Η ώρα της κρίσης για την ΠΓΔΜ έφτασε: Σήμερα, οι σκοπιανοί θα κληθούν να τοποθετηθούν μέσω δημοψηφίσματος για τηνσυμφωνία των Πρεσπών. Μια συμφωνία, με την οποία ανάμεσα σε άλλα, αλλάζει το όνομα της χώρας σε «Βόρεια Μακεδονία», και φιλοδοξεί να επιλύσει μια και καλή το περίφημο «μακεδονικό» ζήτημα.
Η γειτονιά των Βαλκανίων, κάποτε είχε χαρακτηριστεί ως η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης». Ένας χαρακτηρισμός που ανά ιστορικές περιόδους έχει επιβεβαιωθεί πλήρως: Από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έως τους νέους Βαλκανικούς τη δεκαετία του 90’, οι κάτοικοι της χερσονήσου είναι συνηθισμένοι στις συγκρούσεις, στα πάθη και τους ανταγωνισμούς μεταξύ μεγάλων δυνάμεων αλλά και τοπικών «παιχτών» στην περιοχή.
Παρότι εν έτει 2018 η επανάληψη μιας πολεμικής σύγκρουσης στη γειτονιά μας μοιάζει αδιανόητη, πολλά ζητήματα του παρελθόντος μένουν άλυτα και πολλές αντιπαραθέσεις σοβούν άλλοτε στο παρασκήνιο και άλλοτε στο προσκήνιο. Μία από τις κρίσιμες αντιπαραθέσεις είναι το «Μακεδονικό». Μια αντιπαράθεση που έχει πάρει πολλές μορφές ανά τις δεκαετίες και διατρέχει την ιστορία των Βαλκανίων για περισσότερο από έναν αιώνα, από τις τελευταίες δεκαετίες ύπαρξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι και σήμερα.
Ο Μακεδονικός αγώνας και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι
Στην πρώτη φάση του, το «Μακεδονικό» ενέπλεξε κυρίως την Ελλάδα και τη Βουλγαρία: Το 1893, ιδρύεται η Εσωτερική Μακεδονική Οργάνωση [ΕΜΕΟ], με κύριο στόχο τον συντονισμό των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας για την απελευθέρωσή τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ωστόσο, στην διεθνή ιστοριογραφία είναι ευρέως καταγεγραμμένη η επιρροή που ασκούσε η –ημιαυτόνομη μέχρι το 1908- Βουλγαρία, με απώτερο σκοπό την απόκτηση ανεξαρτησίας της Μακεδονίας ως ενδιάμεσο στάδιο για την ενσωμάτωση της στη βουλγαρική κυριαρχία.
Ο εν λόγω στόχος, περιγράφεται ξεκάθαρα από τον Χρίστο Τατάρτσεφ, πρόεδρο της ΕΜΕΟ στα απομνημονεύματά του που συνέγραψε το 1928: «Πιστεύαμε πως σε μια επόμενη φάση η Μακεδονία θα μπορούσε πιο εύκολα να προσχωρήσει στη Βουλγαρία, ή εάν αυτό δεν γινόταν, να γίνει ο ενωτικός σύνδεσμος για μια Συνομοσπονδία των Βαλκανικών λαών».
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η δράση των κομιτατζίδων σε όλη την Μακεδονική επικράτεια, από το 1903 όταν και ξέσπασε η εξέγερση του Ίλιντεν με την εγκαθίδρυση της κυβέρνησης του Κρουσόβου. Η Ελλάδα από την πλευρά της οργάνωσε ανεπίσημα αντάρτικα σώματα για να αποτρέψει την επέκταση της βουλγαρικής επιρροής στα κατεχόμενα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία Μακεδονικά εδάφη. Επρόκειτο για έναν ανορθόδοξο πόλεμο [δεν χρησιμοποιήθηκαν συμβατικές στρατιωτικές μέθοδοι της εποχής] ο οποίος έληξε το 1908 με την επανάσταση των Νεότουρκων.
Με τον δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο όπου βρέθηκαν αντιμέτωπες από τη μία η συμμαχία Ελλάδας και Σερβίας [με την υποστήριξη τη Ρουμανίας] και από την άλλη Βουλγαρία, η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας χωρίστηκε μεταξύ των τριών χωρών. Μια διαίρεση που επισημοποιήθηκε με τη Συνθήκη του Νεϊγί, αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και παγιώθηκε με τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών που μεταμόρφωσαν την εθνοτική σύνθεση της περιοχής, κυρίως όμως με την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922.
Η Τιτοϊκή «Μακεδονία»
Συνέπεια των Βαλκανικών Πολέμων ήταν η γεωγραφική περιοχή όπου εκτείνεται η ΠΓΔΜ να περάσει στη δικαιοδοσία της Γιουγκοσλαβίας , και μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάληψη της εξουσίας από τον Στρατάρχη Τίτο. Το 1946, στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης της χώρας γεννήθηκε η «Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», και περιείχε την περιοχή που μέχρι τότε ονομαζόταν «Νότια Σερβία».
Αρκετοί ιστορικοί συμφωνούν πως με τη χρήση του όρου «Μακεδονία», ο Τίτο ήθελε να εκπληρώσει δύο αντικειμενικούς σκοπούς:
1.Την ανάσχεση της βουλγαρικής επιρροής στην περιοχή, δεδομέου ότι πολλοί εκ των σλαβόφωνων κατοίκων είχαν στραμμένο το βλέμμα τους στη Βουλγαρία.
2.Την μετατροπή του συνόλου της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας [περιλαμβανομένης και της Ελληνικής] σε συνδετικό κρίκο για την δημιουργία μιας Βαλκανικής Συνομοσπονδίας, στόχο που είχε και η το Βουλγαρικό Κομιτάτο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας, εντός του πλαισίου της Συνομοσπονδίας, απέδωσε στα Σκόπια μια αυτόνομη πολιτική και εθνική ύπαρξη μέσω:
1. Της διαφορετικής κρατικής οντότητας: Όλες οι κρατικές δομές που δημιουργήθηκαν στα Σκόπια, ονομαζόταν «Μακεδονικές»: «Μακεδονική κυβέρνηση», «Μακεδονικό Κοινοβούλιο», κλπ.
2. Της διαφορετικής γλώσσας: Το Γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα αναγνώρισε την τοπική διάλεκτο - που έχει στενεί συγγένεια με την βουλγαρική - ως «Μακεδονική», η οποία και αναγνωριζόταν ως ισότιμη με τη Σερβοκροατική γλώσσα και τη Σλοβένικη.
3. Της ανεξάρτητης εκκλησίας: Το 1964, ιδρύθηκε η «Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία», με έδρα της την Οχρίδα, παρά τις έντονες αντιδράσεις του Σερβικού Πατριαρχείου.
4. Της ξεχωριστής εθνικότητας: Για να παγιωθεί η πολιτική ύπαρξη της «Μακεδονίας», υπήρξαν εργώδεις προσπάθειες να οικοδομηθεί μια «Μακεδονική», εθνική συνείδηση. Επρόκειτο για ένα σχέδιο απόσχισης του παρελθόντος της εν λόγω περιοχής από τις Σερβικές και Βουλγάρικες επιρροές και της δημιουργίας ενός νέου εθνικού αφηγήματος που θα στήριζε την «Μακεδονική» εθνικότητα. Αυτό επιχειρήθηκε να επιτευχθεί μέσω της δημιουργίας του «Ινστιτούτου Εθνικής Ιστορίας» που ιδρύθηκε στα Σκόπια και των προσπαθειών μελετητών, οι οποίοι εν πολλοίς ξαναέγραψαν την ιστορία της περιοχής.
Λόγω των γεωπολιτικών ανταγωνισμών που προκάλεσε ο Ψυχρός Πόλεμος, το «Μακεδονικό» ζήτημα μπήκε για ορισμένες δεκαετίες στην άκρη. Τον Ιούνιο του 1959 και αφού ο Τίτο είχε έρθει ήδη σε ρήξη με την ΕΣΣΔ και προχωρούσε σε συνεπή ανοίγματα προς τη Δύση, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, εξομάλυνε τις σχέσεις της με τη Γιουγκοσλαβία, υπογράφοντας μάλιστα συμφωνία με βάση την οποία επιτρεπόταν η ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων και διακίνηση προϊόντων στα σύνορα των δύο χωρών σε βάθος δέκα χιλιομέτρων.
Τα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και παρά τις πιέσεις που ασκούσαν τα Σκόπια στο Βελιγράδι για την προβολή διεθνώς ζητήματος ύπαρξης ενός «μακεδονικού έθνους» και καταπίεσης αλύτρωτων Μακεδόνων στην Ελλάδα (αλλά και τη Βουλγαρία), το «Μακεδονικό» βρισκόταν χαμηλά στην ατζέντα των διμερών σχέσεων. Την ίδια, ωστόσο, περίοδο της «χαμηλής έντασης», η μεν Γιουγκοσλαβική πλευρά αξιοποιούσε σε κάθε ευκαιρία «σλαβομακεδόνες» ως συνομιλητές έναντι της Ελλάδας, η δε Αθήνα περιοριζόταν σε ήσσονος σημασίας αντιδράσεις, ακολουθώντας και τη γραμμή της Δύσης περί μη διατάραξεις των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία.
Η θυελλώδης δεκαετία του 90’, ο Γκρούεφσκι και το Βουκουρέστι
Ώσπου, το 1991 με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το «Μακεδονικό» ξαφνικά μετατράπηκε από τα βασικότερα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η ελληνική εξωτερική πολιτική.
Η γειτονική χώρα δηλώνει διακηρύσσει την ανεξαρτησία της μέσω δημοψηφίσματος, με την ονομασία «Μακεδονία». Οι αντιδράσεις στην Ελλάδα, εντονότατες: Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη απαιτεί την αλλαγή της ονομασίας ως προϋπόθεση για την αναγνώριση της χώρας, στις αρχές του 1992 ξεσπούν μαζικότατα συλλαλητήρια στην Αθήνα, με την κατάσταση να μη βελτιώνεται παρά το γεγονός ότι τα Σκόπια προχωρούν σε αναθεώρηση του Συντάγματος, με ρητή αποκήρυξη κάθε εδαφικής βλέψης.
Παρασκηνιακά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να βολιδοσκοπήσει τα Σκόπια με προτάσεις λύσεις, ωστόσο υπό το βάρος των σφοδρών εσωτερικών αντιδράσεων δεν προχωρούν οι διαπραγματεύσεις. Την ίδια τύχη θα έχει και το πακέτο Πινέιρο [έμπνευσης του τότε υπουργού Εξωτερικών της Πορτογαλίας Ζοάο Ντεντέους Πινέιρο] που περιείχε την ονομασία «Νέα Μακεδονία».
Στα περίφημα συμβούλια των πολιτικών αρχηγών της περιόδου, οι εντάσεις δεν λείπουν αλλά τελικώς καθορίζεται η στάση περί μη αποδοχής οποιαδήποτε ονομασίας που περιέχει τον όρο «Μακεδονία».
Λίγο αργότερα, η Ρωσία αναγνωρίζει τη χώρα, η οποία έχοντας αποκτήσει σιγά – σιγά διεθνή ερείσματα κλιμακώνει την προκλητικότητά της, υιοθετώντας τον Ήλιο της Βεργίνας ως εθνικό σύμβολο.
Το 1993, και ενώ οι αντιδράσεις συνεχίζονται στην Αθήνα [όπως και η απορρίψεις πιθανών λύσεων] η χώρα αναγνωρίζεται ως Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Το 1994 και ενώ έχει καταρρεύσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η κυβέρνηση Παπανδρέου, επιβάλει οικονομικό εμπάργκο στην ΠΓΔΜ, ωστόσο ενάμιση χρόνο αργότερα, κάθεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και συνομολογεί την Ενδιάμεση Συμφωνία που προβλέπει αμοιβαία εγγύηση των κοινών συνόρων, αλλαγή εθνικού συμβόλου και σημαίας της ΠΓΔΜ και πρόβλεψη διαπραγματεύσεων για το όνομα. Πράγματι, στις 24 Οκτωβρίου του 1995 ξεκινά και επίσημα ο διάλογος που θα ολοκληρωθεί το 2018 με τη συμφωνία των Πρεσπών.
Και ενώ οι διαπραγματεύσεις προχωρούσαν με ρυθμό χελώνας, δέκα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 4 Νοεμβρίου του 2004, οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα, που είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει μια νέα διαμάχη. Η εν λόγω διπλωματική κίνηση σε συνδυασμό με την ανάληψη της πρωθυπουργίας της ΠΓΔΜ το 2006 από τον εθνικιστή Νικολά Γκρούεφσκι καθιστά τη λύση αδύνατη. Πολλώ δε μάλλον όταν ο Γκρούεφσκι απογειώνει τον «Μακεδονικό» αλυτρωτισμό σε επίπεδα που κανείς μέχρι τότε δεν είχε φανταστεί. Η κυβέρνησή του επιχειρεί να οικειοποιηθεί την ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας, με τα αγάλματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια μετά τη βροχή σε όλη την επικράτεια της γειτονικής χώρας, η οποία σημειωτέων ήταν βαθιά διχασμένη από τον Σλαβοαλβανικό εμφύλιο το 2001.
Αποκορύφωμα της σύγχρονης διπλωματικής σύγκρουσης για το «Μακεδονικό», ήταν οι ασφυκτικές πιέσεις που άσκησαν οι ΗΠΑ για ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και το άτυπο βέτο που προέβαλε το 2008 στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, η οποία διαμόρφωσε και την διαπραγματευτική γραμμή που θα ακολουθούσαν οι μετέπειτα κυβερνήσεις: Σύνθετη ονομασία έναντι όλων, απάλειψη αλυτρωτικών στοιχείων και συνταγματική αναθεώρηση.
Η συμφωνία των Πρεσπών
Πέρασαν ακόμη δέκα χρόνια με τις διαπραγματεύσεις στον «πάγο», έως ότου συντελέστηκε η πολιτική αλλαγή στην ΠΓΔΜ που στάθηκε και η θρυαλλίδα για τις ραγδαίες εξελίξεις που έφεραν τη συμφωνία των Πρεσπών. Την πρωθυπουργία μιας κυβέρνησης συνασπισμού με τη συμμετοχή των Σοσιαλδημοκρατών και Αλβανικών κομμάτων ανέλαβε ο Ζόραν Ζάεφ.
Οι διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση Τσίπρα ξεκίνησαν επίσημα στις αρχές του 2018 και στις 19 Ιουνίου, μέσα σε θυελλώδεις αντιδράσεις και στις δύο χώρες, οι κυβερνήσεις Τσίπρα και Ζάεφ υπέγραψαν την περιβόητη συμφωνία των Πρεσπών.
Τρεις μήνες μετά, διεξάγεται το κρίσιμο δημοψήφισμα που θα καθορίσει εν πολλοίς την τύχη της συμφωνίας αλλά και των δύο κυβερνήσεων που τη συνομολόγησαν. Πλέον, οι εξελίξεις βρίσκονται στα χέρια των πολιτών της ΠΓΔΜ…
newpost
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου