Η πραγματική ανεργία αγγίζει το 27,5%, η υποχώρηση του ποσοστού της ανεργίας στα προ κρίσης επίπεδα εκτιμάται ότι επιτευχθεί μετά το 2026, ένας στους δύο εργαζομένους παραμένει χαμηλόμισθος (κάτω από 800 ευρώ τον μήνα), ενώ το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων δεν ενθαρρύνει την κατανάλωση, με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να διατηρείται στάσιμη: αυτές είναι οι δυσοίωνες εκτιμήσεις του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, που αποτυπώνονται στην «Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία και Απασχόληση 2018».
Ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Γιώργος Αργείτης, εκτιμά ότι η οικονομία θα παραμείνει εύθραυστη και ασταθής όσο θα εφαρμόζεται η οικονομική πολιτική της λιτότητας και της υποβάθμισης της εργασίας.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η πραγματική ανεργία ανέρχεται στο 27,5% (υψηλότερη κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες από αυτή που δείχνει η ΕΛΣΤΑΤ), αν προστεθούν στο δείγμα όσοι εμφανίζονται παραιτημένοι από την προσπάθεια αναζήτησης εργασίας και όσοι απασχολούνται λίγες ημέρες ή και ώρες τον μήνα.
Η υποχώρηση της ανεργίας στα προ κρίσης επίπεδα εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί στο διάστημα 2026-2027, αν συνεχιστεί ο ρυθμός αποκλιμάκωσης της ανεργίας, που σημειώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2017. Διαφορετικά, αν επανέλθουμε στο ρυθμό 5% της περιόδου 2014-2016, το όριο του 10% θα «σπάσει» στις αρχές της δεκαετίας του 2030.
Χαρακτηριστική είναι η συμπίεση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, όπου παρατηρείται σημαντική αύξηση του ποσοστού των χαμηλόμισθων εργαζόμενων. Κάτω από 800 ευρώ καθαρά τον μήνα κερδίζει ένας στους δυο εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, όταν προ κρίσης, δηλαδή το 2009, σε αυτή την εισοδηματική κλίμακα βρισκόταν το 27,9% των εργαζομένων.
Σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, ακόμη χαμηλότερα, δηλαδή στα 700€ καθαρό κέρδος και κάτω, συγκεντρώνεται το 37,4% των εργαζομένων, έναντι 13,1% το 2009.
Αντίθετα, μειώθηκαν, κατά σχεδόν πέντε ποσοστιαίες μονάδες, οι εργαζόμενοι με αποδοχές 700-900 ευρώ, ενώ έχουν μειωθεί δραστικά και οι εργαζόμενοι με αποδοχές 900-1.300 ευρώ, σε 16,8% το 2017 από 35,7% το 2009.
Η κατανάλωση έπεσε κάτω από το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιούνται οι τραπεζικοί δείκτες και να διατηρείται στάσιμη η ελληνική οικονομία. Μάλιστα, το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων, αν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, θα μειωθεί κατά 6%-8% τα επόμενα χρόνια, αν δεν αυξηθούν οι ονομαστικοί μισθοί.
Για όγδοη χρονιά, στην αγορά εργασίας κυριαρχούν οι επιχειρησιακές και οι ατομικές συμβάσεις. Πέρυσι υπογράφτηκαν μόνο 15 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές έναντι 244 επιχειρησιακών (92% του συνόλου). Σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση υποχωρούν σταθερά: από 79% το 2009 σε 45% το 2017, ενώ η αναλογία των ευέλικτων μορφών υπερδιπλασιάζεται: από 21% το 2009 σε 54,9% το 2017. Επιπλέον, ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από 27,6% το 2009 σε 36% το 2014, για να μειωθεί ελαφρώς στο 35,6% το 2016.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η σταθεροποίηση και η δυναμική της οικονομίας θα εξαρτηθεί από τον απεγκλωβισμό της από περαιτέρω μειώσεις στα εισοδήματα και από τη σημαντική αύξηση της απασχόλησης. Στο ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης, οι παράγοντες αυτοί προσδιορίζουν επίσης την βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
protothema
Ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Γιώργος Αργείτης, εκτιμά ότι η οικονομία θα παραμείνει εύθραυστη και ασταθής όσο θα εφαρμόζεται η οικονομική πολιτική της λιτότητας και της υποβάθμισης της εργασίας.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η πραγματική ανεργία ανέρχεται στο 27,5% (υψηλότερη κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες από αυτή που δείχνει η ΕΛΣΤΑΤ), αν προστεθούν στο δείγμα όσοι εμφανίζονται παραιτημένοι από την προσπάθεια αναζήτησης εργασίας και όσοι απασχολούνται λίγες ημέρες ή και ώρες τον μήνα.
Η υποχώρηση της ανεργίας στα προ κρίσης επίπεδα εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί στο διάστημα 2026-2027, αν συνεχιστεί ο ρυθμός αποκλιμάκωσης της ανεργίας, που σημειώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2017. Διαφορετικά, αν επανέλθουμε στο ρυθμό 5% της περιόδου 2014-2016, το όριο του 10% θα «σπάσει» στις αρχές της δεκαετίας του 2030.
Χαρακτηριστική είναι η συμπίεση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, όπου παρατηρείται σημαντική αύξηση του ποσοστού των χαμηλόμισθων εργαζόμενων. Κάτω από 800 ευρώ καθαρά τον μήνα κερδίζει ένας στους δυο εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, όταν προ κρίσης, δηλαδή το 2009, σε αυτή την εισοδηματική κλίμακα βρισκόταν το 27,9% των εργαζομένων.
Σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, ακόμη χαμηλότερα, δηλαδή στα 700€ καθαρό κέρδος και κάτω, συγκεντρώνεται το 37,4% των εργαζομένων, έναντι 13,1% το 2009.
Αντίθετα, μειώθηκαν, κατά σχεδόν πέντε ποσοστιαίες μονάδες, οι εργαζόμενοι με αποδοχές 700-900 ευρώ, ενώ έχουν μειωθεί δραστικά και οι εργαζόμενοι με αποδοχές 900-1.300 ευρώ, σε 16,8% το 2017 από 35,7% το 2009.
Η κατανάλωση έπεσε κάτω από το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιούνται οι τραπεζικοί δείκτες και να διατηρείται στάσιμη η ελληνική οικονομία. Μάλιστα, το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων, αν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, θα μειωθεί κατά 6%-8% τα επόμενα χρόνια, αν δεν αυξηθούν οι ονομαστικοί μισθοί.
Για όγδοη χρονιά, στην αγορά εργασίας κυριαρχούν οι επιχειρησιακές και οι ατομικές συμβάσεις. Πέρυσι υπογράφτηκαν μόνο 15 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές έναντι 244 επιχειρησιακών (92% του συνόλου). Σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση υποχωρούν σταθερά: από 79% το 2009 σε 45% το 2017, ενώ η αναλογία των ευέλικτων μορφών υπερδιπλασιάζεται: από 21% το 2009 σε 54,9% το 2017. Επιπλέον, ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από 27,6% το 2009 σε 36% το 2014, για να μειωθεί ελαφρώς στο 35,6% το 2016.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η σταθεροποίηση και η δυναμική της οικονομίας θα εξαρτηθεί από τον απεγκλωβισμό της από περαιτέρω μειώσεις στα εισοδήματα και από τη σημαντική αύξηση της απασχόλησης. Στο ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης, οι παράγοντες αυτοί προσδιορίζουν επίσης την βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
protothema
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου