Από τον Νοέμβριο του 2017 που ξεκίνησαν επίσημα, η δεύτερη σειρά συνομιλιών στη δεκαεετία, μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών Αλβανίας και Ελλάδας, ποτέ δεν έχει αναφερθεί στην αλβανική κοινή γνώμη ποιο είναι το αντικείμενο των διαπραγματεύσεων, ούτε για το ποιος ζήτησε αυτές τις διαπραγματεύσεις.
Από τον Σαμπάν Μουράτι (Διπλωμάτης και δημοσιογράφος)
Η μυστικότητα σχετίζεται με κάτι που δεν συνάδει με τη νομοθεσία μας, το Σύνταγμά μας και την ιστορική απόφαση του Αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου του 2010, που ακύρωσε την πρώτη συμφωνία περί θαλασσίων συνόρων μεταξύ των δύο κρατών, η οποία είχε υπογραφεί από την κυβέρνηση το 2009.
Αλλά στις 14 Φεβρουαρίου 2019, ο πρωθυπουργός της Αλβανίας, Έντι Ράμα, αποκάλυψε δημόσια σε τηλεοπτικό κανάλι ότι «γιατί μιλάμε με την Ελλάδα; Για τα σύνορα».
Υπάρχει μια βάσιμη υποψία εάν, πραγματικά, το υπουργείο Εξωτερικών έχει παραδώσει στον Πρωθυπουργό της Αλβανίας τον πλήρη διπλωματικό φάκελο για το λεγόμενο Θαλάσσιο Ζήτημα 2008-2018.
Αλλά, το γεγονός ότι βγαίνει δημόσια και δηλώνει ότι η Αλβανία μιλάει με την Ελλάδα για τα σύνορα, το θέμα ξεφεύγει από όλες τις απόψεις, νομικές, διπλωματικές, ιστορικές και εθνικές και προκαλεί γενικότερη ανησυχία.
Η ανησυχία δημιουργείται από το γεγονός ότι οι συνομιλίες με την Ελλάδα για τα σύνορά μας αποτελούν πράξη που έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα της Αλβανίας.
Έτσι, κάθε συνομιλία με την Ελλάδα για τα θαλάσσια σύνορα θα πρέπει να αντιπαρατίθεται με το Σύνταγμα μας όπως έγινε και με το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας με την ιστορική του απόφαση της 15ης Απριλίου του 2010, όταν ανέτρεψε ως αντισυνταγματική και την έκρινε άκυρη την βλαβερή για τα συμφέροντά μας συμφωνία της θαλάσσιας οριοθέτησης, που υπεγράφη με την ελληνική κυβέρνηση του 2009.
Πρώτον,
το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας καθόρισε ότι το αλβανικό υπουργείο Εξωτερικών και αλβανική κυβέρνηση δεν είχαν κανένα νόμιμο δικαίωμα να διαπραγματεύονται με την Αθήνα τα αλβανικά θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα, διότι τα σύνορα είχαν ήδη ορισθεί και είναι γνωστά και αποδεκτά διεθνώς από διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες μεγάλων δυνάμεων.
Δεύτερον,
η έναρξη διαπραγματεύσεων για τα θαλάσσια ή χερσαία σύνορα με την Ελλάδα είναι σοβαρή παράβαση των νομικών πράξεων των διεθνών δυνάμεων, όπως η διάσκεψη του Λονδίνου του 1913, το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 27ης Ιανουαρίου 1925 και ιδιαίτερα η «τελική πράξη της οριοθέτησης των συνόρων της Αλβανίας στο Παρίσι την 30η Ιουλίου 1926.
Οι μεγάλες δυνάμεις τελικά αποφάσισαν και έκλεισαν τα σύνορα της Αλβανίας, τόσο με την Ελλάδα όσοι και με την Γιουγκοσλαβία, στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1926 και η συμφωνία των μεγάλων δυνάμεων και η αποδοχή των τελικών συνόρων με την Αλβανία υπογράφηκε από την ελληνική κυβέρνηση και τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση.
Οι αλβανικές κυβερνήσεις όλων των εποχών έχουν τηρήσει τις αποφάσεις των διεθνών νομικών πράξεων και όπως έγραψα στο βιβλίο μου «Το ανύπαρκτο θέμα της θάλασσας: Μια ελληνική ή αλβανική διπλωματική ίντριγκα;» [“Çështja e paqenë e detit: Një intrigë diplomatike greke apo shqiptare?” ], η αναζωπύρωση αυτού θέματος είναι ανούσια.
Δεν μπορώ να καταλάβω ποια μυαλά στο αλβανικό υπουργείο Εξωτερικών τόλμησαν να αμφισβητήσουν το 2017, την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας, ή τις συνθήκες και τις διεθνείς συμφωνίες για τα σύνορα της Αλβανίας.
Έτσι, τα σύνορα της Αλβανίας και της Ελλάδας είναι καθοριστικά και αμετάβλητα με βάση το «τελικό σημείο διαπραγμάτευσης των συνόρων της Αλβανίας» της 30ης Ιουλίου 1926, που και ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς στις 3 Ιουλίου του 2018, υποχρεώθηκε να δεχθεί στην επίσημη ιστοσελίδα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για πρώτη φορά δημοσίως εδώ και 92 χρόνια από Έλληνα πολιτικό, ότι υπάρχει η Διεθνής Συμφωνία του Παρισιού του 1926, την οποία η Ελλάδα δεν μπορεί να αγνοήσει.
Τρίτον,
οι διασυνοριακές συνομιλίες απαγορεύονται βάσει ιστορικών και νομικών γεγονότων και το ζήτημα της θάλασσας δεν υφίσταται, είναι ανύπαρκτο. Δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο ζήτημα στις αλβανο-ελληνικές σχέσεις . Εάν υπήρχαν θαλάσσια ζητήματα θα είχαν αντιμετωπισθεί εδώ και σχεδόν 100 χρόνια από το 1914, όταν δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών.
Δεν υπήρξαν ούτε στην εποχή του Ζογκ, ούτε στην εποχή του Ενβέρ Χότζα, ούτε στο χρόνο της αποκορύφωσης των συγκρούσεων μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας, ούτε το 1949 που πηγαίναμε σε ένοπλη σύγκρουση, ούτε υπό το καθεστώς των συνταγματαρχών, ούτε μετά την επανεγκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων το 1971 μεταξύ των δύο χωρών. Είναι λοιπόν ένα ζήτημα που δεν υπήρχε.
Το ζήτημα προέκυψε ξαφνικά από την Αθήνα το 2007, όταν αποκαλύφθηκαν οι πληροφορίες για έναν τεράστιο πλούτο υδρογονανθράκων στα αλβανικά ύδατα του Ιονίου.
Τέταρτον,
ο Έντι Ράμα απαγορεύει στον …Έντι Ράμα να ανοίξει συνομιλίες για τα θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα.
Ως πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Έντι Ράμα, έχει μια ιστορική αξία που πρέπει να του αναγνωρισθεί, ότι έστειλε στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας το κοστούμι της μαύρης συμφωνίας της θάλασσας που υπογράφηκε από την κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος το 2009.
Έτσι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Έντι Ράμα, με την ενέργειά του εκείνη πριν από δέκα χρόνια απαγορεύει σήμερα στον εαυτό του να ανοίξει οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με τα θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα.
Ούτε η κυβέρνηση, ούτε το ΥΠΕΞ ούτε ο πρωθυπουργός έχουν συνταγματικό δικαίωμα να αμφισβητήσουν τα κυρίαρχα κρατικά σύνορα της χώρας.
echedoros-a
Από τον Σαμπάν Μουράτι (Διπλωμάτης και δημοσιογράφος)
Η μυστικότητα σχετίζεται με κάτι που δεν συνάδει με τη νομοθεσία μας, το Σύνταγμά μας και την ιστορική απόφαση του Αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου του 2010, που ακύρωσε την πρώτη συμφωνία περί θαλασσίων συνόρων μεταξύ των δύο κρατών, η οποία είχε υπογραφεί από την κυβέρνηση το 2009.
Αλλά στις 14 Φεβρουαρίου 2019, ο πρωθυπουργός της Αλβανίας, Έντι Ράμα, αποκάλυψε δημόσια σε τηλεοπτικό κανάλι ότι «γιατί μιλάμε με την Ελλάδα; Για τα σύνορα».
Υπάρχει μια βάσιμη υποψία εάν, πραγματικά, το υπουργείο Εξωτερικών έχει παραδώσει στον Πρωθυπουργό της Αλβανίας τον πλήρη διπλωματικό φάκελο για το λεγόμενο Θαλάσσιο Ζήτημα 2008-2018.
Αλλά, το γεγονός ότι βγαίνει δημόσια και δηλώνει ότι η Αλβανία μιλάει με την Ελλάδα για τα σύνορα, το θέμα ξεφεύγει από όλες τις απόψεις, νομικές, διπλωματικές, ιστορικές και εθνικές και προκαλεί γενικότερη ανησυχία.
Η ανησυχία δημιουργείται από το γεγονός ότι οι συνομιλίες με την Ελλάδα για τα σύνορά μας αποτελούν πράξη που έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα της Αλβανίας.
Έτσι, κάθε συνομιλία με την Ελλάδα για τα θαλάσσια σύνορα θα πρέπει να αντιπαρατίθεται με το Σύνταγμα μας όπως έγινε και με το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας με την ιστορική του απόφαση της 15ης Απριλίου του 2010, όταν ανέτρεψε ως αντισυνταγματική και την έκρινε άκυρη την βλαβερή για τα συμφέροντά μας συμφωνία της θαλάσσιας οριοθέτησης, που υπεγράφη με την ελληνική κυβέρνηση του 2009.
Πρώτον,
το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας καθόρισε ότι το αλβανικό υπουργείο Εξωτερικών και αλβανική κυβέρνηση δεν είχαν κανένα νόμιμο δικαίωμα να διαπραγματεύονται με την Αθήνα τα αλβανικά θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα, διότι τα σύνορα είχαν ήδη ορισθεί και είναι γνωστά και αποδεκτά διεθνώς από διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες μεγάλων δυνάμεων.
Δεύτερον,
η έναρξη διαπραγματεύσεων για τα θαλάσσια ή χερσαία σύνορα με την Ελλάδα είναι σοβαρή παράβαση των νομικών πράξεων των διεθνών δυνάμεων, όπως η διάσκεψη του Λονδίνου του 1913, το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 27ης Ιανουαρίου 1925 και ιδιαίτερα η «τελική πράξη της οριοθέτησης των συνόρων της Αλβανίας στο Παρίσι την 30η Ιουλίου 1926.
Οι μεγάλες δυνάμεις τελικά αποφάσισαν και έκλεισαν τα σύνορα της Αλβανίας, τόσο με την Ελλάδα όσοι και με την Γιουγκοσλαβία, στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1926 και η συμφωνία των μεγάλων δυνάμεων και η αποδοχή των τελικών συνόρων με την Αλβανία υπογράφηκε από την ελληνική κυβέρνηση και τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση.
Οι αλβανικές κυβερνήσεις όλων των εποχών έχουν τηρήσει τις αποφάσεις των διεθνών νομικών πράξεων και όπως έγραψα στο βιβλίο μου «Το ανύπαρκτο θέμα της θάλασσας: Μια ελληνική ή αλβανική διπλωματική ίντριγκα;» [“Çështja e paqenë e detit: Një intrigë diplomatike greke apo shqiptare?” ], η αναζωπύρωση αυτού θέματος είναι ανούσια.
Δεν μπορώ να καταλάβω ποια μυαλά στο αλβανικό υπουργείο Εξωτερικών τόλμησαν να αμφισβητήσουν το 2017, την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας, ή τις συνθήκες και τις διεθνείς συμφωνίες για τα σύνορα της Αλβανίας.
Έτσι, τα σύνορα της Αλβανίας και της Ελλάδας είναι καθοριστικά και αμετάβλητα με βάση το «τελικό σημείο διαπραγμάτευσης των συνόρων της Αλβανίας» της 30ης Ιουλίου 1926, που και ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς στις 3 Ιουλίου του 2018, υποχρεώθηκε να δεχθεί στην επίσημη ιστοσελίδα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για πρώτη φορά δημοσίως εδώ και 92 χρόνια από Έλληνα πολιτικό, ότι υπάρχει η Διεθνής Συμφωνία του Παρισιού του 1926, την οποία η Ελλάδα δεν μπορεί να αγνοήσει.
Τρίτον,
οι διασυνοριακές συνομιλίες απαγορεύονται βάσει ιστορικών και νομικών γεγονότων και το ζήτημα της θάλασσας δεν υφίσταται, είναι ανύπαρκτο. Δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο ζήτημα στις αλβανο-ελληνικές σχέσεις . Εάν υπήρχαν θαλάσσια ζητήματα θα είχαν αντιμετωπισθεί εδώ και σχεδόν 100 χρόνια από το 1914, όταν δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών.
Δεν υπήρξαν ούτε στην εποχή του Ζογκ, ούτε στην εποχή του Ενβέρ Χότζα, ούτε στο χρόνο της αποκορύφωσης των συγκρούσεων μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας, ούτε το 1949 που πηγαίναμε σε ένοπλη σύγκρουση, ούτε υπό το καθεστώς των συνταγματαρχών, ούτε μετά την επανεγκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων το 1971 μεταξύ των δύο χωρών. Είναι λοιπόν ένα ζήτημα που δεν υπήρχε.
Το ζήτημα προέκυψε ξαφνικά από την Αθήνα το 2007, όταν αποκαλύφθηκαν οι πληροφορίες για έναν τεράστιο πλούτο υδρογονανθράκων στα αλβανικά ύδατα του Ιονίου.
Τέταρτον,
ο Έντι Ράμα απαγορεύει στον …Έντι Ράμα να ανοίξει συνομιλίες για τα θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα.
Ως πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Έντι Ράμα, έχει μια ιστορική αξία που πρέπει να του αναγνωρισθεί, ότι έστειλε στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας το κοστούμι της μαύρης συμφωνίας της θάλασσας που υπογράφηκε από την κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος το 2009.
Έτσι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Έντι Ράμα, με την ενέργειά του εκείνη πριν από δέκα χρόνια απαγορεύει σήμερα στον εαυτό του να ανοίξει οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με τα θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα.
Ούτε η κυβέρνηση, ούτε το ΥΠΕΞ ούτε ο πρωθυπουργός έχουν συνταγματικό δικαίωμα να αμφισβητήσουν τα κυρίαρχα κρατικά σύνορα της χώρας.
echedoros-a
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου