήταν στο τέλος Ιουλίου), θα βρεθεί στο επίπεδο του 128% του ΑΕΠ το 2020.
Η εξέλιξη αυτή δεν συνιστά ουσιαστική βελτίωση, επειδή λόγω του ύψους του, το χρέος θα εξακολουθεί να απορροφά σημαντικούς πόρους για την εξυπηρέτησή του και θα διατηρεί αμείωτη την πίεση στον προϋπολογισμό, απορροφώντας πόρους που θα μπορούσαν να διατεθούν για την ανάπτυξη. Σημειώνεται πάντως πως η ελληνική πλευρά φέρεται να αποδέχεται το ευρωπαϊκό σχέδιο, όπως προκύπτει άλλωστε από το σχετικό απόσπασμα του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος.
Τι φοβάται το ΔΝΤ
Στη διάσκεψη της Ουάσιγκτον, που ακόμη δεν έχει διευκρινιστεί σε τι επίπεδο εκπροσώπησης θα είναι, θα τεθούν όλα τα ζητήματα και οι προοπτικές του χρέους, σε μια προσπάθεια να βρεθεί βιώσιμη λύση, με το ΔΝΤ να είναι υπέρ των δραστικών παρεμβάσεων. Στην ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους το ΔΝΤ σημειώνει ότι, με το βασικό/καλό σενάριό του, το χρέος αναμένεται να φτάσει φέτος σε περίπου 174% του ΑΕΠ πριν αρχίσει να υποχωρεί, για να τείνει στο 128% του ΑΕΠ το έτος 2020 και στο 117% του ΑΕΠ το 2022. Όμως, το προηγούμενο σενάριο βιωσιμότητας προέβλεπε πως το χρέος (επίσης χωρίς τα πρόσθετα μέτρα μείωσης του χρέους που υποσχέθηκαν οι εταίροι το Νοέμβριο του 2012) θα έφτανε στο 124% του ΑΕΠ το 2020 και πολύ κάτω από το 110% του ΑΕΠ το έτος 2022. Ωστόσο και οι εκτιμήσεις αυτές απειλούνται από εννέα αβεβαιότητες, οι οποίες αυτόνομα ή συνδυαστικά μπορούν να εκτροχιάσουν το χρέος. Ειδικότερα, οι ανησυχίες είναι:
1. Οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ είναι χαμηλότεροι από τις προβλέψεις για 2 διαδοχικά χρόνια, αρχής
γενομένης από το 2015. Ως αποτέλεσμα, το πρωτογενές ισοζύγιο βελτιώνεται πιο αργά και η
ασθενέστερη δημοσιονομική προοπτική οδηγεί σε υψηλότερα επιτόκια. Το αποτέλεσμα μετριάζεται
από τη συνεχιζόμενη εξάρτηση από την κρατική χρηματοδότηση. Στηνπερίπτωση αυτή, ο δείκτης
του χρέους προς το ΑΕΠ αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Εάν μάλιστα το ΑΕΠ αυξηθεί με ρυθμό
χαμηλότερο τωνπροβλέψεων κατά 1% κάθε χρόνο μέχρι το 2020, το χρέος τότε (το 2020) θα είναι
υψηλότερο κατά 10 ομάδες του ΑΕΠ.
2. Πρωτογενή πλεονάσματα: Η δημοσιονομική προσαρμογή δεν έχει επιτευχθεί πλήρως και εφόσον δεν
ολοκληρωθεί, αποτέλεσμα θα είναι το πρωτογενές ισοζύγιο να παραμείνει στο 2,5% του ΑΕΠ από το
2015 και μετά. Στο πλαίσιο αυτό, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ θα υποχωρήσει πολύ πιο αργά, ενώ θα
αυξηθούν και οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες.
3. Επιτόκιο. Εάν το επιτόκιο αναχρηματοδότησης του χρέους αυξηθεί κατά 200 μ.β. πάνω από το
στόχο, απειλείται η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Η επίπτωση μετριάζεται από τη
συνεχιζόμενη κρατική χρηματοδότηση (Ευρωζώνη).
4. Τράπεζες. Τυχόν νέα ανάγκη διάσωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες.
5. Το εξωτερικό χρέος αναμένεται να μειωθεί σταδιακά. Το ακαθάριστο χρέος, που σήμερα είναι 233%
του ΑΕΠ, προβλέπεται να μειωθεί σε περίπου 160% το 2020. Μακροοικονομικές κρίσεις και οι
αποκλίσεις πολιτικής θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αρνητική δυναμική.
6. Μεγαλύτερα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μια αργή βελτίωση της
ανταγωνιστικότητας, που προκύπτει από την καθυστέρηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα
μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές και να επιδεινώσει τις βασικές προβλέψεις του
ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά περίπου 1,5% του ΑΕΠ ετησίως. Ο λόγος του χρέους θα
παραμείνει σε πτωτική πορεία, αλλά θα είναι 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος σε σχέση με την
αρχική τιμή (στόχο) κατά το 2020.
7. Ο αποπληθωρισμός. Μείωση του πληθωρισμού κατά 1% από το στόχο θα οδηγήσει σε επιβάρυνση
του λόγου χρέους/ΑΕΠ κατά πέντε μονάδες.
8. Οι αποκλίσεις στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων. Εάν τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων είναι κατά
50% μικρότερα τωνπροβλεπόμενων, θα υπάρξει επιβάρυνση του χρέους κατά τέσσερις μονάδες του
ΑΕΠ.
9. Συνδυασμός όλων ή μερικών εκ τωνπαραπάνω αρνητικώνπαραγόντων θα οδηγήσει το δημόσιο
χρέος εκτός τροχιάς βιωσιμότητας.
Αναθεώρηση εκτιμήσεων και προοπτική
Η επιδείνωση των εκτιμήσεων για το ελληνικό χρέος οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων, που
οδήγησαν σε αναθεώρηση, ενώ ο κίνδυνος είναι οι ίδιοι παράγοντες να εκτρέψουν τηνπορεία του
χρέους και στα επόμενα χρόνια. Mεταξύ των δύο αξιολογήσεων, οι παράγοντες που επέδρασαν
(θετικά ή αρνητικά) και προκάλεσαν την αναθεώρηση των εκτιμήσεων (συνολικά επί το
δυσμενέστερο) για τις προοπτικές του ελληνικού χρέους είναι:
1. Η μείωση της παραγωγής. Ως αποτέλεσμα του χαμηλότερου από το αναμενόμενο αποπληθωριστή το
2013, το ονομαστικό ΑΕΠ αναθεωρήθηκε προς τα κάτω, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο λόγος του
χρέους προς το ΑΕΠ το έτος 2020, σύμφωνα με το βασικό σενάριο κατά περίπου 1 εκατοστιαία
μονάδα του ΑΕΠ.
2. Ο πρόσθετος συμψηφισμός οφειλών. Το πρόγραμμα προβλέπει τώρα την εκκαθάριση τωνπερίπου
2,5 δισ. ευρώ καθυστερούμενων επιστροφών φόρου το 2015, η οποία αυξάνει την αναλογία του
χρέους το 2020 κατά 1% του ΑΕΠ.
3. Η υστέρηση ιδιωτικοποιήσεων. Οι στόχοι έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω και πάλι, αυξάνοντας τον
προβλεπόμενο για το 2020 λόγο του χρέους κατά περίπου 0,4% του ΑΕΠ και το λόγο του χρέους το
2022 κατά περίπου 1,5% του ΑΕΠ.
4. Η δημοσιονομική υπεραπόδοση. Το 2013 η δημοσιονομική ισορροπία υπερέβη τους στόχους του
προγράμματος, το οποίο έχει βελτιώσει το επίπεδο του χρέους του 2020 κατά περίπου 1% του
ΑΕΠ.
5. Η εναλλακτική χρηματοδότηση, μέσω της εξαγοράς τωνπρονομιούχων μετοχών των τραπεζών και
της ακύρωσης των ομολόγων του ΕΤΕΑΝ, μείωσε τις πρόσθετες ανάγκες χρηματοδότησης για το
2020 κατά περίπου 1% του ΑΕΠ.
Το «αγκάθι» της αξιολόγησης
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η τρόικα έχει προειδοποιήσει πως, για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες απομείωσης του χρέους, βασική προϋπόθεση αποτελεί η συμφωνία κατά την επικείμενη αξιολόγηση, που ξεκινά στο τέλος του Σεπτεμβρίου. Λόγω των σημαντικών θεμάτων που υπάρχουν στην ατζέντα (μέτρα για το ασφαλιστικό, εργασιακό, απολύσεις, «κόκκινα δάνεια», οφειλές στην εφορία κ.λπ.), η συμφωνία με τους δανειστές καθίσταται δύσκολη, εκτός και εάν συμφωνηθεί αναβολή.
naftemporiki
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου