«Στις 23 Ιουλίου ο σύζυγος μου και εγώ, που είχαμε παντρευτεί μόνο τέσσερις ημέρες και ήμασταν στη Ραφήνα για το γαμήλιο ταξίδι. Μέναμε σε βίλα, στη βίλα “Αλίκη”. Ξυπνήσαμε το πρωί, φάγαμε το ωραίο πρωινό μας και καθίσαμε στην πισίνα. Κολυμπήσαμε και ο σύζυγος μου πήρε τηλέφωνο τη μητέρα του επειδή ήταν τα γενέθλια της. Είπε στην μητέρα του ότι την αγαπούσε, αυτό ήταν και το τελευταίο τηλέφωνα του. Το μεσημέρι πήγαμε μέσα για να ξεκουραστούμε. Είχε πολύ ζέστη. Είμαστε από την Ιρλανδία και δεν έχουμε συνηθίσει σε τέτοιες θερμοκρασίες. Κάναμε έρωτα για τελευταία φορά και κοιμηθήκαμε» περιέγραψε η μάρτυρας.
Στη συνέχεια, όπως εξιστόρησε, η μάρτυρας, η ονειρική αυτή συνθήκη του μήνα του μέλιτος άλλαξε άρδην.«Μετά από μία ώρα, ξύπνησα, ο Μπράιαν δεν ήταν στο κρεβάτι, τον άκουσα να φωνάζει το όνομα μου, επειδή τα σκαλιά στη βίλα ήταν απότομα, κατέβηκα αργά και προσεκτικά. Ο Μπράιαν καθόταν στη μπαλκονόπορτα και είχε ήδη πιάσει φωτιά ο κήπος. Ήταν σε σοκ. Ήταν πραγματική φωτιά. Ήταν πολύ μεγάλη.
Αμέσως έκλεισε τις πόρτες κι μου είπε να κλείσουμε και την πίσω πόρτα. Έτρεξα και είδα ότι ο πίσω κήπος είχε πιάσει επίσης φωτιά. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε για τη ζωή μας. Φόρεσα μία λευκή ρόμπα, πήρα διαβατήρια, πορτοφόλια και τις βέρες μας.Μέσα στη βίλα υπήρχε ένα αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει. Πηδήξαμε μέσα στο αυτοκίνητο και προσπαθήσαμε να ανοίξουμε τη γκαραζόπορτα. Δεν άνοιξε. Τότε καταλάβαμε ότι είχε κοπεί ρεύμα. Θυμήθηκε ο Μπράιν ότι μας είχε πει η ιδιοκτήτρια βίλας πως υπήρχε ένα κλειδί, για να ανοίξει η γκαραζόπορτα, αλλά δε δούλευε. Ξοδέψαμε χρήσιμα λεπτά εκεί. Είδαμε ότι η φωτιά μας είχε περικυκλώσει. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε».
«Με βοήθησε ο Μπράιν να πηδήξω τα κάγκελα, όταν τα πήδηξα, τραυματίστηκα στο γόνατο μου, πονούσα αλλά δε σκεφτόμουν το γόνατο. Πήδηξε και ο Μπράιαν αλλά καταλάβαμε ότι είχε πιάσει μεγάλη φωτιά. Τον έβαλα να μου υποσχεθεί ότι θα είμαστε καλά, μου το υποσχέθηκε (κλαίει) αλλά δεν μπόρεσε να τηρήσει την υπόσχεση του» είπε η μάρτυρας, ξεσπώντας σε κλάματα.
Μόλις κατάφεραν να βγουν στο δρόμο και μη γνωρίζοντας που να πάνε, οι νεόνυμφοι από την Ιρλανδία άρχισαν να τρέχουν. «Υπήρχε καπνός παντού, αλλά είχε σκοτεινιάσει ο τόπος. Ήταν πολύ δύσκολο να αναπνεύσουμε. Τα μάτια μας έκαιγαν. Δεν βλέπαμε σωστά και δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Τρέξαμε και πήγαμε δεξιά. Πιστεύαμε πως η θάλασσα ήταν προς τα εκεί. Προσπαθούμε να τρέξουμε ευθεία και δεξιά.
Συναντήσαμε κάποιες γυναίκες και φαινόντουσαν σαν να ερχόντουσαν από τη θάλασσα. Εμφανίστηκαν από το πουθενά μέσα στο καπνούς. Μας είπαν να μην πάμε εκεί. Κατάλαβα πως είχε πιάσει φωτιά το φόρεμα και τα πόδια μου, δεν μπορώ να σας περιγράψω.
Ο Μπράιαν έσβησε τη φωτιά με τα χέρια του, αλλά έπρεπε να συνεχίσουμε να τρέχουμε, ίσως πήγαμε πίσω από την κατεύθυνση που είχαμε έρθει, δε ξέρω. Ήταν σαν ένας τυφώνας από φωτιά. Είχανε πιάσει φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα μου.
Φτάσαμε στο δρόμο και είδαμε κάτι πολύ μικρά παιδιά. Τέσσερα-πέντε. Δεν υπήρχε ενήλικας. Τα πήραμε στην αγκαλιά μας και αρχίσαμε να τρέχουμε. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο. Το σταματήσαμε, βάλαμε τα παιδιά μέσα. Καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε χώρος για εμάς. Ζήτησα από τον οδηγό να μας βάλει στο πορτ μπαγκάζ. Άρχισε το αυτοκίνητο να τρέχει και αισθανόμαστε ότι πήγαινε σε ανηφόρα».
«Οι φλόγες μας ερχόταν συνεχώς κατά πάνω μας, μας έφτυναν. Το χέρι μου κόλλησε στο καπό. Όλο το σώμα μου είχε πιάσει φωτιά. Φωτιά έπιασαν και τα ρούχα του Μπράιν. Το αυτοκίνητο ξαφνικά τράκαρε σε ένα δέντρο. Το δέντρο έπεσε πάνω σε εμάς, ο Μπράιαν άρχισε να φωνάζει και δεν μπορούσα να τον κρατήσω από το χέρι. Έπεσε από το αυτοκίνητο μέσα στη φωτιά. Η τελευταία του λέξη ήταν «γιατί». Προσπάθησα να του φωνάξω, ήθελα να ακούσει πόσο τον αγαπούσα και ότι ήταν ο καλύτερος σύζυγος.
Ήξερα ότι είχε πεθάνει, εξαφανίστηκε μέσα στη φωτιά και τον άκουσα να φωνάζει. Καθόμουν στο πορτ μπαγκάζ και αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρο μου. Δεν μπορώ να περιγράψω τον πόνο. Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει και καθόμουν και περίμενα τον θάνατο μου. Ήταν σαν φαντάσματα να βγαίνουν από καπνούς. Ένας πυροσβέστης, ήρθε και με έπιασε, με αγκάλιασε και με έβγαλε από το αυτοκίνητο.
Νομίζω ότι ήρθε γιατί με άκουσε να φωνάζω το όνομα Μπράιαν. Με άρπαξε, με αγκάλιασε, με έβγαλε και με πέρασε μέσα από φωτιά. Με πήγε μέσα σε ένα φορτηγό που φαινόταν της πυροσβεστικής. Του ζήτησα να γυρίσει να πάρει τον Μπράιαν αλλά πιστεύω δε με κατάλαβε. Άρχισε να τρέχει ο οδηγός με μεγάλη ταχύτητα και μου μιλούσε για να με ηρεμήσει. Κοίταξα τα χέρια μου, είχε αρχίσει να βγαίνει το δέρμα μου, ήταν σαν ταινία τρόμου, από το ένα μάτι δεν έβλεπα. Τα μαλλιά μου, είχαν κολλήσει στο σώμα μου» περιέγραψε συγκλονισμένη και φορτισμένη η μάρτυρας στην κατάθεση της.
Η κατάσταση της μάρτυρας ήταν τραγική. «Κατάλαβα ότι τα κομμάτια του φορέματος φλέγονταν ακόμα. Τα παπούτσια μου καίγονταν. Νόμιζα ότι έβραζα. Ζήτησα να μου βγάλουν ρούχα. Δυστυχώς δεν καταλάβαινε η γυναίκα που ήταν δίπλα μου και άρχισε να μου ρίχνει νερό. Της είπα να μου κόψει τα ρούχα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε, μετά το έκανε. Έβγαινε και δέρμα μαζί με το ύφασμα.
Κατάλαβα ότι είχα καεί σε όλο το σώμα. Ήμουν αρχικά τόσο ζεστή και μετά τόσο κρύα. Δεν μπορούσα να ελέγξω σώμα μου. Τους ζητούσα συνέχεια να ψάξουν το Μπράιαν. Πίστευα ότι κάποιος τον είχε σώσει κι αυτόν. Ένας άνθρωπος, μου είπε ότι ήταν επικίνδυνο να γυρίζει κάποιος πίσω. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν εκεί, κάποια στιγμή με κάλυψαν με σεντόνια και μου είπαν ότι θα με πάμε στο νοσοκομείο» τόνισε η Ιρλανδή υπήκοος στην κατάθεση της.
Η πρώτη της επαφή με το ελληνικό σύστημα υγείας δεν ήταν η καλύτερη. «Με πήγαν στο ασθενοφόρο, ο πόνος είναι τόσο ισχυρός, υπήρχαν δύο άτομα και τους παρακαλούσα να μου δώσουν κάτι για τον πόνο. Δεν απάντησαν. Έκλαιγα. Φώναζα και ζητούσα βοήθεια. Πίστευα ότι θα πεθάνω και άρχισαν να γελάνε. Δε γνωρίζω γιατί γέλαγαν και ένας που μίλαγε καλά αγγλικά μου είπε να σκάσω και έσκασα. Αισθανόμουν έτσι κι αλλιώς ότι θα πεθάνω.
Με πήγαν στο νοσοκομείο, τότε, κατάλαβα πως τόσος κόσμος έχει καεί. Παντου όλοι φώναζαν και έκλαιγαν και μύριζε καμένο δέρμα. Ήμουν εκεί για μεγάλο διάστημα όπως κι άλλοι. Ήταν κόλαση. Κατάλαβα ότι είχα ακόμα τη τσάντα μου. Κάποιος με πλησίασε με ρώτησε από που είμαι και του του είπα από Ιρλανδία. Μου είπε μπορώ να σε βοήθησε, γνωρίζω κάποιον στην πρεσβεία.
Ζήτησα παυσίπονα. Νομίζω μίλησε με κάποιον. Κατάλαβαν ότι είχα ασφαλιστήριο υγείας επειδή το είχα δώσει σε αυτόν. Με έβγαλαν από τα επείγοντα, με πήγαν σε άλλο όροφο και νομίζω πως ήταν επειδή είχα ιδιωτική ασφάλιση. Με έβαλαν σε δωμάτιο με παράθυρο. Έβλεπα το πρόσωπο μου. Το μισό πρόσωπο είχε μαυρίσει και λιώσει. Το μάτι μου ήταν κλειστό. Τώρα μπορώ να δω. Ήμουν στο κρεβάτι και πόναγα. Πρέπει να ήταν νύχτα. Ζήτησα από μία νοσοκόμο, κάτι για τον πόνο, δε μου έδωσε σημασία, της ξανά ζήτησα και μου είπε δεν μπορώ μέχρι να έρθει γιατρός.
Καθόμουν και περίμενα να πεθάνω. Αισθανόμουν ότι όλο το σώμα μου τρώγονταν. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα θάνατο. Ήρθε μία γυναίκα από την Ιρλανδική πρεσβεία. Την αναγνώρισα. Αποδείχθηκε ότι ήμασταν μαζί στο κολέγιο και σπουδάσαμε αρχαία ελληνικά. Γι’ αυτό ήρθαμε εδώ. Ήταν το όνειρο μου. Ο Μπράιαν μου είχε πει ότι θα είχε πολύ ζέστη.
Ήταν σαν να είχα ένα άγγελο δίπλα μου. Της είπα τα πάντα. Είδα το σύζυγο μου να πεθαίνει. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Την παρακάλεσα να βρει τον Μπράιαν. Πήγε και βρήκε ένα γιατρό. Είχε γεμίσει το νοσοκομείο με κόσμο. Κατάλαβα ότι οι γιατροί προσπαθούσαν να τους βοηθήσουν. Με είχαν ξεχάσει γιατί ήμουν πίσω από κουρτίνα» περιέγραψε η μάρτυρας.
Στη συνέχεια με την παρέμβαση της Πρεσβείας της νοσηλεύτηκε σε ιδιωτική κλινική, για περίπου ένα μήνα, όπου υποβλήθηκε και σε πολλά χειρουργεία. «Το προσωπικό σε αυτό το νοσοκομείο, ήταν οι καλύτεροι και πιο ευγενείς άνθρωποι. Μου έδωσαν την καλύτερη περίθαλψη και γνώριζαν για το σύζυγο μου και πως ήμασταν στο γαμήλιο ταξίδι, έκανα πολλά χειρουργεία, έσωσαν το μάτι μου» τόνισε η μάρτυρας.
Σε αυτό το νοσοκομείο έμαθε πως βρέθηκε η σορός του συντρόφου της, αλλά και για το θάνατο του πατέρα της πίσω στην πατρίδα της, που ήταν για εκείνη ένα σημαντικό ακόμα πλήγμα. «Μέχρι τότε πίστευα πως ίσως είχε διασωθεί ο Μπράιαν και βρισκόταν σε άλλο νοσοκομείο. Ο αδελφός μου, μου είπε πως πέθανε μέσα στη φωτιά. Ήμουν στο νοσοκομείο για ένα μήνα. Κάθε 2-3 ημέρες έκανα χειρουργεία. Τα πόδια μου είχαν καεί σε μεγάλο βαθμό. Πίστευα πως δεν θα περπατήσω ξανά. Στο “Μητέρα” όλα τα χειρουργεία ήταν για σωθώ. Έχω κάνει 30 με 33 χειρουργεία» τόνισε η μάρτυρας, μεταξύ άλλων.
Μέχρι και σήμερα η μάρτυρας δεν μπορεί να εργαστεί στην προηγούμενη εργασία της, ενώ αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα υγείας και σωματικά και ψυχικά.
newsit
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου