Ας μιλήσουν οι αριθμοί. Ο λόγος αφορά και στα ποσοστά ανεργίας στη χώρα μας, αλλά κυρίως στον πραγματικό αριθμό των ανέργων και στον αριθμό των μακροχρόνια ανέργων, οι οποίοι αποτελούν και τον σκληρό πυρήνα της ανεργίας. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, η μηνιαία ανεργία κατέγραψε μικρή μείωση τον περασμένο Αύγουστο.
Πιο συγκεκριμένα, το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας τον Αύγουστο του 2016 διαμορφώθηκε στο 23,4% έναντι του 24,6% τον Αύγουστο του 2015, αλλά ήταν κατά τι υψηλότερη από το 23,3% του Ιουλίου του 2016.
Οι άνεργοι ανήλθαν σε 1.126.455 άτομα, ενώ ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός ανήλθε σε 3.228.437 άτομα και το σύνολο των απασχολούμενων ανήλθε σε 3.687.465 άτομα.
Όμως, τα τελευταία 15 τρίμηνα, δηλαδή από το τέταρτο τρίμηνο του 2012 μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2016, ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων, δηλαδή αυτών που είναι αποκλεισμένοι από την αγορά εργασίας για περισσότερους από 12 μήνες, είναι σταθερά πάνω από 800.000 άτομα.
Στο ζήτημα αυτό η επιστημονική ομάδα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ επιχειρεί μια διαφορετική ανάλυση και εκτίμηση των στατιστικών δεδομένων της ανεργίας και με σημείο αναφοράς τις τριμηνιαίες έρευνες εκτιμά ότι στο δεύτερο τρίμηνο του 2016 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας ανήλθε σε 30,8% και ήταν οριακά χαμηλότερο από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015, που ήταν 31,7%.
Τα τελευταία χρόνια, δηλαδή από το 2010 και μετά, η ανεργία ταλαιπωρεί όλο και περισσότερους πολίτες για όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Όμως, οι μακροχρόνια άνεργοι αποτελούσαν πάντα μια εντελώς ξεχωριστή ενότητα στις έρευνες και μελέτες για την εργασία, την απασχόληση και την ανεργία, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας ορίζεται ως το ποσοστό των ανέργων στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού που παραμένουν άνεργοι 12 ή και περισσότερους μήνες. Ως συνολικός ενεργός πληθυσμός (εργατικό δυναμικό) νοείται ο συνολικός αριθμός του απασχολούμενου και του άνεργου πληθυσμού.
Το φαινόμενο της υστέρησης στην αγορά εργασίας, αν και είναι διαχρονικό στην ελληνική οικονομία, γιγαντώθηκε με την έκρηξη της ανεργίας μετά το 2010 και αποτελεί σημαντικότατο πρόβλημα, καθώς η μακροχρόνια ανεργία συνδέεται τόσο με την απώλεια δεξιοτήτων όσο και με την οριστική απομάκρυνση ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων.
Σύμφωνα με τα τριμηνιαία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το χρονικό διάστημα με τον μεγαλύτερο αριθμό ανέργων ήταν το 1ο τρίμηνο του 2014, όταν ο αριθμός των αποκλεισμένων από την αγορά εργασίας ανθρώπων για περισσότερους από 12 μήνες ανήλθε στον εφιαλτικό αριθμό των 958.700 ανέργων. Η ΕΛΣΤΑΤ θεωρεί «απασχολούμενο οποιονδήποτε εργάζεται έστω και μία ώρα κατά την εβδομάδα αναφοράς της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού».
Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση του Οκτωβρίου του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, για τον υπολογισμό ενός δείκτη που θα προσεγγίζει καλύτερα τα επίπεδα της πραγματικής ανεργίας θα πρέπει να συνυπολογίζουμε στους ανέργους το εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό (ανθρώπους που αναζητούν εργασία, αλλά δεν είναι διαθέσιμοι κατά την περίοδο της έρευνας, καθώς και αυτούς που είναι διαθέσιμοι, αλλά δεν αναζητούν εργασία), όπως και τους εργαζόμενους που υποαπασχολούνται.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΓΣΕΕ και με βάση αυτά τα στοιχεία, κατά το β’ τρίμηνο του 2016 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας ανήλθε σε 30,8% και ήταν οριακά χαμηλότερο από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015 που ήταν 31,7%.
Στέρηση βασικών αγαθών
Αξίζει να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, «απασχολούμενος νοείται οποιοσδήποτε εργάζεται έστω και μία ώρα κατά την εβδομάδα αναφοράς της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού». Στο θέμα αυτό το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ επιχειρεί μία διαφορετική προσέγγιση, προκειμένου να εκτιμήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια το πραγματικό ποσοστό των ανέργων.
Είναι αυτονόητο ότι ένας απασχολούμενος που δηλώνει ότι εργάζεται έστω και μία ώρα την εβδομάδα δεν μπορεί, όχι απλά να θεωρείται «απασχολούμενος», αλλά είναι πρακτικά αδύνατο να μπορεί να επιβιώσει με απασχόληση μερικών ωρών τον μήνα. Δηλαδή ουσιαστικά είναι άνεργος. Ακόμη και με όρους στατιστικής αποτίμησης ένας άνθρωπος με απασχόληση μερικών ωρών τον μήνα αντιμετωπίζει τραγικές ελλείψεις σε βασικά είδη και υπηρεσίες που αφορούν σε μια αξιοπρεπή διαβίωση.
Ο δείκτης «σοβαρής υλικής αποστέρησης», όπως υπολογίζεται από τη Eurostat αντιπροσωπεύει το ποσοστό του πληθυσμού που δεν μπορεί να πληρώσει για τουλάχιστον τέσσερις από τις παρακάτω δαπάνες:
1) Λογαριασμούς (ενοίκιο, τόκοι στεγαστικού δανείου ή λογαριασμοί ΔΕΚΟ)
2) Επαρκής θέρμανση
3) Έκτακτα έξοδα
4) Κατανάλωση κρέατος ή πρωτεΐνης
5) Διακοπές
6) Κατοχή τηλεόρασης
7) Κατοχή πλυντηρίου
8) Κατοχή αυτοκινήτου
9) Κατοχή τηλεφώνου.
naftemporiki
Πιο συγκεκριμένα, το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας τον Αύγουστο του 2016 διαμορφώθηκε στο 23,4% έναντι του 24,6% τον Αύγουστο του 2015, αλλά ήταν κατά τι υψηλότερη από το 23,3% του Ιουλίου του 2016.
Οι άνεργοι ανήλθαν σε 1.126.455 άτομα, ενώ ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός ανήλθε σε 3.228.437 άτομα και το σύνολο των απασχολούμενων ανήλθε σε 3.687.465 άτομα.
Όμως, τα τελευταία 15 τρίμηνα, δηλαδή από το τέταρτο τρίμηνο του 2012 μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2016, ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων, δηλαδή αυτών που είναι αποκλεισμένοι από την αγορά εργασίας για περισσότερους από 12 μήνες, είναι σταθερά πάνω από 800.000 άτομα.
Στο ζήτημα αυτό η επιστημονική ομάδα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ επιχειρεί μια διαφορετική ανάλυση και εκτίμηση των στατιστικών δεδομένων της ανεργίας και με σημείο αναφοράς τις τριμηνιαίες έρευνες εκτιμά ότι στο δεύτερο τρίμηνο του 2016 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας ανήλθε σε 30,8% και ήταν οριακά χαμηλότερο από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015, που ήταν 31,7%.
Τα τελευταία χρόνια, δηλαδή από το 2010 και μετά, η ανεργία ταλαιπωρεί όλο και περισσότερους πολίτες για όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Όμως, οι μακροχρόνια άνεργοι αποτελούσαν πάντα μια εντελώς ξεχωριστή ενότητα στις έρευνες και μελέτες για την εργασία, την απασχόληση και την ανεργία, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας ορίζεται ως το ποσοστό των ανέργων στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού που παραμένουν άνεργοι 12 ή και περισσότερους μήνες. Ως συνολικός ενεργός πληθυσμός (εργατικό δυναμικό) νοείται ο συνολικός αριθμός του απασχολούμενου και του άνεργου πληθυσμού.
Το φαινόμενο της υστέρησης στην αγορά εργασίας, αν και είναι διαχρονικό στην ελληνική οικονομία, γιγαντώθηκε με την έκρηξη της ανεργίας μετά το 2010 και αποτελεί σημαντικότατο πρόβλημα, καθώς η μακροχρόνια ανεργία συνδέεται τόσο με την απώλεια δεξιοτήτων όσο και με την οριστική απομάκρυνση ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων.
Σύμφωνα με τα τριμηνιαία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το χρονικό διάστημα με τον μεγαλύτερο αριθμό ανέργων ήταν το 1ο τρίμηνο του 2014, όταν ο αριθμός των αποκλεισμένων από την αγορά εργασίας ανθρώπων για περισσότερους από 12 μήνες ανήλθε στον εφιαλτικό αριθμό των 958.700 ανέργων. Η ΕΛΣΤΑΤ θεωρεί «απασχολούμενο οποιονδήποτε εργάζεται έστω και μία ώρα κατά την εβδομάδα αναφοράς της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού».
Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση του Οκτωβρίου του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, για τον υπολογισμό ενός δείκτη που θα προσεγγίζει καλύτερα τα επίπεδα της πραγματικής ανεργίας θα πρέπει να συνυπολογίζουμε στους ανέργους το εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό (ανθρώπους που αναζητούν εργασία, αλλά δεν είναι διαθέσιμοι κατά την περίοδο της έρευνας, καθώς και αυτούς που είναι διαθέσιμοι, αλλά δεν αναζητούν εργασία), όπως και τους εργαζόμενους που υποαπασχολούνται.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΓΣΕΕ και με βάση αυτά τα στοιχεία, κατά το β’ τρίμηνο του 2016 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας ανήλθε σε 30,8% και ήταν οριακά χαμηλότερο από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015 που ήταν 31,7%.
Στέρηση βασικών αγαθών
Αξίζει να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, «απασχολούμενος νοείται οποιοσδήποτε εργάζεται έστω και μία ώρα κατά την εβδομάδα αναφοράς της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού». Στο θέμα αυτό το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ επιχειρεί μία διαφορετική προσέγγιση, προκειμένου να εκτιμήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια το πραγματικό ποσοστό των ανέργων.
Είναι αυτονόητο ότι ένας απασχολούμενος που δηλώνει ότι εργάζεται έστω και μία ώρα την εβδομάδα δεν μπορεί, όχι απλά να θεωρείται «απασχολούμενος», αλλά είναι πρακτικά αδύνατο να μπορεί να επιβιώσει με απασχόληση μερικών ωρών τον μήνα. Δηλαδή ουσιαστικά είναι άνεργος. Ακόμη και με όρους στατιστικής αποτίμησης ένας άνθρωπος με απασχόληση μερικών ωρών τον μήνα αντιμετωπίζει τραγικές ελλείψεις σε βασικά είδη και υπηρεσίες που αφορούν σε μια αξιοπρεπή διαβίωση.
Ο δείκτης «σοβαρής υλικής αποστέρησης», όπως υπολογίζεται από τη Eurostat αντιπροσωπεύει το ποσοστό του πληθυσμού που δεν μπορεί να πληρώσει για τουλάχιστον τέσσερις από τις παρακάτω δαπάνες:
1) Λογαριασμούς (ενοίκιο, τόκοι στεγαστικού δανείου ή λογαριασμοί ΔΕΚΟ)
2) Επαρκής θέρμανση
3) Έκτακτα έξοδα
4) Κατανάλωση κρέατος ή πρωτεΐνης
5) Διακοπές
6) Κατοχή τηλεόρασης
7) Κατοχή πλυντηρίου
8) Κατοχή αυτοκινήτου
9) Κατοχή τηλεφώνου.
naftemporiki
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου