Να σημειωθεί ότι με τον νέο Ποινικό Κώδικα η παραβίαση κόκκινου φαναριού έχει ενταχθεί στις παραβάσεις που τιμωρούνται και με ποινή φυλάκισης εφόσον υπάρχει εμπλοκή σε τροχαίο.
Στον νέο ΚΟΚ, ο οποίος βρίσκεται υπό αναθεώρηση από το 2019, δηλαδή εδώ και πέντε χρόνια, έχει γίνει ένας εξορθολογισμός και αναμόρφωση των ποινών υπηρετώντας με στόχο αυτές να μην έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα. Στόχος είναι η συμμόρφωση των οδηγών, η επιβολή δίκαιων ποινών που να αντιστοιχούν στην επικινδυνότητα της κάθε παράβασης αλλά και στη διασφάλιση της είσπραξης των προστίμων, ένα κεφάλαιο στο οποίο πάσχει ιδιαίτερα το ισχύον σύστημα.
Στην προτεινόμενη ρύθμιση, όπως έχει πολλάκις ανακοινωθεί, αλλάζει και η φιλοσοφία του ΚΟΚ, ο οποίος δεν έχει τροποποιηθεί από το 2007 καθώς πλέον θα τιμωρείται ο παραβάτης οδηγός και όχι το αυτοκίνητο. Ετσι, σύμφωνα με πληροφορίες, θα μειωθούν δραστικά οι παραβάσεις, στις οποίες θα υπάρχει αφαίρεση των στοιχείων κυκλοφορίας του οχήματος και πλέον σε πολλές περιπτώσεις θα αφαιρείται μόνο η άδεια οδήγησης. Με τον τρόπο αυτό η τιμωρία θα βαρύνει μόνο τον παραβάτη οδηγό και δε θα τίθεται εκτός κυκλοφορίας και το όχημα, με το οποίο μπορεί να εξυπηρετούνται και άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας.
Οι ποινές, σύμφωνα με τον νέο ΚΟΚ, θα αφορούν κυρίως στον οδηγό και θα είναι ανάλογες των παραβάσεων με βάση κατηγοριοποίηση αυτών ως προς την επικινδυνότητά τους και συγκεκριμένα:
- σε αυτές που μπορεί να προκαλέσουν σοβαρό ατύχημα (π.χ. η παραβίαση ερυθρού σηματοδότη, η υπερβολική ταχύτητα ή η αντικανονική προσπέραση, η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ),
- σε λιγότερο επικίνδυνες παραβάσεις (π.χ. παράνομη στάθμευση) και
- σε διοικητικές παραβάσεις (π.χ. οδήγηση χωρίς ο οδηγός να φέρει μαζί του τα νόμιμα έγγραφα). Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για τους ευάλωτους χρήστες της οδού (πεζοί, μεταφορά παιδιών, κ.λπ.) οι οποίοι έχουν αυξημένες ανάγκες ασφάλειας.
Ο αναθεωρημένος ΚΟΚ, όπως όλα δείχνουν, θα διατηρήσει τη θεσμοθετημένη από τα τέλη του 2018 ομαδοποίηση των παραβάσεων ανάλογα με την επικινδυνότητά τους σε τρεις βασικές συν μία πρόσθετη κατηγορία, αυτήν της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, για παραβάσεις, οι οποίες μεταξύ άλλων σχετίζονται με την κίνηση των ατόμων με αναπηρία ή άλλων εμποδιζόμενων ατόμων. Η εν λόγω ομαδοποίηση αν και ήδη θεσμοθετημένη, δεν εφαρμόστηκε ποτέ δεδομένου ότι εδώ και έξι χρόνια δεν εκδόθηκαν οι προβλεπόμενες αποφάσεις κατηγοριοποίησης των παραβάσεων.
Ο βασικός διαχωρισμός τους θα περιλαμβάνει τις παραβάσεις χαμηλής, μεσαίας και υψηλής επικινδυνότητας και για την κάθε «ομάδα» εξετάζεται το πρόστιμο που θα επιβάλλεται να είναι ενιαίο. Σε κάθε περίπτωση το σχέδιο της επιτροπής αναθεώρησης του ΚΟΚ δε συγχωρεί την επανάληψη των παραβάσεων και ως εκ τούτου έχει προταθεί η κλιμάκωση ποινών και προστίμων για την υποτροπιάζουσα συμπεριφορά.
Μεγάλο στοίχημα, πάντως, παραμένει η αστυνόμευση, όπως έχουν προειδοποιήσει οι συγκοινωνιολόγοι κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να επιλυθεί μόνο με τροποποιήσεις του ΚΟΚ αφού το σημαντικότερο είναι η εφαρμογή του και τα τελευταία χρόνια δεν έχει γίνει κάποια μεγάλη βελτίωση στον τομέα αυτό.
Αυτό άλλωστε προκύπτει και στις βεβαιώσεις των παραβάσεων, οι οποίες δείχνουν να μην ακολουθούν τους ρυθμούς της Ευρώπης. Βάσει των στοιχείων του Ευρωπαικού Συμβουλίου για την Ασφάλεια των Μεταφορών (ETSC), το 2020 καταγράφηκαν 19,3 βεβαιωμένες παραβάσεις για ταχύτητα ανά 1.000 κατοίκους στην Ελλάδα σε σχέση με 139,7 βεβαιωμένες παραβάσεις για ταχύτητα ανά 1.000 κατοίκους στην Ευρώπη. Ο αντίστοιχος αριθμός βεβαιωμένων παραβάσεων για την χρήση κινητού τηλεφώνου ήταν 1,8 ανά 1.000 κατοίκους στην Ελλάδα και 4.4 ανά 1.000 κατοίκους στην Ευρώπη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι Έλληνες οδηγοί παραβιάζουν σπανιότερα τον ΚΟΚ.
Στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου ύστερα από χρόνια συζητήσεων φαίνεται πως εισάγεται τελικά και η μείωση του ορίου ταχύτητας των οχημάτων στα 30 χλμ. την ώρα στις κατοικημένες περιοχές. Αυτή, όπως γίνεται αντιληπτό, δε θα ισχύσει σε μεγάλες λεωφόρους, όπως π.χ. η Συγγρού ή ο Κηφισός όπου το όριο ταχύτητας μπορεί να παραμείνει υψηλότερο για λόγους κυκλοφορίας.
Το μέτρο εφαρμόζεται εδώ και χρόνια σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις και σύμφωνα με τους συγκοινωνιολόγους σε χώρες όπως η Ελλάδα με αυξημένο αριθμό ευάλωτων χρηστών λόγω και της υψηλής χρήσης δικύλου, η μείωση της ταχύτητας στις κατοικημένες περιοχές στα 30 χλμ/ώρα δεν είναι επιλογή αλλά ανάγκη. Κι αυτό καθώς έχει αποδειχτεί ότι όταν ένα αυτοκίνητο κινείται με ταχύτητα 30 χλμ/ώρα, η πιθανότητα θανάσιμου ή σοβαρού τραυματισμού του ευάλωτου χρήστη, δηλαδή του πεζού, του χρήστη μοτοσυκλέτας, ποδηλάτου ή ηλεκτρικού πατινιού σε περίπτωση ατυχήματος είναι 20%, ενώ εάν το αυτοκίνητο κινείται με 50 χλμ/ώρα, η πιθανότητα θανάσιμου ή σοβαρού τραυματισμού ξεπερνά το 80%.
ethnos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου