Βασικό πρόστιμο 2.500 ευρώ για τη μη έκδοση απόδειξης από 0,1 έως πολλά εκατομμύρια ευρώ επιβάλλει το νέο ποινολόγιο της εφορίας καθιστώντας την μη έκδοση φορολογικών στοιχείων μια πολύ ακριβή υπόθεση για καφετέριες, μπαρ, εστιατόρια και εμπορικά καταστήματα.
Το ίδιο πρόστιμο απειλεί και γιατρούς, δικηγόρους, υδραυλικούς, ξυλουργούς και άλλα συναφή ελεύθερα επαγγέλματα τα οποία συνηθίζουν επίσης να μην εκδίδουν αποδείξεις για τις υπηρεσίες που προσφέρουν.
Με τις αλλαγές που έγιναν στο νέο ποινολόγιο δεν τιμωρείται ο αριθμός των παραβάσεων αλλά η ίδια η παράβαση.
Δηλαδή αν βρεθούν δύο ή τρεις αποδείξεις που δεν έχουν εκδοθεί , το πρόστιμο παραμένει το ίδιο. Στόχος είναι η αποτροπή της μη έκδοσης αποδείξεων που είναι η βασική φορολογική παράβαση στις υπηρεσίες εστίασης. Ταυτόχρονα όμως ο νόμος προβλέπει την κλιμάκωση του προστίμου σε περιπτώσεις υποτροπής.
Αν δηλαδή το ίδιο κατάστημα ή ελεύθερος επαγγελματίας συλληφθεί να μην έχει εκδώσει απόδειξη για δεύτερη το πρόστιμο είναι διπλάσιο, δηλαδή 5.000 ευρώ ενώ από την τρίτη υποτροπή και πάνω οι ελεγκτές μπορούν να φτάσουν ακόμη και σε αναστολή λειτουργίας του για ένα διάστημα.
Το ενιαίο αυτό πρόστιμο έρχεται να αντικαταστήσει τα αυτοτελή πρόστιμα των 250 ευρώ και των 500 ευρώ που επιβάλλονται σήμερα για κάθε μία μη εκδοθείσα απόδειξη με ανώτατο όριο τις 30.000 ευρώ σε επιχειρήσεις και ελευθέρους επαγγελματίες που διαπιστώνεται ότι δεν έχουν κόψει αποδείξεις στους πελάτες τους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του πολυνομοσχεδίου:
α) Καταργούνται τα αυτοτελή πρόστιμα για μη έκδοση αποδείξεων, τα οποία ανέρχονται σε 250 ευρώ ανά απόδειξη για επιχειρήσεις που τηρούν απλογραφικά βιβλία (εσόδων-εξόδων ή πρώην β’ κατηγορίας) και σε 500 ευρώ ανά απόδειξη για μεγαλύτερες επιχειρήσεις που τηρούν διπλογραφικά βιβλία (πρώην γ’ κατηγορίας).
β) Η παράβαση της μη έκδοσης αποδείξεων θα αντιμετωπίζεται πλέον ως μια ενιαία διαδικαστική παράβαση και θα τιμωρείται με το ενιαίο πρόστιμο των 2.500 ευρώ.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 9 και 10 του άρθρου 3 του πολυνομοσχεδίου σε περίπτωση που θα διαπιστώνεται από τον φοροελεγκτή η μη έκδοση αποδείξεων θα επιβάλλονται στον παραβάτη και πρόστιμα ανακρίβειας τα οποία θα υπολογίζονται, ως ποσοστά επί των διαφορών φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ που θα αντιστοιχούν στην αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.
Σημαντικός πλέον για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων αυτών είναι ο ακριβής προσδιορισμός της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης και των επιπλέον φόρων που απέφυγε να πληρώσει ο παραβάτης.
Κάθε επιχειρηματίας και ελεύθερος επαγγελματίας που δεν εκδίδει αποδείξεις και παράλληλα δεν υπάγεται σε καθεστώς ΦΠΑ, θα επιβαρύνεται μόνο με τα πρόστιμα για ανακριβή υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος τα οποία θα υπολογίζονται με ποσοστά επί των διαφορών φόρου που διαπιστώνει ο έλεγχος.
enikonomia
Το ίδιο πρόστιμο απειλεί και γιατρούς, δικηγόρους, υδραυλικούς, ξυλουργούς και άλλα συναφή ελεύθερα επαγγέλματα τα οποία συνηθίζουν επίσης να μην εκδίδουν αποδείξεις για τις υπηρεσίες που προσφέρουν.
Με τις αλλαγές που έγιναν στο νέο ποινολόγιο δεν τιμωρείται ο αριθμός των παραβάσεων αλλά η ίδια η παράβαση.
Δηλαδή αν βρεθούν δύο ή τρεις αποδείξεις που δεν έχουν εκδοθεί , το πρόστιμο παραμένει το ίδιο. Στόχος είναι η αποτροπή της μη έκδοσης αποδείξεων που είναι η βασική φορολογική παράβαση στις υπηρεσίες εστίασης. Ταυτόχρονα όμως ο νόμος προβλέπει την κλιμάκωση του προστίμου σε περιπτώσεις υποτροπής.
Αν δηλαδή το ίδιο κατάστημα ή ελεύθερος επαγγελματίας συλληφθεί να μην έχει εκδώσει απόδειξη για δεύτερη το πρόστιμο είναι διπλάσιο, δηλαδή 5.000 ευρώ ενώ από την τρίτη υποτροπή και πάνω οι ελεγκτές μπορούν να φτάσουν ακόμη και σε αναστολή λειτουργίας του για ένα διάστημα.
Το ενιαίο αυτό πρόστιμο έρχεται να αντικαταστήσει τα αυτοτελή πρόστιμα των 250 ευρώ και των 500 ευρώ που επιβάλλονται σήμερα για κάθε μία μη εκδοθείσα απόδειξη με ανώτατο όριο τις 30.000 ευρώ σε επιχειρήσεις και ελευθέρους επαγγελματίες που διαπιστώνεται ότι δεν έχουν κόψει αποδείξεις στους πελάτες τους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του πολυνομοσχεδίου:
α) Καταργούνται τα αυτοτελή πρόστιμα για μη έκδοση αποδείξεων, τα οποία ανέρχονται σε 250 ευρώ ανά απόδειξη για επιχειρήσεις που τηρούν απλογραφικά βιβλία (εσόδων-εξόδων ή πρώην β’ κατηγορίας) και σε 500 ευρώ ανά απόδειξη για μεγαλύτερες επιχειρήσεις που τηρούν διπλογραφικά βιβλία (πρώην γ’ κατηγορίας).
β) Η παράβαση της μη έκδοσης αποδείξεων θα αντιμετωπίζεται πλέον ως μια ενιαία διαδικαστική παράβαση και θα τιμωρείται με το ενιαίο πρόστιμο των 2.500 ευρώ.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 9 και 10 του άρθρου 3 του πολυνομοσχεδίου σε περίπτωση που θα διαπιστώνεται από τον φοροελεγκτή η μη έκδοση αποδείξεων θα επιβάλλονται στον παραβάτη και πρόστιμα ανακρίβειας τα οποία θα υπολογίζονται, ως ποσοστά επί των διαφορών φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ που θα αντιστοιχούν στην αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.
Σημαντικός πλέον για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων αυτών είναι ο ακριβής προσδιορισμός της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης και των επιπλέον φόρων που απέφυγε να πληρώσει ο παραβάτης.
Κάθε επιχειρηματίας και ελεύθερος επαγγελματίας που δεν εκδίδει αποδείξεις και παράλληλα δεν υπάγεται σε καθεστώς ΦΠΑ, θα επιβαρύνεται μόνο με τα πρόστιμα για ανακριβή υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος τα οποία θα υπολογίζονται με ποσοστά επί των διαφορών φόρου που διαπιστώνει ο έλεγχος.
enikonomia
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου