« Είναι δικαιολογημένος ο αριθμός των βλημάτων (σ.σ. άνω των 35) που ρίχτηκαν στο Πέραμα». Σε αυτή την εντυπωσιακή αναφορά προχώρησε ο 43χρονος βασικός εκπαιδευτής των αστυνομικών της ομάδας ΔΙΑΣ που κατέθεσε προ μερικών ημερών στην αρμόδια ανακρίτρια που ερευνά τις συνθήκες του δραματικού περιστατικού στο Πέραμα τον περασμένο Οκτώβριο όπου έχασε την ζωή του, μετά από καταδίωξη κλεμμένου οχήματος ένας 21χρονος Ρομά.
Στην κατάθεσή του (σ.σ. περιέχεται σε νέο τμήμα της δικογραφίας της υπόθεσης που παρουσιάζει «Το Βήμα» ) ο εκπαιδευτής των αστυνομικών που συμμετείχαν στην αιματηρή καταδίωξη παρουσίασε τις εντολές και τον τρόπο δράσης των ενστόλων κι εξήγησε γιατί «δεν μπορούσαν να ακούσουν τις εντολές του επιχειρησιακού κέντρου λόγω της ταχύτητας τους». Μία αναφορά που προσδίδει νέα διάσταση στην υπόθεση του Περάματος.
Παράλληλα στον δικαστικό φάκελο έχουν ενταχθεί κι οι απολογίες των δύο άλλων επιβατών του κλεμμένου οχήματος –ένας τραυματίσθηκε σοβαρά, ο άλλος 15 ετών διέφυγε – οι οποίες παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, όχι μόνο από τις αναφορές αστυνομικών (σ.σ. εκπροσωπήθηκαν νομικά από τον κ. Αλέξη Κούγια), αλλά και τις καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων.
Την ίδια ώρα αποκαλύπτεται ότι ο υψηλόβαθμος αξιωματικός της Αμεσης Δράσης (σ.σ. μετακινήθηκε μετά το συμβάν) που φέρεται να έδωσε την εντολή να σταματήσει η καταδίωξη, ήταν στόχος Ενορκης Διοικητικής Εξέτασης, γιατί είχε επιτρέψει άλλο ανθρωποκυνηγητό με οχήματα προ μερικών μηνών στην λεωφόρο Λιοσίων που είχε οδηγήσει σε τροχαίο ατύχημα. Την ΕΔΕ είχε διατάξει ανώτατο στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ. που φαίνεται να είχε δώσει τέτοιες γενικές κατευθύνσεις περί «αδρανών αστυνομικών σε καταδιώξεις οχημάτων» χωρίς να ελεγχθεί για την υπόθεση του Περάματος.
Όπως επισήμανε λοιπόν ο εκπαιδευτής των αστυνομικών «είμαι πιστοποιημένος εκπαιδευτής από την Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών από το έτος 2010 του τομέα της αυτοπροστασίας αυτοάμυνας και οπλοτεχνικής. Από το έτος 2018 μέχρι και σήμερα είμαι εκπαιδευτής στην ομάδα ΔΙΑΣ . Στο κομμάτι της αυτοπροστασίας όπως αναφέρεται στο εγχειρίδιο του 2021 που σας χορηγώ διαπιστώνονται δυσκολίες στην επικοινωνία μεταξύ κέντρου και δικύκλων λόγω των φορητών ασυρμάτων και των συνθηκών κίνησης, πολύ δε περισσότερο στις καταδιώξεις με εξαιρετικά δύσκολη ακρόαση και κυρίως διαβίβαση εντολών. Σύμφωνα με το εγχειρίδιο ο αστυνομικός ενεργεί χρήση ηχητικών και φωτεινών μέσων (σήμα Γ). Από προσωπική εμπειρία αλλά και από τη μελέτη που διενήργησαν στην υπηρεσία μου υπεύθυνοι εταιρείας μοτοσικλετών οι αστυνομικοί όταν κάνουν χρήση ηχητικών όπως είναι υποχρεωμένοι από ταχύτητα 50 – 60 χιλιόμετρα την ώρα δεν ακούγεται καθόλου ασύρματος. Σε άλλα δίτροχα δεν ακούγεται καθόλου ο ασύρματος από τα 80 έως 90 χιλιόμετρα. Είναι πολύ δύσκολο να ακούσουν αλλά και να διαβιβάσουν στο κέντρο λόγω του αέρα. Παρότι από όσο γνωρίζω δεν έχουν χορηγηθεί από την υπηρεσία ακουστικά όσοι εκ των αστυνομικών προμηθευτούν από μόνη τους τέτοια από τα 110 χιλιόμετρα και πάνω μπορούν να ακούσουν όμως δεν μπορώ να διαβιβάσουν».
Ακολούθως ο ίδιος εκπαιδευτής των αστυνομικών της ΔΙΑΣ επισημαίνει «η καταδίωξη τελειώνει όταν για οποιοδήποτε λόγο ακινητοποιηθεί το καταδιωκόμενο όχημα. Εκεί περνάμε στον έλεγχο υψηλού κινδύνου που σημαίνει έλεγχος με αυξημένα μέτρα προστασίας δηλαδή οι αστυνομικοί εκπαιδεύονται να απαγκιστρώνονται όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από τις μηχανές τους. Αν ο χώρος το επιτρέπει οι αστυνομικοί παίρνουν θέσεις κάλυψης και σε καμία περίπτωση δεν πλησιάζουν το ακινητοποιημένο όχημα. Καλούν τους υπόπτους να κατέβουν από το όχημα και να έρθουν προς αυτούς. Σε περίπτωση που το όχημα κινηθεί απειλητικά εναντίον των αστυνομικών τότε οφείλουν να φύγουν από τη νοητή του κατεύθυνση για να προφυλαχθούν. Οι αστυνομικοί κάνουν χρήση του υπηρεσιακού του όπλου τους όταν συντρέχει η περίπτωση του νόμου περί όπλων όταν οι ίδιοι κρίνουν ότι είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο. Με βάση το νόμο περί όπλων και την κλίμακα μέσων άσκησης ελέγχου η χρήση του όπλου πρέπει να γίνεται κλιμακωτά. Δηλαδή αέρα, ύστερα τα άκρα (όταν δεν πλήττονται ζωτικά όργανα) και τελικώς πυρά εξουδετέρωσης». Οσον αφορά στον πυροβολισμό στα λάστιχα δεν αποτελεί μέσο ακινητοποίησης του αυτοκινήτου παρά μόνο μέσο εκφοβισμό του οδηγού του έτσι ώστε να σταματήσει το όχημα. Σε τέτοιες περιπτώσεις τόσο στρεσογόνες ένας άνθρωπος και ένας αστυνομικός έχει τρεις αντιδράσεις: η μία είναι να παγώσει, η άλλη να τρέξει και τρίτη είναι να αμυνθεί. Όταν ένας άνθρωπος μπαίνει σε μία κατάσταση τούνελ (επικέντρωση στο περιστατικό που τον απασχολεί) χάνει την περιφερειακή του όραση και ακοή».
Για να καταλήξει ο εκπαιδευτής των αστυνομικών σημειώνει «τέλος όσον αφορά στον αριθμό των βλημάτων που ρίχτηκαν εκτιμώ ότι δικαιολογείται από τις περιστάσεις διότι οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν την κλίμακα μέσων άσκηση ελέγχου».
tovima
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου