Εντονο προβληματισμό έχει προκαλέσει στις δικαστικές αρχές, μια διάταξη που έχει περιληφθεί σε προσχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα, με την οποία καταργείται ο νόμος που προβλέπει αυστηρότατες ποινές για τους καταχραστές του δημοσίου χρήματος.
Η διάταξη για την κατάργησή του -πρόκειται για τον πασίγνωστο νόμο, λόγω των σκανδάλων στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, 1608 του 1950- έχει περιληφθεί στο «τέλος» του νέου Ποινικού Κώδικα, στις λεγόμενες «μεταβατικές διατάξεις». Μεταξύ πολλών άλλων ποινικών νόμων, που για διάφορους λόγους καταργούνται ως αναχρονιστικοί, περιλαμβάνεται και η διάταξη για την κατάργηση του νόμου για τους καταχραστές του Δημοσίου, δίχως, ωστόσο να προβλέπεται οτιδήποτε, που να περιορίζει τις συνέπειες της κατάργησής του για τις υποθέσεις που βρίσκονται σε «ανοικτή έρευνα» στη Δικαιοσύνη.
Πρόκειται για το άρθρο 324 του νέου Ποινικού Κώδικα, του οποίου η επεξεργασία έχει ολοκληρωθεί από την αρμόδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή του υπουργείου Δικαιοσύνης, όπου επί λέξει αναφέρει στην παράγραφο 5: «Καταργείται ο νόμος 1608 του 1950 "περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων για τους καταχραστάς του Δημοσίου"»
. Η κατάργηση του νόμου περί καταχραστών, όπως τονίζουν αρμόδιες δικαστικές πηγές, θα έχει καταλυτικές συνέπειες στις υποθέσεις αυτές, επιφέροντας, ουσιαστικά, πλήρη ατιμωρησία στους εμπλεκόμενους. Δεκάδες υποθέσεις οικονομικών σκανδάλων και κρατικής διαφθοράς, που βρίσκονται σε εξέλιξη, είτε στα εισαγγελικά είτε στα ανακριτικά γραφεία, όπως εξηγούσαν στην «Κ» έγκριτοι νομικοί, θα τεθούν στο αρχείο και οι εμπλεκόμενοι σε διασπάθιση δημοσίου χρήματος εκατομμυρίων θα βρεθούν στο απυρόβλητο.
Οι συνέπειες της κατάργησης του νόμου περί καταχραστών σε μια χρονική συγκυρία όπου η δικαιοσύνη καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες απόδοσης ευθυνών σε κρατικούς αξιωματούχους εμπλεκόμενους σε κρατική διαφθορά, αναμένονται τόσο καταλυτικές, ακόμα κι αν η εν λόγω ρύθμιση ισχύσει για μία έστω ημέρα! Ο νόμος περί καταχραστών του Δημοσίου, που προβλέπει ποινές ισοβίων για όσους έχουν εμπλακεί σε διασπάθιση δημοσίου χρήματος πάνω από 150.000 ευρώ, έχει ως συνέπεια οι σχετικές υποθέσεις να παραγράφονται μετά 20 χρόνια, αυξάνοντας τον χρονικό ορίζοντα για απόδοση ευθυνών και δίδοντας την ευκαιρία στις δικαστικές αρχές να αποκαλύψουν, έστω και χρόνια μετά, τις υπόγειες διαδρομές με τις μίζες και τις άλλες παράνομες δραστηριότητες.
Η υπόθεση Τσοχατζόπουλου που έφθασε στο εδώλιο και τον οδήγησε σε καταδίκη με πολυετή κάθειρξη, αλλά και δεκάδες υποθέσεις κρατικών συμβάσεων και εξοπλιστικών προγραμμάτων, που βρίσκονται σε εξέλιξη, δεν θα μπορούσαν να ερευνηθούν, αν δεν ίσχυε ο νόμος περί καταχραστών. Θα είχαν παραγραφεί και δεν θα μπορούσε η Δικαιοσύνη να τις διερευνήσει. Και τούτο, διότι όπως τόνιζαν στην «Κ» δικαστικές πηγές, όλες αυτές οι υποθέσεις ανάγονται σε προγενέστερα χρόνια, πολλές στις αρχές τις δεκαετίας του 2000 και νωρίτερα. Με την κατάργηση του νόμου περί καταχραστών, δήλωναν οι ίδιες πηγές, η παραγραφή των υποθέσεων αυτών είναι δεδομένη, καθώς η κατάργηση του νόμου περί καταχραστών συντομεύει τον χρόνο της παραγραφής των εγκλημάτων διαφθοράς από τα 20 στα 15 χρόνια. Και επιπλέον καταργείται η ποινή των ισοβίων για τους κρατικούς ή κυβερνητικούς αξιωματούχους με τα «βρώμικα χέρια».
Εκπρόσωποι των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών σύμφωνα με πληροφορίες, αναμένεται να αντιδράσουν στην προώθηση του εν λόγω νομοθετήματος και στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσής του για τον νέο Ποινικό Κώδικα πρόκειται να εκφράσουν τις απόψεις τους. Παράλληλα, τόσο ο Εθνικός Συντονιστής κατά της Διαφθοράς κ. Ιω. Τέντες όσο και υψηλόβαθμοι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί εκφράζοντας τον έντονο προβληματισμό τους για την προωθούμενη ρύθμιση, κρούουν ήδη τον κώδωνα επισημαίνοντας και τις πολιτικές επιπτώσεις -πέραν από τις ποινικές- από ενδεχόμενη ψήφισή της.
Η δωροδοκία παραμένει κακούργημα
«Την ώρα που η χώρα επιχειρεί να πείσει διεθνώς ότι καταβάλει συντονισμένες προσπάθειες πάταξης της διαφθοράς, δεν μπορεί να προωθεί μια ρύθμιση ουσιαστικής αποποινικοποίησης για τους εμπλεκόμενους σε οικονομικά σκάνδαλα σε βάρος του Δημοσίου». Τα παραπάνω ανέφερε στην «Κ» αρμόδια δικαστική πηγή, δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον τόνο της ανησυχίας που έχει προκαλέσει η νέα ρύθμιση.
Στο μεταξύ, μία διάταξη, που ουσιαστικά καθιστούσε πλημμέλημα τη δωροδοκία κρατικών υπαλλήλων αν είχαν πάρει προμήθεια κάτω από 150.000 (σ.σ.: για να προωθήσουν κάτι νόμιμο και όχι παράνομο), αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Ηταν μια από τις πολλές διατάξεις που πολυσυζητημένου πολυνομοσχεδίου που ψηφίστηκε την περασμένη Κυριακή, στο οποίο περιλαμβάνονται και διατάξεις για την ενίσχυση του νομοθετικού οπλοστασίου για την πάταξη της διαφθοράς. Επρόκειτο για ρύθμιση που βελτιώθηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης με την προσθήκη που έγινε στο αρχικό κείμενο, με αποτέλεσμα η ψηφισθείσα διάταξη να προβλέπει τελικά ότι η δωροδοκία ανεξαρτήτως ποσού προμήθειας και «δώρων» είναι κακούργημα. Αν η βελτίωση δεν γινόταν, δεκάδες που εγκαλούνται από τις δικαστικές αρχές -κυρίως πρώην στρατιωτικοί- ότι πήραν μίζες για τα εξοπλιστικά ύψους π.χ. 100.000 ή 150.000 θα έμεναν ατιμώρητοι, καθώς η κατηγορία σε βάρος τους θα ήταν στο εξής πλημμέλημα και οι όποιες ευθύνες δεν θα μπορούσαν να τους αποδοθούν λόγω παραγραφής.
Για το θέμα παρενέβη ο υπουργός Δικαιοσύνης, Χαρ. Αθανασίου, ύστερα από επισημάνσεις δικαστικών και εισαγγελέων και «σώθηκε» το κακούργημα για τις μίζες ανεξαρτήτως ποσού.
kathimerini
Η διάταξη για την κατάργησή του -πρόκειται για τον πασίγνωστο νόμο, λόγω των σκανδάλων στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, 1608 του 1950- έχει περιληφθεί στο «τέλος» του νέου Ποινικού Κώδικα, στις λεγόμενες «μεταβατικές διατάξεις». Μεταξύ πολλών άλλων ποινικών νόμων, που για διάφορους λόγους καταργούνται ως αναχρονιστικοί, περιλαμβάνεται και η διάταξη για την κατάργηση του νόμου για τους καταχραστές του Δημοσίου, δίχως, ωστόσο να προβλέπεται οτιδήποτε, που να περιορίζει τις συνέπειες της κατάργησής του για τις υποθέσεις που βρίσκονται σε «ανοικτή έρευνα» στη Δικαιοσύνη.
Πρόκειται για το άρθρο 324 του νέου Ποινικού Κώδικα, του οποίου η επεξεργασία έχει ολοκληρωθεί από την αρμόδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή του υπουργείου Δικαιοσύνης, όπου επί λέξει αναφέρει στην παράγραφο 5: «Καταργείται ο νόμος 1608 του 1950 "περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων για τους καταχραστάς του Δημοσίου"»
. Η κατάργηση του νόμου περί καταχραστών, όπως τονίζουν αρμόδιες δικαστικές πηγές, θα έχει καταλυτικές συνέπειες στις υποθέσεις αυτές, επιφέροντας, ουσιαστικά, πλήρη ατιμωρησία στους εμπλεκόμενους. Δεκάδες υποθέσεις οικονομικών σκανδάλων και κρατικής διαφθοράς, που βρίσκονται σε εξέλιξη, είτε στα εισαγγελικά είτε στα ανακριτικά γραφεία, όπως εξηγούσαν στην «Κ» έγκριτοι νομικοί, θα τεθούν στο αρχείο και οι εμπλεκόμενοι σε διασπάθιση δημοσίου χρήματος εκατομμυρίων θα βρεθούν στο απυρόβλητο.
Οι συνέπειες της κατάργησης του νόμου περί καταχραστών σε μια χρονική συγκυρία όπου η δικαιοσύνη καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες απόδοσης ευθυνών σε κρατικούς αξιωματούχους εμπλεκόμενους σε κρατική διαφθορά, αναμένονται τόσο καταλυτικές, ακόμα κι αν η εν λόγω ρύθμιση ισχύσει για μία έστω ημέρα! Ο νόμος περί καταχραστών του Δημοσίου, που προβλέπει ποινές ισοβίων για όσους έχουν εμπλακεί σε διασπάθιση δημοσίου χρήματος πάνω από 150.000 ευρώ, έχει ως συνέπεια οι σχετικές υποθέσεις να παραγράφονται μετά 20 χρόνια, αυξάνοντας τον χρονικό ορίζοντα για απόδοση ευθυνών και δίδοντας την ευκαιρία στις δικαστικές αρχές να αποκαλύψουν, έστω και χρόνια μετά, τις υπόγειες διαδρομές με τις μίζες και τις άλλες παράνομες δραστηριότητες.
Η υπόθεση Τσοχατζόπουλου που έφθασε στο εδώλιο και τον οδήγησε σε καταδίκη με πολυετή κάθειρξη, αλλά και δεκάδες υποθέσεις κρατικών συμβάσεων και εξοπλιστικών προγραμμάτων, που βρίσκονται σε εξέλιξη, δεν θα μπορούσαν να ερευνηθούν, αν δεν ίσχυε ο νόμος περί καταχραστών. Θα είχαν παραγραφεί και δεν θα μπορούσε η Δικαιοσύνη να τις διερευνήσει. Και τούτο, διότι όπως τόνιζαν στην «Κ» δικαστικές πηγές, όλες αυτές οι υποθέσεις ανάγονται σε προγενέστερα χρόνια, πολλές στις αρχές τις δεκαετίας του 2000 και νωρίτερα. Με την κατάργηση του νόμου περί καταχραστών, δήλωναν οι ίδιες πηγές, η παραγραφή των υποθέσεων αυτών είναι δεδομένη, καθώς η κατάργηση του νόμου περί καταχραστών συντομεύει τον χρόνο της παραγραφής των εγκλημάτων διαφθοράς από τα 20 στα 15 χρόνια. Και επιπλέον καταργείται η ποινή των ισοβίων για τους κρατικούς ή κυβερνητικούς αξιωματούχους με τα «βρώμικα χέρια».
Εκπρόσωποι των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών σύμφωνα με πληροφορίες, αναμένεται να αντιδράσουν στην προώθηση του εν λόγω νομοθετήματος και στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσής του για τον νέο Ποινικό Κώδικα πρόκειται να εκφράσουν τις απόψεις τους. Παράλληλα, τόσο ο Εθνικός Συντονιστής κατά της Διαφθοράς κ. Ιω. Τέντες όσο και υψηλόβαθμοι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί εκφράζοντας τον έντονο προβληματισμό τους για την προωθούμενη ρύθμιση, κρούουν ήδη τον κώδωνα επισημαίνοντας και τις πολιτικές επιπτώσεις -πέραν από τις ποινικές- από ενδεχόμενη ψήφισή της.
Η δωροδοκία παραμένει κακούργημα
«Την ώρα που η χώρα επιχειρεί να πείσει διεθνώς ότι καταβάλει συντονισμένες προσπάθειες πάταξης της διαφθοράς, δεν μπορεί να προωθεί μια ρύθμιση ουσιαστικής αποποινικοποίησης για τους εμπλεκόμενους σε οικονομικά σκάνδαλα σε βάρος του Δημοσίου». Τα παραπάνω ανέφερε στην «Κ» αρμόδια δικαστική πηγή, δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον τόνο της ανησυχίας που έχει προκαλέσει η νέα ρύθμιση.
Στο μεταξύ, μία διάταξη, που ουσιαστικά καθιστούσε πλημμέλημα τη δωροδοκία κρατικών υπαλλήλων αν είχαν πάρει προμήθεια κάτω από 150.000 (σ.σ.: για να προωθήσουν κάτι νόμιμο και όχι παράνομο), αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Ηταν μια από τις πολλές διατάξεις που πολυσυζητημένου πολυνομοσχεδίου που ψηφίστηκε την περασμένη Κυριακή, στο οποίο περιλαμβάνονται και διατάξεις για την ενίσχυση του νομοθετικού οπλοστασίου για την πάταξη της διαφθοράς. Επρόκειτο για ρύθμιση που βελτιώθηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης με την προσθήκη που έγινε στο αρχικό κείμενο, με αποτέλεσμα η ψηφισθείσα διάταξη να προβλέπει τελικά ότι η δωροδοκία ανεξαρτήτως ποσού προμήθειας και «δώρων» είναι κακούργημα. Αν η βελτίωση δεν γινόταν, δεκάδες που εγκαλούνται από τις δικαστικές αρχές -κυρίως πρώην στρατιωτικοί- ότι πήραν μίζες για τα εξοπλιστικά ύψους π.χ. 100.000 ή 150.000 θα έμεναν ατιμώρητοι, καθώς η κατηγορία σε βάρος τους θα ήταν στο εξής πλημμέλημα και οι όποιες ευθύνες δεν θα μπορούσαν να τους αποδοθούν λόγω παραγραφής.
Για το θέμα παρενέβη ο υπουργός Δικαιοσύνης, Χαρ. Αθανασίου, ύστερα από επισημάνσεις δικαστικών και εισαγγελέων και «σώθηκε» το κακούργημα για τις μίζες ανεξαρτήτως ποσού.
kathimerini
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου