Το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι αρνήθηκαν να συμφωνήσουν σε αναδιάρθρωση χρέους από το 2010, πριν δηλαδή αρχίσουν να υλοποιούνται τα μνημόνια, είναι ένας από τους βασικότερους λόγους που η Ελλάδα έχει εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης, αποεπένδυσης και υψηλής ανεργίας.
Στην τελευταία εσωτερική αξιολόγηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επισημαίνεται ότι η μη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους στην αρχή της κρίσης οδήγησε στην ανάγκη για πολύ μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή, ανάγκασε το Ταμείο να συρθεί στη δανειοδότηση της Ελλάδας αν και γνώριζε ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και επέτρεψε στους ξένους ιδιώτες επενδυτές να ξεφορτωθούν ομόλογα του ελληνικού κράτους, ναρκοθετώντας την απομείωση του ελληνικού χρέους που έγινε το 2012 με το PSI. Ποιος φταίει που δεν έγινε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους εγκαίρως; Το ΔΝΤ αποδίδει ευθύνες στους Ευρωπαίους που δεν αποδέχονταν το κούρεμα, στην ελληνική κυβέρνηση που συναίνεσε, αλλά και στους τεχνοκράτες του Ταμείου που υποχώρησαν στην πολιτική πίεση και παραβίασαν το καταστατικό του ώστε να προχωρήσει η έκτακτη χρηματοδότηση της Ελλάδας. «Μια εμπροσθοβαρής αναδιάρθρωση του χρέους θα ήταν προς όφελος της Ελλάδας», παραδέχονται κυνικά στην τελευταία έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης (IEO) η οποία συντάχθηκε για λογαριασμό του ΔΝΤ.
Δυστυχώς, με ευθύνη των Ευρωπαίων δανειστών, της τότε ελληνικής κυβέρνησης και του ΔΝΤ δεν εφαρμόστηκε αυτό που έγινε στην περίπτωση της Κύπρου, όπου το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με ταυτόχρονες κινήσεις στο εσωτερικό (κούρεμα καταθέσεων) για την κάλυψη του χρέους. Αξιωματούχος με γνώση των παρασκηνιακών συζητήσεων και των διεργασιών που εξελίσσονταν όλη την προηγούμενη εξαετία επισημαίνει ότι, αν η συνταγή ήταν διαφορετική, το ελληνικό χρέος θα μπορούσε να έχει κατέβει στο 100% του ελληνικού ΑΕΠ ήδη από το 2010, γεγονός που θα έδινε τον χρόνο για ηπιότερη προσαρμογή των δημόσιων οικονομικών, δεν θα οδηγούσε σε τόσο βαθιά ύφεση και θα απέτρεπε την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.
Η έκθεση διαπιστώνει τα λάθη που έγιναν από την πλευρά του Ταμείου στο πλαίσιο της εσωτερικής αξιολόγησης που οφείλει να κάνει ένας μεγάλος υπερεθνικός οργανισμός. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα που έχουμε απομακρυνθεί από εκείνη την περίοδο, τα λάθη που έγιναν από τις ελληνικές ηγεσίες δεν έχουν αποτιμηθεί εις βάθος. Προτού η χώρα μπει στα μνημόνια, και ειδικότερα την περίοδο 2008-2009, η διαχείριση των δημόσιων οικονομικών ήταν καταστροφική. Οι δαπάνες αυξήθηκαν υπέρογκα και παράλληλα τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν. Οσο κάποιος μελετά τα επίσημα στοιχεία, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται ότι η κυβέρνηση Καραμανλή είχε χάσει τον έλεγχο της δημοσιονομικής διαχείρισης. Οταν λοιπόν έσκασε η φούσκα, η Ελλάδα ήταν πολύ αδυνατισμένη οικονομικά και η προσαρμογή που απαιτήθηκε για τη μείωση των ελλειμμάτων ήταν πολύ πιο επώδυνη. Το 2009, με την αλλαγή διακυβέρνησης η οποία σημειώθηκε παράλληλα με την εκδήλωση της κρίσης, η κατάσταση δεν βελτιώθηκε. Τα λάθη της ομάδας Παπανδρέου επιτάχυναν τις εξελίξεις. Η τότε κυβέρνηση δεν είχε κατανοήσει την κρισιμότητα της κατάστασης, ούτε είχε αντιληφθεί ότι απαιτούνταν τομές και μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Από την ημέρα που αναρριχήθηκαν στην εξουσία μέχρι την ανακοίνωση υπογραφής του μνημονίου στο Καστελόριζο χάθηκαν 8 πολύτιμοι μήνες. Ακόμη όμως κι όταν μάλλον κατάλαβαν το πρόβλημα, μετέθεταν την ευθύνη λήψης των μέτρων στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ΔΝΤ, αρκούμενοι να διαπιστώνουν ότι έχουν απολέσει μέρος της εθνικής κυριαρχίας.
Το τελευταίο επίσημο κείμενο του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (Μάιος 2016) εκθέτει πρωτίστως την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό διότι η μεγάλη ψαλίδα που άνοιξε μεταξύ των δεδομένων στην άσκηση του 2015 και την ανάλυση του 2016 οφείλεται στην καταστροφική περσινή διαπραγμάτευση και στη στασιμότητα και ύφεση της οικονομίας.
Οι κυβερνητικοί παράγοντες δεν έχουν παραδεχτεί τις ευθύνες τους, αλλά δυστυχώς τους διαψεύδουν τα γεγονότα και οι αναλύσεις ανεξάρτητων οργανισμών, όπως αυτή του Lisbon Council, η οποία υπολόγισε ότι λόγω της... περήφανης διαπραγμάτευσης του 2015 η Ελλάδα απώλεσε ένα επιπλέον 25% από το ΑΕΠ της χώρας.
Είναι βέβαια δύσκολο να πείσει το ΔΝΤ τους Ευρωπαίους εταίρους με ασκήσεις προβλέψεων για την επόμενη 50ετία όταν έχει αποτύχει σε προβλέψεις διετίας στην αρχή της κρίσης (πολλαπλασιαστές). Δεν είναι όμως μόνο οι πολιτικές διαφωνίες που οδηγούν στο «βλέποντας και κάνοντας» που έχει υιοθετηθεί από την Ε.Ε. Οι προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία είναι εξαιρετικά δύσκολες με τόσες αβεβαιότητες (Κίνα, πετρέλαιο, νομισματική χαλάρωση), με αποτέλεσμα να είναι παρακινδυνευμένο να λάβεις οριστικές αποφάσεις σε αυτό το περιβάλλον.
Οι υποθέσεις εργασίας που περιέχονται στην έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (Debt Sustainability Analysis) έχουν διαφοροποιηθεί σε σχέση με τις προηγούμενες, ειδικά με τις συνεχείς αναθεωρήσεις των μελλοντικών δυνατοτήτων ανάπτυξης της χώρας. Η συζήτηση από το ΔΝΤ επικεντρώνεται στη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών και πώς αυτή θα εξελιχθεί τα επόμενα χρόνια. Επισημαίνεται ότι χωρίς σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές, που όχι μόνο θα ψηφίζονται αλλά και θα εφαρμόζονται, βελτίωση στην αποτελεσματικότητα του παραγωγικού συστήματος δεν θα προκύψει.
Ομως, στο πρόσφατο παρελθόν η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (Total Factor Productivity - TFP) αυξήθηκε σημαντικά και θα μπορούσε αυτό να επαναληφθεί εάν δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Τόσο την περίοδο ένταξης στην ΟΝΕ λόγω εκτεταμένων διαρθρωτικών αλλαγών, αλλά και αργότερα, το 2004, λόγω Ολυμπιακών Αγώνων και το 2006-2007 λόγω πιστωτικής επέκτασης, η TFP κινήθηκε ανοδικά πάνω από την ιστορική τάση της ελληνικής οικονομίας.
Στη σημερινή συγκυρία μόνο η στήριξη στον ιδιωτικό τομέα και στη μεσαία και μεγάλη επιχειρηματικότητα μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια ώθηση. Δυστυχώς, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι οι εγχώριες δυνάμεις δεν επαρκούν. Προφανώς για τον λόγο αυτό ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) Θεόδωρος Φέσσας δήλωσε ρητά ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα θα πραγματοποιηθούν από ξένους ιδιώτες επενδυτές.
Και μόνο το γεγονός ότι για πρώτη φορά το 2015 καταγράφηκε αποεπένδυση στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση κεφαλαίων, σημαίνει ότι η προσπάθεια που πρέπει να γίνει είναι εξαιρετικά επίπονη και συστηματική και, το κυριότερο, πρέπει να αλλάξουν μυαλά οι αρμόδιοι υπουργοί.
Το δεύτερο θέμα με την ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSA) αφορά στα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις τα οποία συνεχώς αναθεωρούνται προς τα κάτω. Αυτό όμως τείνει να γίνει μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, καθώς αφήνει περιθώρια στους κυβερνώντες να αναλώνονται σε δηλώσεις προθέσεων χωρίς αντίκρισμα. Μόνο την κατρακύλα της αξίας του χαρτοφυλακίου περιουσίας του Δημοσίου να παρατηρήσει κάποιος, πτώση η οποία επιταχύνθηκε από την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό πόσο δύσκολο είναι να επιτευχθούν οι στόχοι για τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις.
Το αν θα λύσει το πρόβλημα το νέο Υπερταμείο Αποκρατικοποιήσεων είναι προς απόδειξη. Ομως οι γνωρίζοντες ξέρουν ότι εκτός από τις σε εξέλιξη ιδιωτικοποιήσεις (από την εποχή της σαμαροβενιζελικής κυβέρνησης) άλλη προετοιμασία δεν έχει γίνει. Με δεδομένο ότι ο χρόνος ωρίμανσης είναι μακρύς και η διάθεση των αρμόδιων παραγόντων... ασθενής, τα θετικά αποτελέσματα θα αργήσουν. Εν τω μεταξύ, όμως -ποιος ξέρει;-, οι αξίες μπορεί να βελτιωθούν και να προκύψουν καλύτερες αποδόσεις.
Οι προοπτικές για το ελληνικό πρόβλημα μπορεί πρόσκαιρα να βελτιώθηκαν, αλλά καμιά ουσιαστική ανατροπή δεν επετεύχθη. Η αξιοπιστία της κυβέρνησης έχει πληγεί από δηλώσεις και καμώματα που δείχνουν ότι οι κυβερνώντες είναι δύσκολο να εφαρμόσουν πράγματα στα οποία δεν πιστεύουν, όπως φαίνεται από τις παλινωδίες τους προτού καλά-καλά δημοσιευτούν οι νόμοι που ψηφίζονται από τη Βουλή των Ελλήνων. Από τον Σεπτέμβριο οι δανειστές θα επανέλθουν δριμύτεροι για εργασιακά και θεσμικά. Και όπως φαίνεται, το κλίμα αναμένεται να έχει βαρύνει ακόμη περισσότερο από την εφαρμογή των μέτρων, τη δίκαιη αγανάκτηση των πολιτών και τις εγγενείς αδυναμίες της κυβέρνησης.
Εξάλλου, η κατάσταση που αποτυπώνεται στις προβλέψεις του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία είναι ζοφερή, αφού θα χρειαστούν σχεδόν 30 χρόνια για να επιστρέψουμε στο προ κρίσης επίπεδο του ΑΕΠ. Ιστορικά, παρόμοια εικόνα έχει απαντηθεί μόνο σε ορισμένες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού! Η πολιτική ελίτ στην Ελλάδα κι αυτό αφορά όλα τα κόμματα- δείχνει ότι δεν επιθυμεί να καταγραφεί αυτό στη συνείδηση των πολιτών και εμμένει σε μια συζήτηση για το χρέος που είναι αναγκαστικά παρεπόμενη. Ομως, χωρίς εσωτερική συζήτηση για το μοντέλο ανάπτυξης και τις προτεραιότητες της διαρθρωτικής πολιτικής, ανάκαμψη δεν θα υπάρξει και το πρόβλημα του χρέους θα «λύνεται» τμηματικά για να επανέλθει αργότερα δριμύτερο. Σε αυτή τη χρονική στιγμή, οι ιδεοληψίες που ακόμα επικρατούν στον κορμό της κυβέρνησης δεν επιτρέπουν αισιοδοξία. Κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα θα ήταν μια πιθανή τελευταία πρωτοβουλία από την Ευρώπη που θα συνδύαζε την αναδιάρθρωση χρέους με ένα νέο κύμα διαρθρωτικών αλλαγών και ένα ειδικό αναπτυξιακό πρόγραμμα για τη χώρα με πρόσθετους πόρους πέραν του ΕΣΠΑ, το οποίο και θα εφαρμοζόταν με καθοδήγηση και υλοποίηση από τις Βρυξέλλες. Σε διαφορετική περίπτωση, η χαμένη 30ετία θα στοιχειώνει τους Eυρωπαίους πολιτικούς για δεκαετίες και θα θαμπώσει ακόμα περισσότερο το ευρωπαϊκό όραμα.
protothema
Στην τελευταία εσωτερική αξιολόγηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επισημαίνεται ότι η μη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους στην αρχή της κρίσης οδήγησε στην ανάγκη για πολύ μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή, ανάγκασε το Ταμείο να συρθεί στη δανειοδότηση της Ελλάδας αν και γνώριζε ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και επέτρεψε στους ξένους ιδιώτες επενδυτές να ξεφορτωθούν ομόλογα του ελληνικού κράτους, ναρκοθετώντας την απομείωση του ελληνικού χρέους που έγινε το 2012 με το PSI. Ποιος φταίει που δεν έγινε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους εγκαίρως; Το ΔΝΤ αποδίδει ευθύνες στους Ευρωπαίους που δεν αποδέχονταν το κούρεμα, στην ελληνική κυβέρνηση που συναίνεσε, αλλά και στους τεχνοκράτες του Ταμείου που υποχώρησαν στην πολιτική πίεση και παραβίασαν το καταστατικό του ώστε να προχωρήσει η έκτακτη χρηματοδότηση της Ελλάδας. «Μια εμπροσθοβαρής αναδιάρθρωση του χρέους θα ήταν προς όφελος της Ελλάδας», παραδέχονται κυνικά στην τελευταία έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης (IEO) η οποία συντάχθηκε για λογαριασμό του ΔΝΤ.
Δυστυχώς, με ευθύνη των Ευρωπαίων δανειστών, της τότε ελληνικής κυβέρνησης και του ΔΝΤ δεν εφαρμόστηκε αυτό που έγινε στην περίπτωση της Κύπρου, όπου το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με ταυτόχρονες κινήσεις στο εσωτερικό (κούρεμα καταθέσεων) για την κάλυψη του χρέους. Αξιωματούχος με γνώση των παρασκηνιακών συζητήσεων και των διεργασιών που εξελίσσονταν όλη την προηγούμενη εξαετία επισημαίνει ότι, αν η συνταγή ήταν διαφορετική, το ελληνικό χρέος θα μπορούσε να έχει κατέβει στο 100% του ελληνικού ΑΕΠ ήδη από το 2010, γεγονός που θα έδινε τον χρόνο για ηπιότερη προσαρμογή των δημόσιων οικονομικών, δεν θα οδηγούσε σε τόσο βαθιά ύφεση και θα απέτρεπε την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.
Τα λάθη των προηγούμενων κυβερνήσεων
Η έκθεση διαπιστώνει τα λάθη που έγιναν από την πλευρά του Ταμείου στο πλαίσιο της εσωτερικής αξιολόγησης που οφείλει να κάνει ένας μεγάλος υπερεθνικός οργανισμός. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα που έχουμε απομακρυνθεί από εκείνη την περίοδο, τα λάθη που έγιναν από τις ελληνικές ηγεσίες δεν έχουν αποτιμηθεί εις βάθος. Προτού η χώρα μπει στα μνημόνια, και ειδικότερα την περίοδο 2008-2009, η διαχείριση των δημόσιων οικονομικών ήταν καταστροφική. Οι δαπάνες αυξήθηκαν υπέρογκα και παράλληλα τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν. Οσο κάποιος μελετά τα επίσημα στοιχεία, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται ότι η κυβέρνηση Καραμανλή είχε χάσει τον έλεγχο της δημοσιονομικής διαχείρισης. Οταν λοιπόν έσκασε η φούσκα, η Ελλάδα ήταν πολύ αδυνατισμένη οικονομικά και η προσαρμογή που απαιτήθηκε για τη μείωση των ελλειμμάτων ήταν πολύ πιο επώδυνη. Το 2009, με την αλλαγή διακυβέρνησης η οποία σημειώθηκε παράλληλα με την εκδήλωση της κρίσης, η κατάσταση δεν βελτιώθηκε. Τα λάθη της ομάδας Παπανδρέου επιτάχυναν τις εξελίξεις. Η τότε κυβέρνηση δεν είχε κατανοήσει την κρισιμότητα της κατάστασης, ούτε είχε αντιληφθεί ότι απαιτούνταν τομές και μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Από την ημέρα που αναρριχήθηκαν στην εξουσία μέχρι την ανακοίνωση υπογραφής του μνημονίου στο Καστελόριζο χάθηκαν 8 πολύτιμοι μήνες. Ακόμη όμως κι όταν μάλλον κατάλαβαν το πρόβλημα, μετέθεταν την ευθύνη λήψης των μέτρων στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ΔΝΤ, αρκούμενοι να διαπιστώνουν ότι έχουν απολέσει μέρος της εθνικής κυριαρχίας.
Οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ
Το τελευταίο επίσημο κείμενο του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (Μάιος 2016) εκθέτει πρωτίστως την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό διότι η μεγάλη ψαλίδα που άνοιξε μεταξύ των δεδομένων στην άσκηση του 2015 και την ανάλυση του 2016 οφείλεται στην καταστροφική περσινή διαπραγμάτευση και στη στασιμότητα και ύφεση της οικονομίας.
Οι κυβερνητικοί παράγοντες δεν έχουν παραδεχτεί τις ευθύνες τους, αλλά δυστυχώς τους διαψεύδουν τα γεγονότα και οι αναλύσεις ανεξάρτητων οργανισμών, όπως αυτή του Lisbon Council, η οποία υπολόγισε ότι λόγω της... περήφανης διαπραγμάτευσης του 2015 η Ελλάδα απώλεσε ένα επιπλέον 25% από το ΑΕΠ της χώρας.
Είναι βέβαια δύσκολο να πείσει το ΔΝΤ τους Ευρωπαίους εταίρους με ασκήσεις προβλέψεων για την επόμενη 50ετία όταν έχει αποτύχει σε προβλέψεις διετίας στην αρχή της κρίσης (πολλαπλασιαστές). Δεν είναι όμως μόνο οι πολιτικές διαφωνίες που οδηγούν στο «βλέποντας και κάνοντας» που έχει υιοθετηθεί από την Ε.Ε. Οι προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία είναι εξαιρετικά δύσκολες με τόσες αβεβαιότητες (Κίνα, πετρέλαιο, νομισματική χαλάρωση), με αποτέλεσμα να είναι παρακινδυνευμένο να λάβεις οριστικές αποφάσεις σε αυτό το περιβάλλον.
Οι υποθέσεις εργασίας που περιέχονται στην έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (Debt Sustainability Analysis) έχουν διαφοροποιηθεί σε σχέση με τις προηγούμενες, ειδικά με τις συνεχείς αναθεωρήσεις των μελλοντικών δυνατοτήτων ανάπτυξης της χώρας. Η συζήτηση από το ΔΝΤ επικεντρώνεται στη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών και πώς αυτή θα εξελιχθεί τα επόμενα χρόνια. Επισημαίνεται ότι χωρίς σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές, που όχι μόνο θα ψηφίζονται αλλά και θα εφαρμόζονται, βελτίωση στην αποτελεσματικότητα του παραγωγικού συστήματος δεν θα προκύψει.
Ομως, στο πρόσφατο παρελθόν η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (Total Factor Productivity - TFP) αυξήθηκε σημαντικά και θα μπορούσε αυτό να επαναληφθεί εάν δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Τόσο την περίοδο ένταξης στην ΟΝΕ λόγω εκτεταμένων διαρθρωτικών αλλαγών, αλλά και αργότερα, το 2004, λόγω Ολυμπιακών Αγώνων και το 2006-2007 λόγω πιστωτικής επέκτασης, η TFP κινήθηκε ανοδικά πάνω από την ιστορική τάση της ελληνικής οικονομίας.
Στη σημερινή συγκυρία μόνο η στήριξη στον ιδιωτικό τομέα και στη μεσαία και μεγάλη επιχειρηματικότητα μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια ώθηση. Δυστυχώς, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι οι εγχώριες δυνάμεις δεν επαρκούν. Προφανώς για τον λόγο αυτό ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) Θεόδωρος Φέσσας δήλωσε ρητά ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα θα πραγματοποιηθούν από ξένους ιδιώτες επενδυτές.
Και μόνο το γεγονός ότι για πρώτη φορά το 2015 καταγράφηκε αποεπένδυση στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση κεφαλαίων, σημαίνει ότι η προσπάθεια που πρέπει να γίνει είναι εξαιρετικά επίπονη και συστηματική και, το κυριότερο, πρέπει να αλλάξουν μυαλά οι αρμόδιοι υπουργοί.
Το δεύτερο θέμα με την ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSA) αφορά στα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις τα οποία συνεχώς αναθεωρούνται προς τα κάτω. Αυτό όμως τείνει να γίνει μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, καθώς αφήνει περιθώρια στους κυβερνώντες να αναλώνονται σε δηλώσεις προθέσεων χωρίς αντίκρισμα. Μόνο την κατρακύλα της αξίας του χαρτοφυλακίου περιουσίας του Δημοσίου να παρατηρήσει κάποιος, πτώση η οποία επιταχύνθηκε από την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό πόσο δύσκολο είναι να επιτευχθούν οι στόχοι για τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις.
Το αν θα λύσει το πρόβλημα το νέο Υπερταμείο Αποκρατικοποιήσεων είναι προς απόδειξη. Ομως οι γνωρίζοντες ξέρουν ότι εκτός από τις σε εξέλιξη ιδιωτικοποιήσεις (από την εποχή της σαμαροβενιζελικής κυβέρνησης) άλλη προετοιμασία δεν έχει γίνει. Με δεδομένο ότι ο χρόνος ωρίμανσης είναι μακρύς και η διάθεση των αρμόδιων παραγόντων... ασθενής, τα θετικά αποτελέσματα θα αργήσουν. Εν τω μεταξύ, όμως -ποιος ξέρει;-, οι αξίες μπορεί να βελτιωθούν και να προκύψουν καλύτερες αποδόσεις.
Οι προοπτικές για το ελληνικό πρόβλημα μπορεί πρόσκαιρα να βελτιώθηκαν, αλλά καμιά ουσιαστική ανατροπή δεν επετεύχθη. Η αξιοπιστία της κυβέρνησης έχει πληγεί από δηλώσεις και καμώματα που δείχνουν ότι οι κυβερνώντες είναι δύσκολο να εφαρμόσουν πράγματα στα οποία δεν πιστεύουν, όπως φαίνεται από τις παλινωδίες τους προτού καλά-καλά δημοσιευτούν οι νόμοι που ψηφίζονται από τη Βουλή των Ελλήνων. Από τον Σεπτέμβριο οι δανειστές θα επανέλθουν δριμύτεροι για εργασιακά και θεσμικά. Και όπως φαίνεται, το κλίμα αναμένεται να έχει βαρύνει ακόμη περισσότερο από την εφαρμογή των μέτρων, τη δίκαιη αγανάκτηση των πολιτών και τις εγγενείς αδυναμίες της κυβέρνησης.
Εξάλλου, η κατάσταση που αποτυπώνεται στις προβλέψεις του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία είναι ζοφερή, αφού θα χρειαστούν σχεδόν 30 χρόνια για να επιστρέψουμε στο προ κρίσης επίπεδο του ΑΕΠ. Ιστορικά, παρόμοια εικόνα έχει απαντηθεί μόνο σε ορισμένες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού! Η πολιτική ελίτ στην Ελλάδα κι αυτό αφορά όλα τα κόμματα- δείχνει ότι δεν επιθυμεί να καταγραφεί αυτό στη συνείδηση των πολιτών και εμμένει σε μια συζήτηση για το χρέος που είναι αναγκαστικά παρεπόμενη. Ομως, χωρίς εσωτερική συζήτηση για το μοντέλο ανάπτυξης και τις προτεραιότητες της διαρθρωτικής πολιτικής, ανάκαμψη δεν θα υπάρξει και το πρόβλημα του χρέους θα «λύνεται» τμηματικά για να επανέλθει αργότερα δριμύτερο. Σε αυτή τη χρονική στιγμή, οι ιδεοληψίες που ακόμα επικρατούν στον κορμό της κυβέρνησης δεν επιτρέπουν αισιοδοξία. Κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα θα ήταν μια πιθανή τελευταία πρωτοβουλία από την Ευρώπη που θα συνδύαζε την αναδιάρθρωση χρέους με ένα νέο κύμα διαρθρωτικών αλλαγών και ένα ειδικό αναπτυξιακό πρόγραμμα για τη χώρα με πρόσθετους πόρους πέραν του ΕΣΠΑ, το οποίο και θα εφαρμοζόταν με καθοδήγηση και υλοποίηση από τις Βρυξέλλες. Σε διαφορετική περίπτωση, η χαμένη 30ετία θα στοιχειώνει τους Eυρωπαίους πολιτικούς για δεκαετίες και θα θαμπώσει ακόμα περισσότερο το ευρωπαϊκό όραμα.
protothema
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου