Όπως διευκρίνισε η ίδια στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, το κατά πόσο η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε αύξηση ή πάγωμα των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο θα εξαρτηθεί, κυρίως, από την εξέλιξη του πληθωρισμού τους δύο επόμενους μήνες.
«Οι μελλοντικές μας αποφάσεις θα διασφαλίσουν ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα καθοριστούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για να επιτευχθεί έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στο μεσοπρόθεσμο στόχο 2%. Θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου των επιτοκίων» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Νωρίτερα, η ΕΚΤ ανακοίνωσε μία ακόμη αύξηση των επιτοκίων της, κατά 0,25%, με αποτέλεσμα το επιτόκιο καταθέσεων να ανέλθει στο 3,75%.
Η ένατη κατά σειρά αύξηση των επιτοκίων, από πέρυσι τον Ιούλιο, όταν η ΕΚΤ ξεκίνησε τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, είχε προαναγγελθεί από την επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, καθώς η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού εμφανίζει ισχυρές αντιστάσεις.
Είναι ενδεικτικό ότι ο δομικός πληθωρισμός στην ευρωζώνη αυξήθηκε τον Ιούνιο στο 5,5% από 5,3% που ήταν τον Μάιο (ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή αντιθέτως υποχώρησε στο 5,5% από 6,1%). Ταυτόχρονα όμως, τα τελευταία στοιχεία (όπως για παράδειγμα δείκτης PMI) δείχνουν ότι η προοπτική της οικονομίας επιδεινώνεται.
Η ΕΚΤ, όπως ανέφερε η επικεφαλής της, διαπιστώνει ότι οι βραχυπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές για τη ζώνη του ευρώ έχουν επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω της ασθενέστερης εγχώριας ζήτησης. Ο υψηλός πληθωρισμός και οι αυστηρότεροι όροι χρηματοδότησης περιορίζουν τις δαπάνες. Αυτό επιβαρύνει ιδιαίτερα την μεταποίηση η οποία επίσης συγκρατείται από την ασθενή εξωτερική ζήτηση.
Οι επενδύσεις σε κατοικίες και επιχειρήσεις δείχνουν επίσης σημάδια αδυναμίας. Οι υπηρεσίες παραμένουν πιο ανθεκτικές. Όμως η δυναμική επιβραδύνεται στον τομέα των υπηρεσιών. Η οικονομία αναμένεται να παραμείνει αδύναμη βραχυπρόθεσμα. Με την πάροδο του χρόνου, η πτώση του πληθωρισμού, η αύξηση των εισοδημάτων και η βελτίωση των συνθηκών προσφοράς αναμένεται να στηρίξουν την ανάκαμψη.
Η αγορά εργασίας παραμένει εύρωστη. Το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε στο ιστορικό χαμηλό του 6,5% τον Μάιο και πολλές νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται, ειδικά στον τομέα των υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, δείκτες για το μέλλον υποδηλώνουν ότι αυτή η τάση ενδέχεται να επιβραδυνθεί τους επόμενους μήνες και να γίνει αρνητική για τη μεταποίηση.
Συμπερασματικά η ΕΚΤ εκτιμά ότι οι προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη και τον πληθωρισμό παραμένουν εξαιρετικά αβέβαιες. Οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη περιλαμβάνουν τον αδικαιολόγητο πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και την αύξηση των ευρύτερων γεωπολιτικών εντάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να κατακερματίσουν το παγκόσμιο εμπόριο και να επιβαρύνουν έτσι την οικονομία της ζώνης του ευρώ. Η ανάπτυξη θα μπορούσε επίσης να επιβραδυνθεί περαιτέρω, εάν τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής είναι πιο ισχυρά από τα αναμενόμενα ή εάν η παγκόσμια οικονομία αποδυναμωθεί και ως εκ τούτου περιορίσει τη ζήτηση για εξαγωγές της ζώνης του ευρώ. Αντίθετα, η ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι υψηλότερη από την προβλεπόμενη, εάν η ισχυρή αγορά εργασίας, η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων και η υποχώρηση της αβεβαιότητας σημαίνουν ότι οι άνθρωποι και οι επιχειρήσεις αποκτούν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ξοδεύουν περισσότερα.
Πάντως, η σημερινή αύξηση του επιτοκίου αντανακλά την εκτίμηση του Διοικητικού Συμβουλίου για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Οι εξελίξεις από την τελευταία συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου ενίσχυσαν την προσδοκία ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει περαιτέρω στο υπόλοιπο του έτους, αλλά θα παραμείνει πάνω από τον στόχο για παρατεταμένη περίοδο. Ενώ ορισμένα μέτρα δείχνουν σημάδια χαλάρωσης, ο υποκείμενος πληθωρισμός παραμένει υψηλός συνολικά. Οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων εξακολουθούν να μεταδίδονται δυναμικά: οι συνθήκες χρηματοδότησης έχουν γίνει και πάλι αυστηρότεροι και περιορίζουν ολοένα και περισσότερο τη ζήτηση, η οποία είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο.
Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως, ότι η αύξηση αυτή δεν επιβαρύνει το κόστος εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου, καθώς οι ελληνικές τράπεζες έχουν παγώσει τα επιτόκια τους από τον περασμένο Μάιο και για ένα χρόνο.
protothema
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου