«Μίκη, άλλαξε την Ιστορία» ήταν το σύνθημα που φώναζε το πλήθος την περασμένη Κυριακή στο Σύνταγμα γνωρίζοντας πως σε μια εποχή χωρίς ηγέτες, με πολιτικούς δίχως σθένος, η επική μορφή του αρκούσε για να δώσει το σύνθημα που αναζητούσε μια χώρα σε απόγνωση.
Με κείμενο-καταπέλτη, ο Μίκης Θεοδωράκης καταρρίπτει μία προς μία όλες τις κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν εναντίον του ύστερα από τη συγκλονιστική του ομιλία την προηγούμενη Κυριακή στο αθηναϊκό συλλαλητήριο για τη Μακεδονία. Για κάθε συκοφαντία που επιστράτευσαν όσοι αποπειράθηκαν να τον σταυρώσουν και να τον απαξιώσουν ώστε να μειώσουν την τρομακτική δύναμη των λόγων του, ο Μίκης δίνει αποστομωτικές απαντήσεις: για τη συμμετοχή του στην ΕΟΝ επί δικτατορίας Ιωάννη Μεταξά, για τον εάν υπήρξε «δηλωσίας» στη Μακρόνησο, για τη «λύση Καραμανλή» που πρότεινε το 1974, για τη συνεργασία του με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1990. Για όλα. «Είναι τόσο ηλίθιοι ή τόσο αδίστακτοι και τρομοκρατημένοι οι εχθροί μου;» αναρωτιέται -ρητορικά βεβαίως- ο μεγάλος Μίκης. Και, άφοβα, με όλη την περηφάνια για τη διαδρομή του στην τέχνη και την πολιτική, διατρανώνει απέναντι σε κάθε επίδοξο διαβολέα όσων λέει και όσων κάνει: «Εγώ βγήκα νικητής. Και βρίσκομαι στην κορυφή του Ολύμπου όπου με έχει ανεβάσει η αγάπη του λαού!». Η απάντηση του Μίκη Θεοδωράκη στους επικριτές του:
«Μου ζητάτε να απαντήσω σε άτομα που το λιγότερο που μπορώ να πω γι’ αυτά είναι ότι βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση. Σε μια ζωή με συνεχή δράση πάντοτε στο προσκήνιο της εθνικής και κοινωνικής μας ζωής χωρίς ποτέ να υπολογίσω αντιδράσεις που συχνά με οδηγούσαν στο χείλος του θανάτου, τι βρήκαν να μου προσάψουν οι σημερινοί μου συκοφάντες;
1. Οτι υπήρξα μέλος της ΕΟΝ! Η ηλικία μου ήταν 11-13 ετών και η συμμετοχή σε αυτή την οργάνωση ήταν υποχρεωτική για όλους τους μαθητές της χώρας.
2. Οτι έκανα δήλωση στη Μακρόνησο μαζί με τους 100.000 μάρτυρες αγωνιστές που υπέκυψαν στα πρωτοφανή βασανιστήρια. Εγώ, όμως, ήμουν από τους ελάχιστους που δεν υπέγραψαν και μάρτυς μου ο δολοφονηθείς αστυνόμος Μπάμπαλης που μου ζήτησε να υπογράψω στα 1964 επί πρωθυπουργίας Παπανδρέου! Με πρωτοβουλία του Βασίλη Βασιλικού και του Θεόδωρου Πάγκαλου οργανώθηκε σε θέατρο της περιοχής Πατησίων ογκώδης συγκέντρωση διαμαρτυρίας.
3.Οτι είχα την ευθύνη και το θάρρος να αγνοήσω την πολιτική μου ιδιότητα και να προτείνω τη λύση Καραμανλή, δηλαδή τον πολιτικό μου αντίπαλο, θυσιάζοντας τον εαυτό μου για το καλό της πατρίδας μου. Αν και η Ιστορία με δικαίωσε, εξακολουθούν ορισμένοι φανατικοί ανεγκέφαλοι να αναφέρονται στην πρωτοβουλία μου αυτή μόνο και μόνο γιατί έχουν ανάγκη να μου ρίξουν με κάθε θυσία τη λάσπη που έχει γίνει ένα με τον εαυτό τους.
4.Και τέλος, ο Μητσοτάκης! Με κατηγορούν ότι συνεργάστηκα με τον Μητσοτάκη σαν να ήταν ένας προδότης, ενώ είχε ψηφιστεί από το 48% των Ελλήνων ψηφοφόρων. Αλλωστε συνεργάστηκα μόνο εγώ; Γιατί δεν λένε λέξη για τον Φλωράκη και τον Κύρκο, το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της εποχής;
Τέλος, γιατί παριστάνουν ότι δεν κατανοούν την ειρωνεία και τον σαρκασμό μου στην εισαγωγή της ομιλίας μου για να στηλιτεύσω την παρουσία της Χρυσής Αυγής και λοιπών ακροδεξιών στοιχείων (που τελικά εξαφανίστηκαν και πνίγηκαν μέσα στη λαοθάλασσα και ανασύρθηκαν την επομένη στην επιφάνεια από τα κανάλια της ντροπής);
Είναι τόσο ηλίθιοι ή τόσο αδίστακτοι και τρομοκρατημένοι οι εχθροί μου ώστε να ισχυρίζονται ότι με τις φράσεις “Αδέρφια μου φασίστες, ναζιστές, τραμπούκοι, τρομοκράτες” δήλωσα μπροστά στο Πανελλήνιο ότι είμαι... τραμπούκος και τρομοκράτης; Οσο για το “φασίστες” και “ναζιστές”, είναι αλήθεια ότι με πλήγωσαν ανεπανόρθωτα στα πέτρινα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, τότε που διαφέντευαν τη μοίρα μας. Ομως τελικά εγώ βγήκα νικητής, με τελευταία ηρωική πράξη τη στιγμή που μπροστά σε ένα εκατομμύριο πατριώτες-δημοκράτες βρήκα την ευκαιρία να τους “φτύσω” μεγαλοπρεπώς, όπως έκανα σε όλη τη ζωή μου από τον καιρό που ξερνούσαν φωτιά και σίδερο μέχρι τώρα που βρίσκομαι στην κορυφή του Ολύμπου όπου με έχει ανεβάσει η αγάπη του λαού! Αυτά λοιπόν. Και με τις θερμές μου ευχαριστίες».
Οπως μαρτυρά το ως άνω κείμενο που συνέταξε -και αντέταξε στους αντιπάλους του-, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν φοβάται να υψώσει τη φωνή και το ανάστημά του. Ακόμη και εάν αυτό δεν αρέσει πάντα σε όλους - δεξιά ή αριστερά. Ωστόσο «Μίκη, άλλαξε την Ιστορία» ήταν το σύνθημα που φώναζε το πλήθος την Κυριακή στο Σύνταγμα γνωρίζοντας πως σε μια εποχή χωρίς ηγέτες, με πολιτικούς δίχως σθένος, η επική μορφή του αρκούσε για να δώσει το σύνθημα που αναζητούσε μια χώρα σε απόγνωση. Ηταν αυτή που μπορούσε να δημιουργήσει το συναίσθημα, να δώσει χρώμα με τον τρόπο που μόνο εκείνος ξέρει, χρόνια τώρα, να δίνει σε ανθρώπους που «όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσα απ’ τα άγρια γένια τους / όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν από τις άδειες τσέπες τους, όταν σκοτώνονται / η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και ταμπούρλα».
Ο πατριωτικός λόγος του Μίκη ήταν και πάλι εκεί, ίδιος και απαράμιλλος, όπως όταν έγραφε σε προμετωπίδα ενός από τα βιβλία του: «Οταν ο λαός και το έθνος δοκιμάζονται από βαθιές ιστορικές κρίσεις τότε ο εκπρόσωπος της κουλτούρας γίνεται μαχητής, γίνεται Φεραίος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Σικελιανός. Παλεύει μαζί με τον λαό και το έθνος στην πρώτη γραμμή». Ο Μίκης δεν ντράπηκε ποτέ να πει ότι είναι πατριώτης ούτε να επιστρέψει εμμονικά στα γαλανά και λευκά του όνειρα, σε αυτά που είδε να επανέρχονται συχνά στη ζωή του από τις γκρίζες μέρες της εξορίας και του Παρισιού. Και ένιωθε πάντα άσχημα κάθε φορά που έβλεπε αριστερά, κομματικά «ανθρωπάκια», σαν αυτά που περιέγραφε ο Τσίρκας στην Τριλογία του, να μιλούν από την ασφάλεια της βολεμένης θέσης τους - σαν αυτές τις κατηγόριες που εξαπέλυε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κουνώντας το δάχτυλο στον Μίκη κάνοντας του trendy συστάσεις! Ο Μίκης, όμως, γίνεται επιθετικός όταν θυμώνει - και δεν θυμώνει με τίποτα λιγότερο από το χαμηλωμένο κύρος και το υποταγμένο βλέμμα.
Γι’ αυτό και συμμετέχοντας ενεργά στο συλλαλητήριο φρόντισε να απευθυνθεί, κυρίως, σε ανθρώπους που μπορεί να μην κατέβηκαν ή να μην ήθελαν να ταυτιστούν με τους αλλόκοτους Μακεδονομάχους ή με τα μέλη της Χρυσής Αυγής. Γνωρίζοντας σαφώς πως, παρά τις όποιες αντιρρήσεις, οργιάζει η ανάγκη για λαϊκή ανάταση, για συμμετοχή σε κάτι που δεν μυρίζει ήττα. Ακριβώς επειδή θεώρησε αδιανόητο να αποκαλείται φασίστας -όπως αντίστοιχα δεν μπορεί να αποκαλείται έτσι όποιος αυθόρμητα κατέβηκε στο Σύνταγμα- άρχισε τον λόγο του ειρωνικά και δηκτικά ξέροντας να απαντά στις κατηγορίες με το δικό του κρεσέντο: «Καλοί μου Ελληνες, αδέλφια μου, φασίστες, ρατσιστές, αναρχικοί, τρομοκράτες, τραμπούκοι. Θα μάθατε ασφαλώς ότι οι πατριώτες που μας κυβερνούν και τα βαποράκια τους, οι αριστεριστές, έριξαν μπογιές για να με εμποδίσουν να μιλήσω μπροστά σε σένα, κυρίαρχε λαέ. Για να σου μιλήσω με λόγια σταράτα, πατριωτικά, φλογερά και ασυμβίβαστα, όπως έμαθα να μιλώ σε όλη μου τη ζωή».
Το ίδιο έκανε γνωρίζοντας ότι ο φασισμός αναφέρεται σε ύπουλες δημιουργίες εντυπώσεων και στην ανθρωποφαγική υπονόμευση κάθε φωνής που διαφοροποιείται από αυτή που ομολογεί ευθαρσώς πως, ναι, αγαπάει την Ελλάδα. «Ναι, είμαι πατριώτης, διεθνιστής και συνάμα περιφρονώ και μάχομαι τον φασισμό σε όλες του τις μορφές και προπαντός στην πιο απατηλή και επικίνδυνη μορφή, την αριστερόστροφη, σαν αυτή με τις ομαδούλες των εξτρεμιστών που είναι σκέτοι δειλοί τρομοκράτες», φώναξε με θυμό.
Δεν μπορούσε, προφανώς, να ξεπεράσει το γεγονός πως κάποια παιδαρέλια, μειράκια -ακόμα και επίσημοι εκπρόσωποι της κυβέρνησης- έσπευσαν να αμφισβητήσουν την ταυτότητά του, όπως είχε συμβεί και παλιότερα με τους εκπροσώπους του ΚΚΕ. Τότε δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι ο Μίκης μπροστά στην ανάγκη για εθνική ενότητα και για δημοκρατική σύμπνοια είχε πει το περίφημο «Καραμανλής ή τανκς» αποδεχόμενος έτσι έναν παλιό εχθρό και αντίπαλό του ως αναγκαστική επιλογή της Ιστορίας. Κάθε φορά, όμως, που η Ιστορία έθετε απτά διλήμματα, σαν αυτά των αγαπημένων του τραγικών, του Αισχύλου, του Σοφοκλή ή του Ευριπίδη, ο Μίκης δεν φοβόταν να πάρει θέση. Και θα το κάνει και στο μέλλον, ακόμα και αν χρειαστεί, σαν άλλος Οιδίποδας, να αυτοτραυματιστεί - αν είναι δυνατόν σήμερα να τον αποκαλούν φασίστα και να κατασκευάζουν ψεύτικες φωτογραφίες για να τον κατηγορήσουν!
Εξάλλου «μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό», ήταν οι στίχοι που θα αφιέρωνε αργότερα σε όλους εκείνους τους ανυπότακτους αριστερούς που δεν υπέγραψαν ποτέ και δεν φοβήθηκαν να επιμείνουν ότι πάνω από τον εαυτό τους ή το κόμμα έχουν την ίδια την Ελλάδα. Οι εικόνες και τα βιώματα του Θεοδωράκη από όλα τα δεινά που υπέφερε για χάρη της πατρίδας έσμιξαν με εικόνες από ένα διαφορετικό μέλλον την περασμένη Κυριακή στο Σύνταγμα.
«Δημιούργησε το τραγούδι-ποταμός, λαϊκό ορατόριο και μετασυμφωνικό αλλά είναι και ο ίδιος ηγέτης-ποταμός. Ξεχύνεται με ορμή, παρασέρνει τα εμπόδια στο πέρασμά του, ελίσσεται, αναζητά εναλλακτικές πορείες, κατεβάζει νερά, γόνιμα υλικά, κορμούς, πέτρες, αλλά ποιος θα ανοίξει την κοίτη, θα φτιάξει “γεφύρια”, “αρδευτικά” και “αντιπλημμυρικά έργα” και θα παραγάγει “ηλεκτρικό ρεύμα”;» αναρωτιέται εύλογα ο στενός του φίλος Μίμης Ανδρουλάκης στο πρόσφατο βιβλίο του «Σαλός θεού - Ο μυστικός Μίκης» γι’ αυτόν τον τρελό Κρητικό που δεν είχε τυχαία το όνομα Μιχάλης - προτού του δώσουν το πιο εξευγενισμένο Μίκης, όπως ο ελεύθερος Καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη ή ο αγαπημένος του ήρωας, ο Ζορμπάς. Μορφές επικές που ξεπερνούν τα κανονικά μεγέθη, αντι-πολιτικώς ορθές, γεμάτες πρωτόγονη ενέργεια και ενθουσιασμό.
Χωρίς αυτή την ηλεκτρική δύναμη που μπορεί ενίοτε να διαθέτει ο Μίκης, δεν θα λεγόταν Θεοδωράκης (αυτός που έχει δεχτεί το δώρο του Θεού), δεν θα είχε κάνει άνω κάτω καθεστώτα και κυβερνήσεις, δεν θα ήταν αυτός που αγκάλιαζαν κάποτε ο Κάστρο και ο Αραφάτ και που κατάφερε με τη μουσική του να ενώσει όχι μόνο τους διαφορετικούς Ελληνες αλλά και τους Ισραηλινούς με τους Παλαιστίνιους.
Γιατί όσοι έβλεπαν μόνο αντιπαράθεση δύο κόσμων ανάμεσα στον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη αγνοούσαν ίσως ότι πρόκειται απλώς για τις αρχαιοελληνικές όψεις του ίδιου νομίσματος: το απολλώνιο, νοσταλγικό και λυρικό του Χατζιδάκι που συμπλήρωνε ιδανικά το διονυσιακό του Θεοδωράκη.
Ενα από τα πιο σημαντικά σημεία καμπής στη διαδρομή του Μίκη, ήταν το 1958, όταν συγκλονίστηκε από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, τον οποίο και βάλθηκε να μελοποιήσει επιτόπου, αμέσως μόλις διάβασε τους στοίχους αυτής της ανυπέρβλητης ποιητικής σύνθεσης.
Ο Μίκης έδειξε τότε ότι ήταν ένας νέος άνθρωπος είχε γεννηθεί με ελληνικό DNA και διεθνή ορίζοντα, με κατακόκκινη καρδιά και με γαλάζια φλέβα, όχι ελιτίστικη αλλά αγνή, που χωρούσε ένα τεράστιο αρχιπέλαγος απλωμένο στα πέρατα του κόσμου. Η δημιουργική ορμή διακόπηκε πολλές φορές απότομα για πολιτικούς λόγους. Οπως την περίοδο της δικτατορίας, χωρίς όμως οι τοίχοι των Φυλακών Αβέρωφ ή το ξύλο από τους βασανιστές της χούντας να είναι ικανά να τον σταματήσουν. Εκανε απεργία πείνας, φυλακίστηκε, μάτωσε στην Μπουμπουλίνας, υπέφερε, έθεσε σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, αλλά δεν πτοήθηκε. Στο πλευρό του είχε πάντοτε τον κόσμο, τα χελιδόνια στο «Περιγιάλι το κρυφό», ενώ στα χέρια του κρατούσε μια εντολή που του δόθηκε από πάνω γιατί «εντολή σου είπε αυτός ο κόσμος και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι», όπως λένε και οι στίχοι από το «Αξιον Εστί», μια εντολή που του έδωσαν μαζί όλοι οι ανώνυμοι ήρωες και ποιητές, οι δαίμονες και οι άγγελοι.
Το βάπτισμα του επαναστατικού πυρός το πήρε στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου του 1943 - όταν είδε να πέφτουν νεκροί από τους κατακτητές πολλοί συντοπίτες του, όταν συνελήφθη από τους Ιταλούς και βασανίστηκε. Κατάφερε, όμως, να το σκάσει και από τότε ζει μονίμως νομάς, ανέστιος σχεδόν πολιτικά και διωκόμενος. Οσα λάθη πολιτικά και αν έκανε, όσες μετατοπίσεις και αν υπήρξαν στην πολιτική του στράτευση, καθώς έγινε ακόμα και υπουργός Ανευ Χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, το 1990, δεν ήταν ποτέ ψεύτικος. Και δεν γύρισε ποτέ την πλάτη στον λαό. Γι’ αυτό και ο κομματικός μηχανισμός πάντα είχε αμηχανία απέναντί του μην ξέροντας πώς πρέπει να τον αντιμετωπίσει, αφού τον έβλεπε σαν μια σωκρατική μύγα που έχει βάλει σκοπό να ξεσηκώνει με τον λόγο του τον κόσμο.
Ο Θεοδωράκης δεν τα πήγε καλά με το επίσημο ΚΚΕ, συγκρούστηκε απόλυτα με τον Ανδρέα Παπανδρέου και όσο και αν συναίνεσε σε δεξιές επιλογές δεν έγινε ποτέ δεξιός - είναι τραγική ειρωνεία να λένε σήμερα ότι ασπάζεται τον φασισμό. Εξαιτίας της αντιστασιακής του δύναμης και του μεγάλου του εκτοπίσματος έσπευδε κάθε πρωθυπουργός και κάθε ηγέτης -για διαφορετικούς λόγους ο καθείς- να του καταθέσει τα διαπιστευτήριά του. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο πράγμα που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας με το που ανέλαβε την πρωθυπουργία ήταν να ανηφορίσει στο μικρό στενάκι, στην περιοχή της Ακρόπολης, για να λάβει το χρίσμα.
Ας μην ξεχνάμε ότι και ολόκληρος Πάμπλο Νερούδα στον Θεοδωράκη εμπιστεύτηκε το εθνικό άσμα της χώρας του, το «Canto General», ως το βασικό όπλο κατά της χούντας Πινοσέτ. Και τώρα αυτόν χρησιμοποιεί ο ανώνυμος λαός ως μοναδικό του ανάχωμα απέναντι σε κάθε μορφής συμβολική ή κυριολεκτική καταπίεση, σαν εκείνο το κεράκι του «Επιταφίου» που τελικά μετατράπηκε σε ολόκληρη φλόγα. Αυτές οι φωτιές μπορούν να νικήσουν «Τα μαύρα σύννεφα που μας απειλούν και γίνονται ολοένα περισσότερο ορατά», όπως είπε και ο ίδιος στην ομιλία του.
Γιατί «Θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας αν επιτρέψουμε να περάσει ένα τραγικό ψέμα. Χωρίς να έχουν παραιτηθεί από τον κύριο στόχο, επιδιώκουν σήμερα να γίνουν μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. με τη δική μας ψήφο για να έρχονται αύριο να μας απειλούν από ισχυρότερη θέση. Τότε θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας αν υποχωρήσουμε, γιατί ανοίγουμε τις πόρτες διάπλατες για να περάσει ένα τραγικό ψέμα με ολέθριες συνέπειες για την πατρίδα μας». Οσο για τη συμβολή που δίνει στον λαό, είναι ουσιαστικά αυτή που έδινε πάντα: «Να μην πτοηθούν. Να αυξήσουν τη θέληση, τον θυμό, την αποφασιστικότητα και την ορμητικότητά τους».
protothema
Με κείμενο-καταπέλτη, ο Μίκης Θεοδωράκης καταρρίπτει μία προς μία όλες τις κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν εναντίον του ύστερα από τη συγκλονιστική του ομιλία την προηγούμενη Κυριακή στο αθηναϊκό συλλαλητήριο για τη Μακεδονία. Για κάθε συκοφαντία που επιστράτευσαν όσοι αποπειράθηκαν να τον σταυρώσουν και να τον απαξιώσουν ώστε να μειώσουν την τρομακτική δύναμη των λόγων του, ο Μίκης δίνει αποστομωτικές απαντήσεις: για τη συμμετοχή του στην ΕΟΝ επί δικτατορίας Ιωάννη Μεταξά, για τον εάν υπήρξε «δηλωσίας» στη Μακρόνησο, για τη «λύση Καραμανλή» που πρότεινε το 1974, για τη συνεργασία του με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1990. Για όλα. «Είναι τόσο ηλίθιοι ή τόσο αδίστακτοι και τρομοκρατημένοι οι εχθροί μου;» αναρωτιέται -ρητορικά βεβαίως- ο μεγάλος Μίκης. Και, άφοβα, με όλη την περηφάνια για τη διαδρομή του στην τέχνη και την πολιτική, διατρανώνει απέναντι σε κάθε επίδοξο διαβολέα όσων λέει και όσων κάνει: «Εγώ βγήκα νικητής. Και βρίσκομαι στην κορυφή του Ολύμπου όπου με έχει ανεβάσει η αγάπη του λαού!». Η απάντηση του Μίκη Θεοδωράκη στους επικριτές του:
«Μου ζητάτε να απαντήσω σε άτομα που το λιγότερο που μπορώ να πω γι’ αυτά είναι ότι βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση. Σε μια ζωή με συνεχή δράση πάντοτε στο προσκήνιο της εθνικής και κοινωνικής μας ζωής χωρίς ποτέ να υπολογίσω αντιδράσεις που συχνά με οδηγούσαν στο χείλος του θανάτου, τι βρήκαν να μου προσάψουν οι σημερινοί μου συκοφάντες;
2. Οτι έκανα δήλωση στη Μακρόνησο μαζί με τους 100.000 μάρτυρες αγωνιστές που υπέκυψαν στα πρωτοφανή βασανιστήρια. Εγώ, όμως, ήμουν από τους ελάχιστους που δεν υπέγραψαν και μάρτυς μου ο δολοφονηθείς αστυνόμος Μπάμπαλης που μου ζήτησε να υπογράψω στα 1964 επί πρωθυπουργίας Παπανδρέου! Με πρωτοβουλία του Βασίλη Βασιλικού και του Θεόδωρου Πάγκαλου οργανώθηκε σε θέατρο της περιοχής Πατησίων ογκώδης συγκέντρωση διαμαρτυρίας.
3.Οτι είχα την ευθύνη και το θάρρος να αγνοήσω την πολιτική μου ιδιότητα και να προτείνω τη λύση Καραμανλή, δηλαδή τον πολιτικό μου αντίπαλο, θυσιάζοντας τον εαυτό μου για το καλό της πατρίδας μου. Αν και η Ιστορία με δικαίωσε, εξακολουθούν ορισμένοι φανατικοί ανεγκέφαλοι να αναφέρονται στην πρωτοβουλία μου αυτή μόνο και μόνο γιατί έχουν ανάγκη να μου ρίξουν με κάθε θυσία τη λάσπη που έχει γίνει ένα με τον εαυτό τους.
4.Και τέλος, ο Μητσοτάκης! Με κατηγορούν ότι συνεργάστηκα με τον Μητσοτάκη σαν να ήταν ένας προδότης, ενώ είχε ψηφιστεί από το 48% των Ελλήνων ψηφοφόρων. Αλλωστε συνεργάστηκα μόνο εγώ; Γιατί δεν λένε λέξη για τον Φλωράκη και τον Κύρκο, το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της εποχής;
Τέλος, γιατί παριστάνουν ότι δεν κατανοούν την ειρωνεία και τον σαρκασμό μου στην εισαγωγή της ομιλίας μου για να στηλιτεύσω την παρουσία της Χρυσής Αυγής και λοιπών ακροδεξιών στοιχείων (που τελικά εξαφανίστηκαν και πνίγηκαν μέσα στη λαοθάλασσα και ανασύρθηκαν την επομένη στην επιφάνεια από τα κανάλια της ντροπής);
Είναι τόσο ηλίθιοι ή τόσο αδίστακτοι και τρομοκρατημένοι οι εχθροί μου ώστε να ισχυρίζονται ότι με τις φράσεις “Αδέρφια μου φασίστες, ναζιστές, τραμπούκοι, τρομοκράτες” δήλωσα μπροστά στο Πανελλήνιο ότι είμαι... τραμπούκος και τρομοκράτης; Οσο για το “φασίστες” και “ναζιστές”, είναι αλήθεια ότι με πλήγωσαν ανεπανόρθωτα στα πέτρινα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, τότε που διαφέντευαν τη μοίρα μας. Ομως τελικά εγώ βγήκα νικητής, με τελευταία ηρωική πράξη τη στιγμή που μπροστά σε ένα εκατομμύριο πατριώτες-δημοκράτες βρήκα την ευκαιρία να τους “φτύσω” μεγαλοπρεπώς, όπως έκανα σε όλη τη ζωή μου από τον καιρό που ξερνούσαν φωτιά και σίδερο μέχρι τώρα που βρίσκομαι στην κορυφή του Ολύμπου όπου με έχει ανεβάσει η αγάπη του λαού! Αυτά λοιπόν. Και με τις θερμές μου ευχαριστίες».
Οπως μαρτυρά το ως άνω κείμενο που συνέταξε -και αντέταξε στους αντιπάλους του-, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν φοβάται να υψώσει τη φωνή και το ανάστημά του. Ακόμη και εάν αυτό δεν αρέσει πάντα σε όλους - δεξιά ή αριστερά. Ωστόσο «Μίκη, άλλαξε την Ιστορία» ήταν το σύνθημα που φώναζε το πλήθος την Κυριακή στο Σύνταγμα γνωρίζοντας πως σε μια εποχή χωρίς ηγέτες, με πολιτικούς δίχως σθένος, η επική μορφή του αρκούσε για να δώσει το σύνθημα που αναζητούσε μια χώρα σε απόγνωση. Ηταν αυτή που μπορούσε να δημιουργήσει το συναίσθημα, να δώσει χρώμα με τον τρόπο που μόνο εκείνος ξέρει, χρόνια τώρα, να δίνει σε ανθρώπους που «όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσα απ’ τα άγρια γένια τους / όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν από τις άδειες τσέπες τους, όταν σκοτώνονται / η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και ταμπούρλα».
Ενιωθε πιο ψηλός...
Καθισμένος στο καροτσάκι και με την εύθραυστη υγεία του να του απαγορεύει να αρθρώσει καθαρά τα σύμφωνα, ένιωθε πιο ψηλός από τους «μικρούς» πολιτικούς την ώρα που από τα μεγάφωνα ακουγόταν «Σώπα όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες». Και οι καμπάνες σήμαιναν πάντα στο μυαλό του Μίκη κάθε φορά που έβλεπε κόσμο να υψώνει το σθένος, κάθε φορά που ένιωθε τη χώρα του να πάσχει ή να αδικείται: «Το πνεύμα, ο νους ανθούν με τον Θαλή, τον Θουκυδίδη, τον Πρωταγόρα, τους τραγικούς, την τόλμη του Θεμιστοκλή και του Κολοκοτρώνη. Εγώ δεν ντρέπομαι όπως οι εθνομηδενιστές που μας κυβερνούν, να παραμείνω πιστός στις ιερές αξίες των προγόνων μας που μας δίδαξαν την αγάπη και τη θυσία για την πατρίδα. Μια πατρίδα που σέβεται και αγαπά όλες τις πατρίδες του κόσμου», έλεγε υψώνοντας ψηλά τη γροθιά του.Ο πατριωτικός λόγος του Μίκη ήταν και πάλι εκεί, ίδιος και απαράμιλλος, όπως όταν έγραφε σε προμετωπίδα ενός από τα βιβλία του: «Οταν ο λαός και το έθνος δοκιμάζονται από βαθιές ιστορικές κρίσεις τότε ο εκπρόσωπος της κουλτούρας γίνεται μαχητής, γίνεται Φεραίος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Σικελιανός. Παλεύει μαζί με τον λαό και το έθνος στην πρώτη γραμμή». Ο Μίκης δεν ντράπηκε ποτέ να πει ότι είναι πατριώτης ούτε να επιστρέψει εμμονικά στα γαλανά και λευκά του όνειρα, σε αυτά που είδε να επανέρχονται συχνά στη ζωή του από τις γκρίζες μέρες της εξορίας και του Παρισιού. Και ένιωθε πάντα άσχημα κάθε φορά που έβλεπε αριστερά, κομματικά «ανθρωπάκια», σαν αυτά που περιέγραφε ο Τσίρκας στην Τριλογία του, να μιλούν από την ασφάλεια της βολεμένης θέσης τους - σαν αυτές τις κατηγόριες που εξαπέλυε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κουνώντας το δάχτυλο στον Μίκη κάνοντας του trendy συστάσεις! Ο Μίκης, όμως, γίνεται επιθετικός όταν θυμώνει - και δεν θυμώνει με τίποτα λιγότερο από το χαμηλωμένο κύρος και το υποταγμένο βλέμμα.
Γι’ αυτό και συμμετέχοντας ενεργά στο συλλαλητήριο φρόντισε να απευθυνθεί, κυρίως, σε ανθρώπους που μπορεί να μην κατέβηκαν ή να μην ήθελαν να ταυτιστούν με τους αλλόκοτους Μακεδονομάχους ή με τα μέλη της Χρυσής Αυγής. Γνωρίζοντας σαφώς πως, παρά τις όποιες αντιρρήσεις, οργιάζει η ανάγκη για λαϊκή ανάταση, για συμμετοχή σε κάτι που δεν μυρίζει ήττα. Ακριβώς επειδή θεώρησε αδιανόητο να αποκαλείται φασίστας -όπως αντίστοιχα δεν μπορεί να αποκαλείται έτσι όποιος αυθόρμητα κατέβηκε στο Σύνταγμα- άρχισε τον λόγο του ειρωνικά και δηκτικά ξέροντας να απαντά στις κατηγορίες με το δικό του κρεσέντο: «Καλοί μου Ελληνες, αδέλφια μου, φασίστες, ρατσιστές, αναρχικοί, τρομοκράτες, τραμπούκοι. Θα μάθατε ασφαλώς ότι οι πατριώτες που μας κυβερνούν και τα βαποράκια τους, οι αριστεριστές, έριξαν μπογιές για να με εμποδίσουν να μιλήσω μπροστά σε σένα, κυρίαρχε λαέ. Για να σου μιλήσω με λόγια σταράτα, πατριωτικά, φλογερά και ασυμβίβαστα, όπως έμαθα να μιλώ σε όλη μου τη ζωή».
Το ίδιο έκανε γνωρίζοντας ότι ο φασισμός αναφέρεται σε ύπουλες δημιουργίες εντυπώσεων και στην ανθρωποφαγική υπονόμευση κάθε φωνής που διαφοροποιείται από αυτή που ομολογεί ευθαρσώς πως, ναι, αγαπάει την Ελλάδα. «Ναι, είμαι πατριώτης, διεθνιστής και συνάμα περιφρονώ και μάχομαι τον φασισμό σε όλες του τις μορφές και προπαντός στην πιο απατηλή και επικίνδυνη μορφή, την αριστερόστροφη, σαν αυτή με τις ομαδούλες των εξτρεμιστών που είναι σκέτοι δειλοί τρομοκράτες», φώναξε με θυμό.
Δεν μπορούσε, προφανώς, να ξεπεράσει το γεγονός πως κάποια παιδαρέλια, μειράκια -ακόμα και επίσημοι εκπρόσωποι της κυβέρνησης- έσπευσαν να αμφισβητήσουν την ταυτότητά του, όπως είχε συμβεί και παλιότερα με τους εκπροσώπους του ΚΚΕ. Τότε δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι ο Μίκης μπροστά στην ανάγκη για εθνική ενότητα και για δημοκρατική σύμπνοια είχε πει το περίφημο «Καραμανλής ή τανκς» αποδεχόμενος έτσι έναν παλιό εχθρό και αντίπαλό του ως αναγκαστική επιλογή της Ιστορίας. Κάθε φορά, όμως, που η Ιστορία έθετε απτά διλήμματα, σαν αυτά των αγαπημένων του τραγικών, του Αισχύλου, του Σοφοκλή ή του Ευριπίδη, ο Μίκης δεν φοβόταν να πάρει θέση. Και θα το κάνει και στο μέλλον, ακόμα και αν χρειαστεί, σαν άλλος Οιδίποδας, να αυτοτραυματιστεί - αν είναι δυνατόν σήμερα να τον αποκαλούν φασίστα και να κατασκευάζουν ψεύτικες φωτογραφίες για να τον κατηγορήσουν!
Εξάλλου «μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό», ήταν οι στίχοι που θα αφιέρωνε αργότερα σε όλους εκείνους τους ανυπότακτους αριστερούς που δεν υπέγραψαν ποτέ και δεν φοβήθηκαν να επιμείνουν ότι πάνω από τον εαυτό τους ή το κόμμα έχουν την ίδια την Ελλάδα. Οι εικόνες και τα βιώματα του Θεοδωράκη από όλα τα δεινά που υπέφερε για χάρη της πατρίδας έσμιξαν με εικόνες από ένα διαφορετικό μέλλον την περασμένη Κυριακή στο Σύνταγμα.
Ο λαϊκός, ο ανυπότακτος
Πιστός στην ιδεολογία του ακόμη και ως συνθέτης, ο Μίκης πάντρεψε αρμονικά τον λαϊκό ρυθμό και τα λαϊκά όργανα με τη λυρική ποίηση των κορυφαίων Ελλήνων ποιητών και τραγωδών. Ξέροντας ότι ο λαϊκός πολιτισμός είχε ανάγκη από τον λυρισμό και τη συγκίνηση για να ανυψωθεί επέμενε σε ένα αντι-ελιτιστικό πλάνο που έφερε την υψηλή ποίηση στα χείλη των απλών ανθρώπων (να θυμίσουμε ότι μόνο στην Ελλάδα υπάρχει το παράδειγμα της μελοποιημένης ποίησης). Η παράδοση, το Αιγαίο, η ελληνική σημαία, τα νησιά και η μυρτιά δεν υπήρξαν τα γραφικά σύμβολα μιας χαμένης πατρίδας, αλλά απλές, απτές ψηφίδες ενός τεράστιου σύμπαντος φτιαγμένου από ανώνυμα όνειρα.«Δημιούργησε το τραγούδι-ποταμός, λαϊκό ορατόριο και μετασυμφωνικό αλλά είναι και ο ίδιος ηγέτης-ποταμός. Ξεχύνεται με ορμή, παρασέρνει τα εμπόδια στο πέρασμά του, ελίσσεται, αναζητά εναλλακτικές πορείες, κατεβάζει νερά, γόνιμα υλικά, κορμούς, πέτρες, αλλά ποιος θα ανοίξει την κοίτη, θα φτιάξει “γεφύρια”, “αρδευτικά” και “αντιπλημμυρικά έργα” και θα παραγάγει “ηλεκτρικό ρεύμα”;» αναρωτιέται εύλογα ο στενός του φίλος Μίμης Ανδρουλάκης στο πρόσφατο βιβλίο του «Σαλός θεού - Ο μυστικός Μίκης» γι’ αυτόν τον τρελό Κρητικό που δεν είχε τυχαία το όνομα Μιχάλης - προτού του δώσουν το πιο εξευγενισμένο Μίκης, όπως ο ελεύθερος Καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη ή ο αγαπημένος του ήρωας, ο Ζορμπάς. Μορφές επικές που ξεπερνούν τα κανονικά μεγέθη, αντι-πολιτικώς ορθές, γεμάτες πρωτόγονη ενέργεια και ενθουσιασμό.
Χωρίς αυτή την ηλεκτρική δύναμη που μπορεί ενίοτε να διαθέτει ο Μίκης, δεν θα λεγόταν Θεοδωράκης (αυτός που έχει δεχτεί το δώρο του Θεού), δεν θα είχε κάνει άνω κάτω καθεστώτα και κυβερνήσεις, δεν θα ήταν αυτός που αγκάλιαζαν κάποτε ο Κάστρο και ο Αραφάτ και που κατάφερε με τη μουσική του να ενώσει όχι μόνο τους διαφορετικούς Ελληνες αλλά και τους Ισραηλινούς με τους Παλαιστίνιους.
Ο ύμνος που λάτρεψαν Εβραίοι και Παλαιστίνιοι
Ηταν χαρακτηριστική η στιγμή το 1994 που γιορτάστηκε στο Οσλο η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων παρουσία του Πέρες και του Αραφάτ με την παρουσίαση του «Μαουτχάουζεν», που είχε φτάσει να γίνει περίπου σαν ο ύμνος του Ισραήλ. Λίγοι εβραίοι δεν μπόρεσαν να μη δακρύσουν στο άκουσμα των στίχων του Καμπανέλλη με την αριστουργηματική μουσική του Μίκη: «Κοπέλες του Μαουτχάουζεν, κοπέλες του Μπέλσεν, μην είδατε την αγάπη μου; / Την είδαμε στην παγερή πλατεία μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι, με κίτρινο άστρο στην καρδιά»... Για να καταλάβουμε πόσο θρυλική ήταν η «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» του Θεοδωράκη ήταν το έργο που λάτρεψε ο Μάνος Χατζιδάκις, γι’ αυτό και ζήτησε από τη Μαρία Φαραντούρη να συμμετάσχει με ένα τραγούδι στο πρώτο αλησμόνητο ανέβασμα του «Καπετάν Μιχάλη» του Νίκου Καζαντζάκη την ίδια χρονιά.Γιατί όσοι έβλεπαν μόνο αντιπαράθεση δύο κόσμων ανάμεσα στον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη αγνοούσαν ίσως ότι πρόκειται απλώς για τις αρχαιοελληνικές όψεις του ίδιου νομίσματος: το απολλώνιο, νοσταλγικό και λυρικό του Χατζιδάκι που συμπλήρωνε ιδανικά το διονυσιακό του Θεοδωράκη.
Ενα από τα πιο σημαντικά σημεία καμπής στη διαδρομή του Μίκη, ήταν το 1958, όταν συγκλονίστηκε από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, τον οποίο και βάλθηκε να μελοποιήσει επιτόπου, αμέσως μόλις διάβασε τους στοίχους αυτής της ανυπέρβλητης ποιητικής σύνθεσης.
Ο Μίκης έδειξε τότε ότι ήταν ένας νέος άνθρωπος είχε γεννηθεί με ελληνικό DNA και διεθνή ορίζοντα, με κατακόκκινη καρδιά και με γαλάζια φλέβα, όχι ελιτίστικη αλλά αγνή, που χωρούσε ένα τεράστιο αρχιπέλαγος απλωμένο στα πέρατα του κόσμου. Η δημιουργική ορμή διακόπηκε πολλές φορές απότομα για πολιτικούς λόγους. Οπως την περίοδο της δικτατορίας, χωρίς όμως οι τοίχοι των Φυλακών Αβέρωφ ή το ξύλο από τους βασανιστές της χούντας να είναι ικανά να τον σταματήσουν. Εκανε απεργία πείνας, φυλακίστηκε, μάτωσε στην Μπουμπουλίνας, υπέφερε, έθεσε σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, αλλά δεν πτοήθηκε. Στο πλευρό του είχε πάντοτε τον κόσμο, τα χελιδόνια στο «Περιγιάλι το κρυφό», ενώ στα χέρια του κρατούσε μια εντολή που του δόθηκε από πάνω γιατί «εντολή σου είπε αυτός ο κόσμος και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι», όπως λένε και οι στίχοι από το «Αξιον Εστί», μια εντολή που του έδωσαν μαζί όλοι οι ανώνυμοι ήρωες και ποιητές, οι δαίμονες και οι άγγελοι.
Το βάπτισμα του επαναστατικού πυρός το πήρε στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου του 1943 - όταν είδε να πέφτουν νεκροί από τους κατακτητές πολλοί συντοπίτες του, όταν συνελήφθη από τους Ιταλούς και βασανίστηκε. Κατάφερε, όμως, να το σκάσει και από τότε ζει μονίμως νομάς, ανέστιος σχεδόν πολιτικά και διωκόμενος. Οσα λάθη πολιτικά και αν έκανε, όσες μετατοπίσεις και αν υπήρξαν στην πολιτική του στράτευση, καθώς έγινε ακόμα και υπουργός Ανευ Χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, το 1990, δεν ήταν ποτέ ψεύτικος. Και δεν γύρισε ποτέ την πλάτη στον λαό. Γι’ αυτό και ο κομματικός μηχανισμός πάντα είχε αμηχανία απέναντί του μην ξέροντας πώς πρέπει να τον αντιμετωπίσει, αφού τον έβλεπε σαν μια σωκρατική μύγα που έχει βάλει σκοπό να ξεσηκώνει με τον λόγο του τον κόσμο.
Ο Θεοδωράκης δεν τα πήγε καλά με το επίσημο ΚΚΕ, συγκρούστηκε απόλυτα με τον Ανδρέα Παπανδρέου και όσο και αν συναίνεσε σε δεξιές επιλογές δεν έγινε ποτέ δεξιός - είναι τραγική ειρωνεία να λένε σήμερα ότι ασπάζεται τον φασισμό. Εξαιτίας της αντιστασιακής του δύναμης και του μεγάλου του εκτοπίσματος έσπευδε κάθε πρωθυπουργός και κάθε ηγέτης -για διαφορετικούς λόγους ο καθείς- να του καταθέσει τα διαπιστευτήριά του. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο πράγμα που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας με το που ανέλαβε την πρωθυπουργία ήταν να ανηφορίσει στο μικρό στενάκι, στην περιοχή της Ακρόπολης, για να λάβει το χρίσμα.
Ας μην ξεχνάμε ότι και ολόκληρος Πάμπλο Νερούδα στον Θεοδωράκη εμπιστεύτηκε το εθνικό άσμα της χώρας του, το «Canto General», ως το βασικό όπλο κατά της χούντας Πινοσέτ. Και τώρα αυτόν χρησιμοποιεί ο ανώνυμος λαός ως μοναδικό του ανάχωμα απέναντι σε κάθε μορφής συμβολική ή κυριολεκτική καταπίεση, σαν εκείνο το κεράκι του «Επιταφίου» που τελικά μετατράπηκε σε ολόκληρη φλόγα. Αυτές οι φωτιές μπορούν να νικήσουν «Τα μαύρα σύννεφα που μας απειλούν και γίνονται ολοένα περισσότερο ορατά», όπως είπε και ο ίδιος στην ομιλία του.
Γιατί «Θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας αν επιτρέψουμε να περάσει ένα τραγικό ψέμα. Χωρίς να έχουν παραιτηθεί από τον κύριο στόχο, επιδιώκουν σήμερα να γίνουν μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. με τη δική μας ψήφο για να έρχονται αύριο να μας απειλούν από ισχυρότερη θέση. Τότε θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας αν υποχωρήσουμε, γιατί ανοίγουμε τις πόρτες διάπλατες για να περάσει ένα τραγικό ψέμα με ολέθριες συνέπειες για την πατρίδα μας». Οσο για τη συμβολή που δίνει στον λαό, είναι ουσιαστικά αυτή που έδινε πάντα: «Να μην πτοηθούν. Να αυξήσουν τη θέληση, τον θυμό, την αποφασιστικότητα και την ορμητικότητά τους».
protothema
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου