Περισσότεροι από 8.500 θάνατοι θα μπορούσαν να προληφθούν ετησίως στην Ελλάδα, εάν μειώνονταν οι συγκεντρώσεις ατμοσφαιρικής ρύπανσης, αλλά και οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Αυτό προκύπτει από τη νέα έρευνα του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ).
Σύμφωνα με τις έρευνες και με βάση τα συνιστώμενα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) επίπεδα, 6.487 θάνατοι μπορούν να αποδοθούν στην έκθεση μικροσωματιδίων (ΡΜ2.5) ετησίως στα αστικά και ημιαστικά κέντρα.
ΤΑ μεγαλύτερα ποσοστά καταγραφής αφορούν στους πληθυσμούς της Αθήνας (58%) και της Θεσσαλονίκης (13%) και 2.115 θάνατοι στις αγροτικές περιοχές, όπου η συγκέντρωση πληθυσμού είναι μεν μικρότερη σε σχέση με τα αστικά κέντρα, η μέση ηλικία τους όμως είναι μεγαλύτερη, δηλαδή υπάρχουν περισσότεροι ηλικιωμένοι άνθρωποι, που είναι πιο ευάλωτοι στις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Ειδικά στο κέντρο της Αθήνας, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις του διοξειδίου του αζώτου (ΝΟ2) αντιστοιχούν σε 160 θανάτους.
«Όπως φαίνεται από την έρευνα, η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί πολύ περισσότερους θανάτους ακόμα και από πανδημίες όπως αυτή του Covid-19», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής του ΕΚΠΑΑ, Πέτρος Βαρελίδης. Όπως επισημαίνει, «κατά τη διάρκεια της λήψης των περιοριστικών μέτρων διαπιστώθηκε μείωση κατά 1/3 της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, γεγονός που σίγουρα έχει μία θετική επίδραση στην ανθρώπινη υγεία», προσθέτοντας ότι «σημασία έχει να δούμε στο τέλος του έτους ποιά είναι η μέση τιμή της ετήσιας ρύπανσης».
Σχετικά με την επίδραση της έκθεσης στην εξέλιξη του COVID-19, η καθηγήτρια βιοστατιστικής και επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ, Κλέα Κατσουγιάννη επισημαίνει ότι «είναι πιθανό ότι μακροχρονίως εκτεθειμένα στη ρύπανση άτομα γίνονται πιο ευάλωτα, λόγω της μεγαλύτερης πιθανότητας εμφάνισης χρόνιων αναπνευστικών νοημάτων, στις συνέπειες του κορονοϊού».
Οι συνέπειες της Κλιματικής Αλλαγής
Ως προς την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην υγεία των πολιτών τα αποτελέσματα της έρευνας προβλέπουν σύμφωνα με τις πλέον μετριοπαθείς προβλέψεις, ότι ο αριθμός ημερών με ισχυρή θερμική επιβάρυνση για τον πληθυσμό της Αθήνας αναμένεται να αυξηθεί κατά 50% στο εγγύς μέλλον (2021-2050), με περαιτέρω αύξηση μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα, σε σύγκριση με την περίοδο αναφοράς 1961-1990.
Μάλιστα, το δυσμενέστερο κλιματικό σενάριο προβλέπει ότι ο αριθμός των ωρών με μεγάλη δυσφορία στην περιοχή της Αθήνας πρόκειται να αυξηθεί σε ποσοστό που υπερβαίνει το 150% στο απώτερο μέλλον (2071-2100), σε σχέση με την τελευταία 30ετία του 20ου αιώνα (1971-2000).
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο καθηγητής περιβαλλοντικής Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Μιχαλόπουλος, «τα αποτελέσματα της μεγάλης πλειοψηφίας των κλιματικών μοντέλων, συμφωνούν στο ότι η Νότια Ευρώπη αναμένεται να είναι από τις περιοχές του πλανήτη που θα πληγούν ιδιαίτερα από τα ισχυρά κύματα ζέστης, ενώ διαπιστώνεται και ισχυρή τάση για άνοδο της ξηρασίας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Κατά συνέπεια και η Ελλάδα είναι από τις χώρες οι οποίες θα πρέπει να βρίσκονται σε επιφυλακή για την αντιμετώπιση πιθανών ακραίων περιστάσεων που μπορεί να πλήξουν καίρια την υγεία των πολιτών αλλά και τομείς της οικονομικής δραστηριότητας».
newsit
Σύμφωνα με τις έρευνες και με βάση τα συνιστώμενα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) επίπεδα, 6.487 θάνατοι μπορούν να αποδοθούν στην έκθεση μικροσωματιδίων (ΡΜ2.5) ετησίως στα αστικά και ημιαστικά κέντρα.
ΤΑ μεγαλύτερα ποσοστά καταγραφής αφορούν στους πληθυσμούς της Αθήνας (58%) και της Θεσσαλονίκης (13%) και 2.115 θάνατοι στις αγροτικές περιοχές, όπου η συγκέντρωση πληθυσμού είναι μεν μικρότερη σε σχέση με τα αστικά κέντρα, η μέση ηλικία τους όμως είναι μεγαλύτερη, δηλαδή υπάρχουν περισσότεροι ηλικιωμένοι άνθρωποι, που είναι πιο ευάλωτοι στις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Ειδικά στο κέντρο της Αθήνας, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις του διοξειδίου του αζώτου (ΝΟ2) αντιστοιχούν σε 160 θανάτους.
«Όπως φαίνεται από την έρευνα, η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί πολύ περισσότερους θανάτους ακόμα και από πανδημίες όπως αυτή του Covid-19», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής του ΕΚΠΑΑ, Πέτρος Βαρελίδης. Όπως επισημαίνει, «κατά τη διάρκεια της λήψης των περιοριστικών μέτρων διαπιστώθηκε μείωση κατά 1/3 της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, γεγονός που σίγουρα έχει μία θετική επίδραση στην ανθρώπινη υγεία», προσθέτοντας ότι «σημασία έχει να δούμε στο τέλος του έτους ποιά είναι η μέση τιμή της ετήσιας ρύπανσης».
Σχετικά με την επίδραση της έκθεσης στην εξέλιξη του COVID-19, η καθηγήτρια βιοστατιστικής και επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ, Κλέα Κατσουγιάννη επισημαίνει ότι «είναι πιθανό ότι μακροχρονίως εκτεθειμένα στη ρύπανση άτομα γίνονται πιο ευάλωτα, λόγω της μεγαλύτερης πιθανότητας εμφάνισης χρόνιων αναπνευστικών νοημάτων, στις συνέπειες του κορονοϊού».
Οι συνέπειες της Κλιματικής Αλλαγής
Ως προς την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην υγεία των πολιτών τα αποτελέσματα της έρευνας προβλέπουν σύμφωνα με τις πλέον μετριοπαθείς προβλέψεις, ότι ο αριθμός ημερών με ισχυρή θερμική επιβάρυνση για τον πληθυσμό της Αθήνας αναμένεται να αυξηθεί κατά 50% στο εγγύς μέλλον (2021-2050), με περαιτέρω αύξηση μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα, σε σύγκριση με την περίοδο αναφοράς 1961-1990.
Μάλιστα, το δυσμενέστερο κλιματικό σενάριο προβλέπει ότι ο αριθμός των ωρών με μεγάλη δυσφορία στην περιοχή της Αθήνας πρόκειται να αυξηθεί σε ποσοστό που υπερβαίνει το 150% στο απώτερο μέλλον (2071-2100), σε σχέση με την τελευταία 30ετία του 20ου αιώνα (1971-2000).
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο καθηγητής περιβαλλοντικής Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Μιχαλόπουλος, «τα αποτελέσματα της μεγάλης πλειοψηφίας των κλιματικών μοντέλων, συμφωνούν στο ότι η Νότια Ευρώπη αναμένεται να είναι από τις περιοχές του πλανήτη που θα πληγούν ιδιαίτερα από τα ισχυρά κύματα ζέστης, ενώ διαπιστώνεται και ισχυρή τάση για άνοδο της ξηρασίας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Κατά συνέπεια και η Ελλάδα είναι από τις χώρες οι οποίες θα πρέπει να βρίσκονται σε επιφυλακή για την αντιμετώπιση πιθανών ακραίων περιστάσεων που μπορεί να πλήξουν καίρια την υγεία των πολιτών αλλά και τομείς της οικονομικής δραστηριότητας».
newsit
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου