Για την 1η Νοεμβρίου διεκόπη η δίκη για το μεγάλο σκάνδαλο δωροδοκίας γιατρών του ΕΣΥ από την εταιρεία «DePuy» θυγατρική της «Johnson@Johnson», καθώς ένας από τους 24 κατηγορούμενος δεν εκπροσωπούνταν στο δικαστήριο από συνήγορο.
Η συγκεκριμένη υπόθεση - το μεγαλύτερο ίσως σκάνδαλο δωροδοκίας στο χώρο της υγείας - περιγράφεται με συγκλονιστικές λεπτομέρειες σε πολυσέλιδο βούλευμα του συμβουλίου Εφετών της Αθήνας, το οποίο αποκάλυψε το περασμένο Σάββατο το protothema. gr.
Με το βούλευμα (343/2016) παραπέμπονται να δικαστούν για κατηγορίες που επισύρουν ακόμη και ισόβια, 24 συνολικά κατηγορούμενοι, ανάμεσα στους οποίους «βαριά» ονόματα της oρθοπεδικής στο ΕΣΥ, στελέχη της «DePuy» καθώς και Έλληνες που βρίσκονταν πίσω από πλειάδα off shore εταιριών μέσω των οποίων διακινούνταν το μαύρο χρήμα στο ΕΣΥ.
Έπειτα από χρόνια ερευνών η ελληνική δικαιοσύνη αποτύπωσε σε 2.168 σελίδες του βουλεύματος, το «πάρτι» που είχε στηθεί στις ορθοπεδικές κλινικές 109 δημόσιων νοσοκομείων καθώς και των θεραπευτηρίων του ΙΚΑ. Η χαρτογραφημένη συνολική μίζα προς γιατρούς και νοσοκομεία ανέρχεται στα 11,6 εκατ. ευρώ, ενώ η ζημία για το ελληνικό δημόσιο είναι ανυπολόγιστη. Για αυτό το λόγο οι 24 κατηγορούμενοι παραπέμπονται να δικαστούν κατά περίπτωση για τα εξής αδικήματα: απάτη σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου, ενεργητική και παθητική δωροδοκία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Από τις έρευνες προέκυψε πως τα ορθοπεδικά προϊόντα της Depuy υπερκοστολογούνταν στην Ελλάδα έως και 35% και από το ποσοστό αυτό, το 20% διατίθεντο στους γιατρούς ως «αμοιβή» για την προτίμηση που έδειχναν στα προϊόντα της εταιρίας και με το υπόλοιπο 15% συντηρούνταν ο μηχανισμός διακίνησης του χρήματος (λογιστές, δικηγόροι κλπ που είχαν ιδρύσει τις εταιρίες off shore).
Όπως προκύπτει, από το βούλευμα για μια τουλάχιστον εξαετία, από το 2000 ως το 2006, στα 109 δημόσια νοσοκομεία της χώρας οι ορθοπαιδικές επεμβάσεις είχαν…απογειωθεί – ομοίως και οι μίζες στους γιατρούς που τις διενεργούσαν εις βάρος των ασφαλιστικών ταμείων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του δικαστικού εγγράφου την αρνητική πρωτιά στις μίζες κατακτά το ΚΑΤ, κατεξοχήν νοσοκομείο αναφοράς για τις ορθοπαιδικές επεμβάσεις: στα χειρουργεία του ΚΑΤ διακινήθηκε η μερίδα του λέοντος του μαύρου χρήματος, σχεδόν 1,5 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 10% του συνόλου των μιζών.
Η δίκη και οι έρευνες
Τώρα, στη δίκη που επρόκειτο να ξεκινήσει σήμερα στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, παρόντες στη δικαστική αίθουσα ήταν δεκάδες νομικοί παραστάτες του ελληνικού δημοσίου και νοσοκομείων προκειμένου να δηλώσουν παράσταση πολιτικής αγωγής στη δίκη επικαλούμενη τη ζημία που κατά το παραπεμπτικό βούλευμα υπέστησαν από τη δράση των κατηγορουμένων. Ωστόσο η παράσταση θα δηλωθεί μετά την υποβολή εκ μέρους των συνηγόρων υπεράσπισης των ενστάσεων ακυρότητας της διαδικασίας.
Η δίκη διεκόπη για την 1η Νοεμβρίου, καθώς το δικαστήριο απέρριψε με τη σύμφωνη γνώμη της εισαγγελέως της έδρας τα αιτήματα αναβολής τριών εκ των κατηγορουμένων. Η εισαγγελέας πάντως στη σχετική τοποθέτησή τους επισήμανε τον κίνδυνο παραγραφής αδικημάτων στην υπόθεση.
Το έναυσμα για να ξετυλιχθεί η μεγαλύτερη υπόθεση μίζας – για τα ελληνικά δεδομένα- στο πεδίο της υγείας δόθηκε με την κατάθεση στο Γραφείο Σοβαρών Περιπτώσεων Απάτης (SFO) στο Λονδίνο του Ρόμπερτ Τζον Ντουγκάλ, ο οποίος εργαζόταν από το 1993 έως το 2007 στην εταιρία Depuy International και μάλιστα σε υψηλές θέσεις, αντιπρόεδρος πωλήσεων, ανάπτυξης αγορών και στρατηγικών σχέσεων.
Το στέλεχος της Depuy περίγραψε στη βρετανική υπηρεσία την ελληνική πραγματικότητα: «είχα διαπιστώσει ότι η πρακτική της πληρωμής δώρων ή ανταμοιβών σε ορθοπαιδικούς χειρουργούς στο ΕΣΥ σε σχέση με την προμήθεια ορθοπεδικών προϊόντων ήταν ‘ενδημική’. Το ύψος των κονδυλίων που διατίθεντο από όλους τους κατασκευαστές ορθοπεδικών προϊόντων που επέλεγαν να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα ανερχόταν σε 20% έως 35% επί της αξίας των πωλήσεων προς τους τελικούς χρήστες».
Η Depuy International πωλούσε τα προϊόντα της στο ελληνικό σύστημα υγείας βάσει της από 19/9/1997 συμφωνίας διανομής μέσω της εταιρίας Medec SA, η οποία ανήκε στον κ. Νικόλαο Καραγιάννη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2000 τα προϊόντα της Depuy που διένειμε η Medec SA αντιπροσώπευαν το 26% της αγοράς ορθοπεδικών ειδών στην Ελλάδα. Βάσει άλλης σύμβασης που είχαν υπογράψει οι δύο εταιρίες η Depuy κατέβαλλε προμήθεια 35% για όλες τις πωλήσεις της Medec στην εταιρία Madison Management Limited η οποία επίσης ανήκε στον κ. Καραγιάννη.
Όπως εξηγείται στο βούλευμα «μπορούσε ο κ. Καραγιάννης μετά την αφαίρεση εξόδων και λοιπών δαπανών να καταβάλλει χρηματικά κίνητρα ή άλλα δώρα ανταμοιβές σε χειρουργούς στην ελληνική αγορά προκειμένου να χρησιμοποιούν τα προϊόντα της Depuy». Τα ποσά αυτά, όπως προέκυψε από την αλληλογραφία των εταιριών, αποκαλούνταν με κωδικές ονομασίες όπως «δώρα σε μετρητά» ή «επιχειρηματική εκπαίδευση» ή «επιμόρφωση χειρουργών» ή «προμήθεια συμβούλου».
protothema
Η συγκεκριμένη υπόθεση - το μεγαλύτερο ίσως σκάνδαλο δωροδοκίας στο χώρο της υγείας - περιγράφεται με συγκλονιστικές λεπτομέρειες σε πολυσέλιδο βούλευμα του συμβουλίου Εφετών της Αθήνας, το οποίο αποκάλυψε το περασμένο Σάββατο το protothema. gr.
Με το βούλευμα (343/2016) παραπέμπονται να δικαστούν για κατηγορίες που επισύρουν ακόμη και ισόβια, 24 συνολικά κατηγορούμενοι, ανάμεσα στους οποίους «βαριά» ονόματα της oρθοπεδικής στο ΕΣΥ, στελέχη της «DePuy» καθώς και Έλληνες που βρίσκονταν πίσω από πλειάδα off shore εταιριών μέσω των οποίων διακινούνταν το μαύρο χρήμα στο ΕΣΥ.
Έπειτα από χρόνια ερευνών η ελληνική δικαιοσύνη αποτύπωσε σε 2.168 σελίδες του βουλεύματος, το «πάρτι» που είχε στηθεί στις ορθοπεδικές κλινικές 109 δημόσιων νοσοκομείων καθώς και των θεραπευτηρίων του ΙΚΑ. Η χαρτογραφημένη συνολική μίζα προς γιατρούς και νοσοκομεία ανέρχεται στα 11,6 εκατ. ευρώ, ενώ η ζημία για το ελληνικό δημόσιο είναι ανυπολόγιστη. Για αυτό το λόγο οι 24 κατηγορούμενοι παραπέμπονται να δικαστούν κατά περίπτωση για τα εξής αδικήματα: απάτη σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου, ενεργητική και παθητική δωροδοκία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Από τις έρευνες προέκυψε πως τα ορθοπεδικά προϊόντα της Depuy υπερκοστολογούνταν στην Ελλάδα έως και 35% και από το ποσοστό αυτό, το 20% διατίθεντο στους γιατρούς ως «αμοιβή» για την προτίμηση που έδειχναν στα προϊόντα της εταιρίας και με το υπόλοιπο 15% συντηρούνταν ο μηχανισμός διακίνησης του χρήματος (λογιστές, δικηγόροι κλπ που είχαν ιδρύσει τις εταιρίες off shore).
Όπως προκύπτει, από το βούλευμα για μια τουλάχιστον εξαετία, από το 2000 ως το 2006, στα 109 δημόσια νοσοκομεία της χώρας οι ορθοπαιδικές επεμβάσεις είχαν…απογειωθεί – ομοίως και οι μίζες στους γιατρούς που τις διενεργούσαν εις βάρος των ασφαλιστικών ταμείων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του δικαστικού εγγράφου την αρνητική πρωτιά στις μίζες κατακτά το ΚΑΤ, κατεξοχήν νοσοκομείο αναφοράς για τις ορθοπαιδικές επεμβάσεις: στα χειρουργεία του ΚΑΤ διακινήθηκε η μερίδα του λέοντος του μαύρου χρήματος, σχεδόν 1,5 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 10% του συνόλου των μιζών.
Η δίκη και οι έρευνες
Τώρα, στη δίκη που επρόκειτο να ξεκινήσει σήμερα στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, παρόντες στη δικαστική αίθουσα ήταν δεκάδες νομικοί παραστάτες του ελληνικού δημοσίου και νοσοκομείων προκειμένου να δηλώσουν παράσταση πολιτικής αγωγής στη δίκη επικαλούμενη τη ζημία που κατά το παραπεμπτικό βούλευμα υπέστησαν από τη δράση των κατηγορουμένων. Ωστόσο η παράσταση θα δηλωθεί μετά την υποβολή εκ μέρους των συνηγόρων υπεράσπισης των ενστάσεων ακυρότητας της διαδικασίας.
Η δίκη διεκόπη για την 1η Νοεμβρίου, καθώς το δικαστήριο απέρριψε με τη σύμφωνη γνώμη της εισαγγελέως της έδρας τα αιτήματα αναβολής τριών εκ των κατηγορουμένων. Η εισαγγελέας πάντως στη σχετική τοποθέτησή τους επισήμανε τον κίνδυνο παραγραφής αδικημάτων στην υπόθεση.
Το έναυσμα για να ξετυλιχθεί η μεγαλύτερη υπόθεση μίζας – για τα ελληνικά δεδομένα- στο πεδίο της υγείας δόθηκε με την κατάθεση στο Γραφείο Σοβαρών Περιπτώσεων Απάτης (SFO) στο Λονδίνο του Ρόμπερτ Τζον Ντουγκάλ, ο οποίος εργαζόταν από το 1993 έως το 2007 στην εταιρία Depuy International και μάλιστα σε υψηλές θέσεις, αντιπρόεδρος πωλήσεων, ανάπτυξης αγορών και στρατηγικών σχέσεων.
Το στέλεχος της Depuy περίγραψε στη βρετανική υπηρεσία την ελληνική πραγματικότητα: «είχα διαπιστώσει ότι η πρακτική της πληρωμής δώρων ή ανταμοιβών σε ορθοπαιδικούς χειρουργούς στο ΕΣΥ σε σχέση με την προμήθεια ορθοπεδικών προϊόντων ήταν ‘ενδημική’. Το ύψος των κονδυλίων που διατίθεντο από όλους τους κατασκευαστές ορθοπεδικών προϊόντων που επέλεγαν να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα ανερχόταν σε 20% έως 35% επί της αξίας των πωλήσεων προς τους τελικούς χρήστες».
Η Depuy International πωλούσε τα προϊόντα της στο ελληνικό σύστημα υγείας βάσει της από 19/9/1997 συμφωνίας διανομής μέσω της εταιρίας Medec SA, η οποία ανήκε στον κ. Νικόλαο Καραγιάννη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2000 τα προϊόντα της Depuy που διένειμε η Medec SA αντιπροσώπευαν το 26% της αγοράς ορθοπεδικών ειδών στην Ελλάδα. Βάσει άλλης σύμβασης που είχαν υπογράψει οι δύο εταιρίες η Depuy κατέβαλλε προμήθεια 35% για όλες τις πωλήσεις της Medec στην εταιρία Madison Management Limited η οποία επίσης ανήκε στον κ. Καραγιάννη.
Όπως εξηγείται στο βούλευμα «μπορούσε ο κ. Καραγιάννης μετά την αφαίρεση εξόδων και λοιπών δαπανών να καταβάλλει χρηματικά κίνητρα ή άλλα δώρα ανταμοιβές σε χειρουργούς στην ελληνική αγορά προκειμένου να χρησιμοποιούν τα προϊόντα της Depuy». Τα ποσά αυτά, όπως προέκυψε από την αλληλογραφία των εταιριών, αποκαλούνταν με κωδικές ονομασίες όπως «δώρα σε μετρητά» ή «επιχειρηματική εκπαίδευση» ή «επιμόρφωση χειρουργών» ή «προμήθεια συμβούλου».
protothema
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου