Έφυγαν βιαστικά τα γερμανικά στρατεύματα και οι Αθηναίοι ξεχύθηκαν στους δρόμους και πανηγύριζαν την λευτεριά τους
Το ηλιόλουστο πρωινό της Πέμπτης 12 Οκτωβρίου 1944 στην Αθήνα, (σαν σήμερα, πριν από 70 χρόνια), ένας λόχος της Βέρμαχτ καταθέτει στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη και απομακρύνεται βιαστικά ενώ βιαστικά μαζεύουν και από την Ακρόπολη το μισητό τους λάβαρο που αντίκριζε καθημερινά σκυθρωπός ο Παρθενώνας και οι καρυάτιδες Την ίδια ώρα αρχίζουν να κτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες και ο κόσμος από κάθε γειτονιά της Αθήνας με αλαλαγμούς ξεχύνεται στους δρόμους με μια σημαία στα χέρια και πανηγυρίζουν!… Κανείς δεν πίστευε στ’ αυτιά του και τα μάτια με αυτό που συνέβαινε. Το χαρμόσυνο νέο, ότι ο ναζισμός ξεψυχά και τα τελευταία υπολείμματα της Βέρμαχτ αποχωρούν από την Αθήνα, μέθυσε κάθε πονεμένη ψυχή. Ξέχασαν μονομιάς τα πάντα, καθώς βλέπουν να ανατέλλει ο ήλιος της λευτεριάς.
Την ίδια ώρα, μέσα στην παραζάλη, ο ανταποκριτής του Μπί Μπί Σί τρέχει και μεταδίδει την έκτακτη είδηση στο Λονδίνο και ο βρετανικός ραδιοσταθμός μεταδίδει την είδηση της απελευθερώσεως των Αθηνών, διαπράττοντας από ενθουσιασμό, μοναδική παρατυπία. Μετά την είδηση παίζει τον ελληνικό εθνικό ύμνο, κάτι που απαγορεύεται ρητώς και δεν έγινε ποτέ, σε δελτία ειδήσεων του Μπί Μπί Σί.
Φεύγουν και τα τελευταία καμιόνια με γερμανούς στρατιώτες προς την πατρίδα τους, χωρίς κανείς να τους δίδει σημασία, μέσα σ’ εκείνο το πανδαιμόνιο που επικρατεί. Μόνο ένα μεμονωμένο επεισόδιο σημειώνεται, όταν ένας γερμανός στρατιώτης πέφτει στα χέρια κάποιων φανατικών που βγάζουν επάνω του, όλο τους το άχτι… Η γερμανική κατοχική νύχτα που άρχισε με την κατάληψη της Αθήνας στις 27 Απριλίου 1941, κράτησε 1260 μερόνυχτα. Ο λαός πείνασε, υπέφερε, βασανίστηκε, αλλά δεν έχασε την ελπίδα του. Πολλοί εκτελέστηκαν και ακόμα περισσότεροι πέθαναν από την πείνα. Όμως στους ζωντανούς δεν έλειψε η ελπίδα και η προσμονή της λευτεριάς…
Πειθαρχημένες οι ένοπλες αντιστασιακές ομάδες, περνούν στους δρόμους, παραδειγματική η τάξη και η ευπρέπεια που δείχνουν και οι διάφορες οργανώσεις που παρελαύνουν με σημαίες και πλακάτ. Στη θέα των Άγγλων στρατιωτών, τα πλήθη παραληρούν, τρέχουν, τους αγκαλιάζουν και τους σηκώνουν στους ώμους...
Προηγήθηκε των πανηγυρισμών, μεγάλο παρασκήνιο για να υπάρξει ομαλή μετάβαση, από τη σκλαβιά στην ελευθερία. Ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός συζήτησε την αποφυγή εκτρόπων με τον γερμανό στρατηγό Φέλμυ, ενώ ο στρατηγός των Ες Ες Σιμάνα απειλούσε πως θα ανατινάξει την Αθήνα αν παρενοχλούσε κανείς την αποχώρησή τους. Ήδη είχαν υπονομεύσει το φράγμα Μαραθώνος, την τηλεφωνική και ηλεκτρική εταιρία Πάουερ, τον Ισθμό της Κορίνθου, γεφύρια, σταθμούς, εργοστάσια, σιδηροδρόμους, στρατώνες, τελωνεία και αποθήκες. Αν προχωρούσε στις απειλές, η Αθήνα θα ισοπεδωνόταν! Γιατί επί πλέον ο Σιμάνα, με τα κανόνια που είχε τοποθετήσει σε πέντε τούνελ του Λυκαβηττού, θα έκανε στάχτη την πρωτεύουσα.
Εν τω μεταξύ, ο Χρήστος Ζαλοκώστας, μέλος Επιτροπής Αγώνα και συνεργάτης του στρατιωτικού διοικητή Αθηνών στρατηγού Παν. Σπηλιωτόπουλου, δέχτηκε πρόταση από τον κατοχικό αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως Ράλλη, ομογενή από τη Ρωσία Έκτορα Τσιρονίκο, ότι αν υπήρχε κάποιο εθνικό θέμα, ήταν πρόθυμος να το θέσει στον στρατηγό Νοϋμπάχερ, διοικητή των γερμανικών δυνάμεων Νοτίου Ευρώπης, τον οποίο θα συναντούσε στο Βελιγράδι. Ο Ζαλοκώστας με επιφύλαξη ενημέρωσε και μετέφερε σημείωμα του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου με πέντε αιτήματα προς τον Νοϋμπάχερ. Ο Τσιρονίκος έκανε φαίνεται πολύ καλή δουλειά, αφού ο γερμανός στρατηγός αποδέχθηκε όλα τα αιτήματα που του έθεσε.
Ο Σάκης Πεπονής, φοιτητής τότε στο Πολυτεχνείο, ήταν ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίους που έζησε και ανέπνευσε από κοντά τις πρώτες στιγμές ελευθερίας στο κέντρο της Αθήνας. Μία άλλη μέρα είχε ξημερώσει για την πρωτεύουσα και το μέλλον διαγράφονταν λαμπρό, αν και η ιστορία διέψευσε πολύ σύντομα τα όνειρα για ένα καλύτερο και ειρηνικό αύριο.«Τη νύχτα της 11ης Οκτωβρίου 1944 κοιμήθηκα στο σπίτι μου. Κάτι είχε ακουστεί ότι οι Γερμανοί θα εκκένωναν την πόλη την επομένη, αλλά τα ίδια είχανε πει και την προηγούμενη, τα ίδια και την πιο πριν. Για μέρες περιμέναμε την κάθε αυριανή, να κόψει τον χρόνο στα δύο. Ξύπνησα το πρωί της άλλης και πήρα με τα πόδια τον δρόμο για το Πολυτεχνείο ανύποπτος. Η χαρμόσυνη είδηση έφτασε στ' αυτιά μου από διαβάτες, μπαλκόνια και παράθυρα, καθώς προχωρούσα: "Φεύγουνε - Φεύγουνε!". Ναι φεύγανε. Καθώς βγήκα στην Πατησίων αντίκρισα τις πρώτες σημαίες να ξεπροβάλλουν σε σπίτια και μαγαζιά -σημαιοστολισμός μεγάλης χαράς, χωρίς διαταγή.(...) Θυμάμαι ν' ανεβαίνουν απ' την Ομόνοια προς τη Σταδίου τα τελευταία γερμανικά αυτοκίνητα· ο κόσμος τα συνόδευε με αποδοκιμασίες. Ενας Γερμανός πυροβόλησε στον αέρα. Αρχισαν να εμφανίζονται στους δρόμους τα πρώτα πανό οργανώσεων. Πιο πολύ ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ. Από κοντά του ΚΚΕ. Μα και οι πρώτες περίπολοι από αστυφύλακες με αυτόματο κρεμασμένο απ' τον ώμο. Ο κόσμος τους χειροκροτούσε όλους -και τους αστυφύλακες. Ο λαός ξαναζούσε φωναχτά, με νικητήριες κραυγές και τραγούδια, την ενότητα, τη βουβή των πρώτων ημερών της Κατοχής».
Κατά την αποχώρηση δεν ήταν φυσικά όλα ρόδινα. Φεύγοντας οι Γερμανοί, προκάλεσαν ζημιές σε σημαντικές υποδομές. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Λιμένος Πειραιά που υπέστη τεράστιες καταστροφές, με ανατίναξη των σιλό, των κρηπιδωμάτων της ακτής Θεμιστοκλέους και Μιαούλη καθώς και την ανατίναξη των ναυπηγείων και του κτιρίου της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων.
Επίσης έβαλαν φωτιά στις αποθήκες των εταιριών πετρελαιοειδών Shell, Socobell και Socony. Επιπλέον, αποπειράθηκαν να καταστρέψουν το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Κερατσίνι. Όμως οι εγκαταστάσεις σώθηκαν, μετά από μάχη που έδωσαν άνδρες του ΕΛΑΣ οι οποίοι έσπευσαν εκεί όταν ειδοποιήθηκαν από εργαζόμενους της Ηλεκτρικής Εταιρίας.
Πίσω όμως στα γεγονότα όπως τα εξιστόρησε το 1986 ο Σπ. Κωστάκης: «Οι Γερμανοί όλη τη νύχτα έφευγαν μαζικά τώρα. Και από την αρτηρία της Ιεράς Οδού κι από τα βόρεια προάστια. Ολη τη νύχτα άδειαζαν καταυλισμούς αποθήκες, ιδρύματα, υπηρεσίες, γραφεία. Καίνε χαρτιά. Φεύγουν. Οι συνοικίες κι οι συνοικισμοί - μαχόμενες μονάδες το έχουν πάρει χαμπάρι και βρίσκονται στο πόδι από τα χαράματα. Τμήματά μας έχουν ακροβολιστεί μέχρι τους πλαϊνούς δρόμους του κέντρου. Σύνταγμα - Ομόνοια. Γύρω στις 10 το πρωί αγγελιοφόρος φέρνει την είδηση ότι οι Γερμανοί κατέβασαν τη σημαία τους από την Ακρόπολη. Και σε λίγο άλλοι: οι Γερμανοί κατέθεσαν στεφάνι στον Αγνωστο Στρατιώτη. "Είμαστε στρατός ιπποτικός", θέλουν να πουν μ' αυτή τη χειρονομία τους. Ομως οι "Ιππότες" καθώς έφευγαν πυροβόλησαν και σκότωσαν άοπλους ανθρώπους στην Ομόνοια και στο τέρμα Ιπποκράτους.
Εφταναν συνεχώς και καινούργιοι αγγελιοφόροι. Οι συνοικισμοί και οι γειτονιές ξεχύθηκαν στο κέντρο. Συγκεντρώνονται πάνδημα στις δικές τους κεντρικές πλατείες κι από κει ποτάμια κατεβαίνουν μ' ένα πρωτόφαντο ξέσπασμα χαράς. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, τραγουδάνε, χορεύουν, φωνάζουν συνθήματα. Ανεμίζουν κόκκινες κι ελληνικές σημαίες. Σηκώνουν πλακάτ. Ξεπετάγονται φλογεροί ρήτορες. Η Πανεπιστημίου, η Σταδίου, το Σύνταγμα και η Ομόνοια, μια λαοθάλασσα».
Η αποτροπή ισοπέδωσης της Αθήνας
Η αποδοχή των αιτημάτων, εξιλέωνε κάπως τον Τσιρονίκο, αφού σ’ όλη την κατοχική περίοδο ήταν μέλος των κυβερνήσεων και συνεργαζόταν στενά με τους Γερμανούς. Μέσα σε λίγες ώρες αφαιρέθηκαν από τον Μαραθώνα 80 τόνοι δυναμίτη ικανοί να σωριάσουν ολόκληρο το φράγμα και να κορακιάσει η Αθήνα, καθώς και από οργανισμούς ζωτικής σημασίας. Ο στρατηγός των Ες Ες Σιμάνα ανακλήθηκε στο Βερολίνο και στη θέση του διορίστηκε ο Φέλμυ. Το κλίμα μονομιάς άλλαξε με την απομάκρυνση του μισητού στρατηγού, που είχε καθιερώσει το απαίσιο σύστημα για κάθε Γερμανό που σκοτωνόταν, να εκτελούνται 50 Έλληνες όμηροι!
Το ηλιόλουστο πρωινό της Πέμπτης 12 Οκτωβρίου 1944 στην Αθήνα, (σαν σήμερα, πριν από 70 χρόνια), ένας λόχος της Βέρμαχτ καταθέτει στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη και απομακρύνεται βιαστικά ενώ βιαστικά μαζεύουν και από την Ακρόπολη το μισητό τους λάβαρο που αντίκριζε καθημερινά σκυθρωπός ο Παρθενώνας και οι καρυάτιδες Την ίδια ώρα αρχίζουν να κτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες και ο κόσμος από κάθε γειτονιά της Αθήνας με αλαλαγμούς ξεχύνεται στους δρόμους με μια σημαία στα χέρια και πανηγυρίζουν!… Κανείς δεν πίστευε στ’ αυτιά του και τα μάτια με αυτό που συνέβαινε. Το χαρμόσυνο νέο, ότι ο ναζισμός ξεψυχά και τα τελευταία υπολείμματα της Βέρμαχτ αποχωρούν από την Αθήνα, μέθυσε κάθε πονεμένη ψυχή. Ξέχασαν μονομιάς τα πάντα, καθώς βλέπουν να ανατέλλει ο ήλιος της λευτεριάς.
Την ίδια ώρα, μέσα στην παραζάλη, ο ανταποκριτής του Μπί Μπί Σί τρέχει και μεταδίδει την έκτακτη είδηση στο Λονδίνο και ο βρετανικός ραδιοσταθμός μεταδίδει την είδηση της απελευθερώσεως των Αθηνών, διαπράττοντας από ενθουσιασμό, μοναδική παρατυπία. Μετά την είδηση παίζει τον ελληνικό εθνικό ύμνο, κάτι που απαγορεύεται ρητώς και δεν έγινε ποτέ, σε δελτία ειδήσεων του Μπί Μπί Σί.
Φεύγουν και τα τελευταία καμιόνια με γερμανούς στρατιώτες προς την πατρίδα τους, χωρίς κανείς να τους δίδει σημασία, μέσα σ’ εκείνο το πανδαιμόνιο που επικρατεί. Μόνο ένα μεμονωμένο επεισόδιο σημειώνεται, όταν ένας γερμανός στρατιώτης πέφτει στα χέρια κάποιων φανατικών που βγάζουν επάνω του, όλο τους το άχτι… Η γερμανική κατοχική νύχτα που άρχισε με την κατάληψη της Αθήνας στις 27 Απριλίου 1941, κράτησε 1260 μερόνυχτα. Ο λαός πείνασε, υπέφερε, βασανίστηκε, αλλά δεν έχασε την ελπίδα του. Πολλοί εκτελέστηκαν και ακόμα περισσότεροι πέθαναν από την πείνα. Όμως στους ζωντανούς δεν έλειψε η ελπίδα και η προσμονή της λευτεριάς…
Πειθαρχημένες οι ένοπλες αντιστασιακές ομάδες, περνούν στους δρόμους, παραδειγματική η τάξη και η ευπρέπεια που δείχνουν και οι διάφορες οργανώσεις που παρελαύνουν με σημαίες και πλακάτ. Στη θέα των Άγγλων στρατιωτών, τα πλήθη παραληρούν, τρέχουν, τους αγκαλιάζουν και τους σηκώνουν στους ώμους...
Προηγήθηκε των πανηγυρισμών, μεγάλο παρασκήνιο για να υπάρξει ομαλή μετάβαση, από τη σκλαβιά στην ελευθερία. Ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός συζήτησε την αποφυγή εκτρόπων με τον γερμανό στρατηγό Φέλμυ, ενώ ο στρατηγός των Ες Ες Σιμάνα απειλούσε πως θα ανατινάξει την Αθήνα αν παρενοχλούσε κανείς την αποχώρησή τους. Ήδη είχαν υπονομεύσει το φράγμα Μαραθώνος, την τηλεφωνική και ηλεκτρική εταιρία Πάουερ, τον Ισθμό της Κορίνθου, γεφύρια, σταθμούς, εργοστάσια, σιδηροδρόμους, στρατώνες, τελωνεία και αποθήκες. Αν προχωρούσε στις απειλές, η Αθήνα θα ισοπεδωνόταν! Γιατί επί πλέον ο Σιμάνα, με τα κανόνια που είχε τοποθετήσει σε πέντε τούνελ του Λυκαβηττού, θα έκανε στάχτη την πρωτεύουσα.
Εν τω μεταξύ, ο Χρήστος Ζαλοκώστας, μέλος Επιτροπής Αγώνα και συνεργάτης του στρατιωτικού διοικητή Αθηνών στρατηγού Παν. Σπηλιωτόπουλου, δέχτηκε πρόταση από τον κατοχικό αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως Ράλλη, ομογενή από τη Ρωσία Έκτορα Τσιρονίκο, ότι αν υπήρχε κάποιο εθνικό θέμα, ήταν πρόθυμος να το θέσει στον στρατηγό Νοϋμπάχερ, διοικητή των γερμανικών δυνάμεων Νοτίου Ευρώπης, τον οποίο θα συναντούσε στο Βελιγράδι. Ο Ζαλοκώστας με επιφύλαξη ενημέρωσε και μετέφερε σημείωμα του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου με πέντε αιτήματα προς τον Νοϋμπάχερ. Ο Τσιρονίκος έκανε φαίνεται πολύ καλή δουλειά, αφού ο γερμανός στρατηγός αποδέχθηκε όλα τα αιτήματα που του έθεσε.
Ο Σάκης Πεπονής, φοιτητής τότε στο Πολυτεχνείο, ήταν ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίους που έζησε και ανέπνευσε από κοντά τις πρώτες στιγμές ελευθερίας στο κέντρο της Αθήνας. Μία άλλη μέρα είχε ξημερώσει για την πρωτεύουσα και το μέλλον διαγράφονταν λαμπρό, αν και η ιστορία διέψευσε πολύ σύντομα τα όνειρα για ένα καλύτερο και ειρηνικό αύριο.«Τη νύχτα της 11ης Οκτωβρίου 1944 κοιμήθηκα στο σπίτι μου. Κάτι είχε ακουστεί ότι οι Γερμανοί θα εκκένωναν την πόλη την επομένη, αλλά τα ίδια είχανε πει και την προηγούμενη, τα ίδια και την πιο πριν. Για μέρες περιμέναμε την κάθε αυριανή, να κόψει τον χρόνο στα δύο. Ξύπνησα το πρωί της άλλης και πήρα με τα πόδια τον δρόμο για το Πολυτεχνείο ανύποπτος. Η χαρμόσυνη είδηση έφτασε στ' αυτιά μου από διαβάτες, μπαλκόνια και παράθυρα, καθώς προχωρούσα: "Φεύγουνε - Φεύγουνε!". Ναι φεύγανε. Καθώς βγήκα στην Πατησίων αντίκρισα τις πρώτες σημαίες να ξεπροβάλλουν σε σπίτια και μαγαζιά -σημαιοστολισμός μεγάλης χαράς, χωρίς διαταγή.(...) Θυμάμαι ν' ανεβαίνουν απ' την Ομόνοια προς τη Σταδίου τα τελευταία γερμανικά αυτοκίνητα· ο κόσμος τα συνόδευε με αποδοκιμασίες. Ενας Γερμανός πυροβόλησε στον αέρα. Αρχισαν να εμφανίζονται στους δρόμους τα πρώτα πανό οργανώσεων. Πιο πολύ ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ. Από κοντά του ΚΚΕ. Μα και οι πρώτες περίπολοι από αστυφύλακες με αυτόματο κρεμασμένο απ' τον ώμο. Ο κόσμος τους χειροκροτούσε όλους -και τους αστυφύλακες. Ο λαός ξαναζούσε φωναχτά, με νικητήριες κραυγές και τραγούδια, την ενότητα, τη βουβή των πρώτων ημερών της Κατοχής».
Κατά την αποχώρηση δεν ήταν φυσικά όλα ρόδινα. Φεύγοντας οι Γερμανοί, προκάλεσαν ζημιές σε σημαντικές υποδομές. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Λιμένος Πειραιά που υπέστη τεράστιες καταστροφές, με ανατίναξη των σιλό, των κρηπιδωμάτων της ακτής Θεμιστοκλέους και Μιαούλη καθώς και την ανατίναξη των ναυπηγείων και του κτιρίου της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων.
Επίσης έβαλαν φωτιά στις αποθήκες των εταιριών πετρελαιοειδών Shell, Socobell και Socony. Επιπλέον, αποπειράθηκαν να καταστρέψουν το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Κερατσίνι. Όμως οι εγκαταστάσεις σώθηκαν, μετά από μάχη που έδωσαν άνδρες του ΕΛΑΣ οι οποίοι έσπευσαν εκεί όταν ειδοποιήθηκαν από εργαζόμενους της Ηλεκτρικής Εταιρίας.
Πίσω όμως στα γεγονότα όπως τα εξιστόρησε το 1986 ο Σπ. Κωστάκης: «Οι Γερμανοί όλη τη νύχτα έφευγαν μαζικά τώρα. Και από την αρτηρία της Ιεράς Οδού κι από τα βόρεια προάστια. Ολη τη νύχτα άδειαζαν καταυλισμούς αποθήκες, ιδρύματα, υπηρεσίες, γραφεία. Καίνε χαρτιά. Φεύγουν. Οι συνοικίες κι οι συνοικισμοί - μαχόμενες μονάδες το έχουν πάρει χαμπάρι και βρίσκονται στο πόδι από τα χαράματα. Τμήματά μας έχουν ακροβολιστεί μέχρι τους πλαϊνούς δρόμους του κέντρου. Σύνταγμα - Ομόνοια. Γύρω στις 10 το πρωί αγγελιοφόρος φέρνει την είδηση ότι οι Γερμανοί κατέβασαν τη σημαία τους από την Ακρόπολη. Και σε λίγο άλλοι: οι Γερμανοί κατέθεσαν στεφάνι στον Αγνωστο Στρατιώτη. "Είμαστε στρατός ιπποτικός", θέλουν να πουν μ' αυτή τη χειρονομία τους. Ομως οι "Ιππότες" καθώς έφευγαν πυροβόλησαν και σκότωσαν άοπλους ανθρώπους στην Ομόνοια και στο τέρμα Ιπποκράτους.
Εφταναν συνεχώς και καινούργιοι αγγελιοφόροι. Οι συνοικισμοί και οι γειτονιές ξεχύθηκαν στο κέντρο. Συγκεντρώνονται πάνδημα στις δικές τους κεντρικές πλατείες κι από κει ποτάμια κατεβαίνουν μ' ένα πρωτόφαντο ξέσπασμα χαράς. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, τραγουδάνε, χορεύουν, φωνάζουν συνθήματα. Ανεμίζουν κόκκινες κι ελληνικές σημαίες. Σηκώνουν πλακάτ. Ξεπετάγονται φλογεροί ρήτορες. Η Πανεπιστημίου, η Σταδίου, το Σύνταγμα και η Ομόνοια, μια λαοθάλασσα».
Η αποτροπή ισοπέδωσης της Αθήνας
Η αποδοχή των αιτημάτων, εξιλέωνε κάπως τον Τσιρονίκο, αφού σ’ όλη την κατοχική περίοδο ήταν μέλος των κυβερνήσεων και συνεργαζόταν στενά με τους Γερμανούς. Μέσα σε λίγες ώρες αφαιρέθηκαν από τον Μαραθώνα 80 τόνοι δυναμίτη ικανοί να σωριάσουν ολόκληρο το φράγμα και να κορακιάσει η Αθήνα, καθώς και από οργανισμούς ζωτικής σημασίας. Ο στρατηγός των Ες Ες Σιμάνα ανακλήθηκε στο Βερολίνο και στη θέση του διορίστηκε ο Φέλμυ. Το κλίμα μονομιάς άλλαξε με την απομάκρυνση του μισητού στρατηγού, που είχε καθιερώσει το απαίσιο σύστημα για κάθε Γερμανό που σκοτωνόταν, να εκτελούνται 50 Έλληνες όμηροι!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου