Βολές προς την κυβέρνηση, στην οποία καταλογίζει έλλειψη
προγραμματισμού για την εποχή μετά το τρέχον μνημόνιο, εξαπολύει το
Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του για την
περίοδο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2014!
Στην έκθεση, μάλιστα, αμφισβητούνται και οι προβλέψεις της κυβέρνησης σχετικά με το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2014, καθώς επίσης και οι προβλέψεις σχετικά με την ανάπτυξη το 2015 και το 2016, καθώς επισημαίνεται ότι υπάρχουν «σημαντικές αβεβαιότητες εξωτερικής και εσωτερικής προέλευσης». Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τονίζει, ακόμη, ότι «οι σχεδιασμοί και ανασχεδιασμοί δεν έχουν τέλος, τροφοδοτώντας τη γενικότερη αβεβαιότητα, που με τη σειρά της εμποδίζει την ανάπτυξη».
Σε ό,τι έχει να κάνει με το μνημόνιο, στην έκθεση σημειώνεται ότι η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα που στηρίχθηκε από την ΕΕ και το ΔΝΤ και εξακολουθεί να διαπραγματεύεται επί μέρους ζητήματα ουσιαστικά χωρίς «πυξίδα» στην επόμενη ημέρα, ενώ υπογραμμίζεται πως όσα έχουν αναγγελθεί έως τώρα για την εποχή μετά το μνημόνιο «επαναλαμβάνουν γενικούς στόχους (ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας κλπ) χωρίς να συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα».
Σύμφωνα με την έκθεση, ένα νέο πρόγραμμα που θα στόχευε στην ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης θα έπρεπε πρωτίστως να είναι ελληνική υπόθεση, αλλά η σύνταξη ενός αξιόπιστου αναπτυξιακού προγράμματος θα πρέπει να στηρίζεται «σε φθηνούς πόρους που προέρχονται από τον ΕΜΣ, ΕΚΤ και άλλους ευρωπαϊκούς θεσμούς». «Η δημοσιονομική προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές κι ευρωπαϊκό περιβάλλον, σα να είναι ‘πάνω σε κινούμενη άμμο’», αναφέρει το Γραφείο στην έκθεσή του. Επίσης, αναφέρεται και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού 2015, για το οποίο τηρεί στάση αναμονής για τον τρόπο με τον οποίο θα το αξιολογήσουν οι εταίροι και επικαλείται εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες έχουν συσσωρευθεί εκατοντάδες εκκρεμείς υποχρεώσεις της ελληνικής πλευράς. «Η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται άλλη μια φορά όχι τόσο τους όρους οικονομικής πολιτικής (αυτοί έχουν καταγραφεί στο συμφωνημένο πρόγραμμα προσαρμογής, δηλαδή στο δεύτερο ‘μνημόνιο’) όσο το αν, πώς ή σε ποιο βαθμό μπορούν να εφαρμοσθούν, να τροποποιηθούν ή να ανακληθούν», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Σημειώνεται δε πως «ακόμα και φαινομενικά ανώδυνα μέτρα όπως η καταγραφή του αριθμού των απασχολούμενων στο Δημόσιο ή η εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων άλλων μέτρων γίνονται υπό την εξωτερική πίεση των δανειστών», ενώ επισημαίνεται ότι «η διαρκής διαπραγμάτευση για σημαντικά και ασήμαντα θέματα ανέδειξε και τα προβλήματα των τυπικών και άτυπων θεσμών διακυβέρνησης».
Σύμφωνα με την έκθεση η κυβέρνηση είχε προσανατολισθεί σε μια επιλογή τεσσάρων σημείων:
• Αποχώρηση του ΔΝΤ και αποφυγή προσφυγής στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς για νέο δανεισμό, που θα συνοδευόταν με όρους οικονομικής πολιτικής (δηλαδή μνημόνιο).
• Έξοδος στις αγορές για αναχρηματοδότηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
• Διαπραγμάτευση για αναδιάρθρωση του χρέους.
• Αποφυγή νέων δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις.
Στο σημείο αυτό διατυπώνονται επικρίσεις για το κυβερνητικό σκεπτικό ότι μετά την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος και τη σχετική υποχώρηση των «αποδόσεων» των κρατικών ομολόγων, θα ήταν δυνατή η αναχρηματοδότηση ληξιπρόθεσμων χρεών το 2015 και 2016 (κατ’ αρχάς) με προσφυγή στις αγορές. «Η κυβέρνηση υπολόγιζε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος δρόμος για απεμπλοκή της χώρας από την τρόικα. Στην περίπτωση αυτή, οι αγορές θα κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του χρηματοδοτικού κενού του 2015-16, δηλαδή συνολικά 27,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το με το ΔΝΤ», σημειώνεται.
Το Γραφείο εκτιμά ακόμη πως «η ελληνική επιλογή ‘έξοδος στις αγορές, όχι νέο πρόγραμμα’ δεν στηριζόταν σε μια ρεαλιστική εκτίμηση του διεθνούς και ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Το αποτέλεσμα ήταν η απότομη άνοδος των ‘αποδόσεων’ στα μέσα Οκτωβρίου 2014. Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων ξεπέρασαν το 9%! Ευτυχώς, η κυβέρνηση έσπευσε να αλλάξει στάση».
Ακόμη, υποστηρίζεται πως το τέλος του «μνημονίου» και η έξοδος στις αγορές για δανεισμό δε σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δε βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ούτε ότι δεν υπάρχει εξίσου μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Όλα αυτά πρέπει να αντιμετωπισθούν με την εφαρμογή ενός πειστικού αναπτυξιακού προγράμματος, που όμως δεν υπάρχει ή δεν έχει ανακοινωθεί.
Για να διαβάσετε αναλυτικά ολόκληρη την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, πατήστε εδώ.
eklogika
Στην έκθεση, μάλιστα, αμφισβητούνται και οι προβλέψεις της κυβέρνησης σχετικά με το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2014, καθώς επίσης και οι προβλέψεις σχετικά με την ανάπτυξη το 2015 και το 2016, καθώς επισημαίνεται ότι υπάρχουν «σημαντικές αβεβαιότητες εξωτερικής και εσωτερικής προέλευσης». Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τονίζει, ακόμη, ότι «οι σχεδιασμοί και ανασχεδιασμοί δεν έχουν τέλος, τροφοδοτώντας τη γενικότερη αβεβαιότητα, που με τη σειρά της εμποδίζει την ανάπτυξη».
Σε ό,τι έχει να κάνει με το μνημόνιο, στην έκθεση σημειώνεται ότι η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα που στηρίχθηκε από την ΕΕ και το ΔΝΤ και εξακολουθεί να διαπραγματεύεται επί μέρους ζητήματα ουσιαστικά χωρίς «πυξίδα» στην επόμενη ημέρα, ενώ υπογραμμίζεται πως όσα έχουν αναγγελθεί έως τώρα για την εποχή μετά το μνημόνιο «επαναλαμβάνουν γενικούς στόχους (ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας κλπ) χωρίς να συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα».
Σύμφωνα με την έκθεση, ένα νέο πρόγραμμα που θα στόχευε στην ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης θα έπρεπε πρωτίστως να είναι ελληνική υπόθεση, αλλά η σύνταξη ενός αξιόπιστου αναπτυξιακού προγράμματος θα πρέπει να στηρίζεται «σε φθηνούς πόρους που προέρχονται από τον ΕΜΣ, ΕΚΤ και άλλους ευρωπαϊκούς θεσμούς». «Η δημοσιονομική προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές κι ευρωπαϊκό περιβάλλον, σα να είναι ‘πάνω σε κινούμενη άμμο’», αναφέρει το Γραφείο στην έκθεσή του. Επίσης, αναφέρεται και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού 2015, για το οποίο τηρεί στάση αναμονής για τον τρόπο με τον οποίο θα το αξιολογήσουν οι εταίροι και επικαλείται εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες έχουν συσσωρευθεί εκατοντάδες εκκρεμείς υποχρεώσεις της ελληνικής πλευράς. «Η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται άλλη μια φορά όχι τόσο τους όρους οικονομικής πολιτικής (αυτοί έχουν καταγραφεί στο συμφωνημένο πρόγραμμα προσαρμογής, δηλαδή στο δεύτερο ‘μνημόνιο’) όσο το αν, πώς ή σε ποιο βαθμό μπορούν να εφαρμοσθούν, να τροποποιηθούν ή να ανακληθούν», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Σημειώνεται δε πως «ακόμα και φαινομενικά ανώδυνα μέτρα όπως η καταγραφή του αριθμού των απασχολούμενων στο Δημόσιο ή η εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων άλλων μέτρων γίνονται υπό την εξωτερική πίεση των δανειστών», ενώ επισημαίνεται ότι «η διαρκής διαπραγμάτευση για σημαντικά και ασήμαντα θέματα ανέδειξε και τα προβλήματα των τυπικών και άτυπων θεσμών διακυβέρνησης».
Σύμφωνα με την έκθεση η κυβέρνηση είχε προσανατολισθεί σε μια επιλογή τεσσάρων σημείων:
• Αποχώρηση του ΔΝΤ και αποφυγή προσφυγής στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς για νέο δανεισμό, που θα συνοδευόταν με όρους οικονομικής πολιτικής (δηλαδή μνημόνιο).
• Έξοδος στις αγορές για αναχρηματοδότηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
• Διαπραγμάτευση για αναδιάρθρωση του χρέους.
• Αποφυγή νέων δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις.
Στο σημείο αυτό διατυπώνονται επικρίσεις για το κυβερνητικό σκεπτικό ότι μετά την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος και τη σχετική υποχώρηση των «αποδόσεων» των κρατικών ομολόγων, θα ήταν δυνατή η αναχρηματοδότηση ληξιπρόθεσμων χρεών το 2015 και 2016 (κατ’ αρχάς) με προσφυγή στις αγορές. «Η κυβέρνηση υπολόγιζε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος δρόμος για απεμπλοκή της χώρας από την τρόικα. Στην περίπτωση αυτή, οι αγορές θα κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του χρηματοδοτικού κενού του 2015-16, δηλαδή συνολικά 27,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το με το ΔΝΤ», σημειώνεται.
Το Γραφείο εκτιμά ακόμη πως «η ελληνική επιλογή ‘έξοδος στις αγορές, όχι νέο πρόγραμμα’ δεν στηριζόταν σε μια ρεαλιστική εκτίμηση του διεθνούς και ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Το αποτέλεσμα ήταν η απότομη άνοδος των ‘αποδόσεων’ στα μέσα Οκτωβρίου 2014. Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων ξεπέρασαν το 9%! Ευτυχώς, η κυβέρνηση έσπευσε να αλλάξει στάση».
Ακόμη, υποστηρίζεται πως το τέλος του «μνημονίου» και η έξοδος στις αγορές για δανεισμό δε σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δε βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ούτε ότι δεν υπάρχει εξίσου μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Όλα αυτά πρέπει να αντιμετωπισθούν με την εφαρμογή ενός πειστικού αναπτυξιακού προγράμματος, που όμως δεν υπάρχει ή δεν έχει ανακοινωθεί.
Για να διαβάσετε αναλυτικά ολόκληρη την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, πατήστε εδώ.
eklogika
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου