Σε σωρεία διατάξεων του Συντάγματος προσκρούει ο νέος τρόπος επιλογής των διευθυντών σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που έγινε με το νόμο 4327/2015 επί Κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, όταν υπουργός Παιδείας ήταν Αριστείδης Μπαλτάς.
Αυτό έκρινε το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 865/2016) με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Αικατερίνη Συγγούνα και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Δημήτριο Μακρή και λόγω της αντισυνταγματικότητας του νόμου 4327/2015, παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου για οριστική κρίση.
Με το επίμαχο νόμο 4327/2015 ρυθμίσθηκε εκ νέου η διαδικασία και οι προϋποθέσεις επιλογής και τοποθέτησης στελεχών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ειδικά των διευθυντών σχολικών μονάδων.
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας έχουν προσφύγει διευθυντές σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και η Πανελλήνια Ένωση Διευθυντών Εκπαίδευσης.
Όλοι ζητούν να ακυρωθεί η από 19.5.2015 απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας (εκδόθηκε σε εφαρμογή του νόμου 4327/2015) με την οποία καθορίστηκε η διαδικασία υποβολής αιτήσεων και επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων και εργαστηριακών κέντρων.
Επίσης, ζητούσαν να ακυρωθούν και δύο εγκύκλιοι του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας, αλλά κρίθηκε από το ΣτΕ ότι έχουν απλώς ερμηνευτικό χαρακτήρα και δεν μπορούν δικαστικά να προσβληθούν (δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα, όπως λέγεται) και έτσι το αίτημά τους αυτό απορρίφθηκε.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι ο νέος τρόπος επιλογής είναι αντίθετος στις συνταγματικές αρχές «της ισότητας, της αξιοκρατίας και δη στην αρχή της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε ¨Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας, διότι δεν εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις αξιοκρατικής κρίσεως και αφετέρου δεν καθίσταται γνωστή στους υποψήφιους και ελέγξιμη από τον ακυρωτικό δικαστή, εν όψει του κατά το άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας και του άρθρου 95 παράγραφος 1 του Συντάγματος περί κατοχυρώσεως της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ, η αξιολόγηση των υποψηφίων ως προς το μνησθέν κριτήριο».
Η αντισυνταγματικότητα του επίμαχου νομοθετικού πλαισίου επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων, ανάγεται κατ΄ αρχάς στο ότι η διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης από το σύλλογο διδασκόντων προβλέπεται με μυστική ψηφοφορία.
Όπως σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «η διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας ως διαδικασία αναδείξεως οργάνων εν γένει διοικήσεις προσιδιάζει σε αυτοδιοικούμενες μονάδες ή είναι πρόσφορη σε περίπτωση αναδείξεως εκπροσώπων στα όργανα αυτά, όχι όμως στις σχολικές μονάδες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίες ανήκουν εκ του Συντάγματος στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους, η διοίκηση των οποίων πρέπει να αναδεικνύεται στο πλαίσιο διαφανούς και αντικειμενικής διαδικασίας, κατάλληλης για την διασφάλιση της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής των οριζομένων κριτηρίων».
Κατά δεύτερον η αντισυνταγματικότητα ανάγεται και στο ότι δεν αξιολογούνται με αιτιολογία τα προσόντα των υποψηφίων που σχετίζονται με το κριτήριο της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεως του υποψηφίου.
Το Γ΄ Τμήμα του ΣτΕ καταλήγει ότι οι διατάξεις του επίμαχου νόμου 4327/2015 «έρχονται σε αντίθεση προς το Σύνταγμα και δεν μπορούν να εφαρμοστούν», αλλά λόγω της αντισυνταγματικότητας το ζήτημα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού δικαστηρίου.
protothema
Αυτό έκρινε το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 865/2016) με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Αικατερίνη Συγγούνα και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Δημήτριο Μακρή και λόγω της αντισυνταγματικότητας του νόμου 4327/2015, παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου για οριστική κρίση.
Με το επίμαχο νόμο 4327/2015 ρυθμίσθηκε εκ νέου η διαδικασία και οι προϋποθέσεις επιλογής και τοποθέτησης στελεχών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ειδικά των διευθυντών σχολικών μονάδων.
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας έχουν προσφύγει διευθυντές σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και η Πανελλήνια Ένωση Διευθυντών Εκπαίδευσης.
Όλοι ζητούν να ακυρωθεί η από 19.5.2015 απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας (εκδόθηκε σε εφαρμογή του νόμου 4327/2015) με την οποία καθορίστηκε η διαδικασία υποβολής αιτήσεων και επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων και εργαστηριακών κέντρων.
Επίσης, ζητούσαν να ακυρωθούν και δύο εγκύκλιοι του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας, αλλά κρίθηκε από το ΣτΕ ότι έχουν απλώς ερμηνευτικό χαρακτήρα και δεν μπορούν δικαστικά να προσβληθούν (δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα, όπως λέγεται) και έτσι το αίτημά τους αυτό απορρίφθηκε.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι ο νέος τρόπος επιλογής είναι αντίθετος στις συνταγματικές αρχές «της ισότητας, της αξιοκρατίας και δη στην αρχή της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε ¨Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας, διότι δεν εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις αξιοκρατικής κρίσεως και αφετέρου δεν καθίσταται γνωστή στους υποψήφιους και ελέγξιμη από τον ακυρωτικό δικαστή, εν όψει του κατά το άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας και του άρθρου 95 παράγραφος 1 του Συντάγματος περί κατοχυρώσεως της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ, η αξιολόγηση των υποψηφίων ως προς το μνησθέν κριτήριο».
Η αντισυνταγματικότητα του επίμαχου νομοθετικού πλαισίου επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων, ανάγεται κατ΄ αρχάς στο ότι η διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης από το σύλλογο διδασκόντων προβλέπεται με μυστική ψηφοφορία.
Όπως σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «η διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας ως διαδικασία αναδείξεως οργάνων εν γένει διοικήσεις προσιδιάζει σε αυτοδιοικούμενες μονάδες ή είναι πρόσφορη σε περίπτωση αναδείξεως εκπροσώπων στα όργανα αυτά, όχι όμως στις σχολικές μονάδες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίες ανήκουν εκ του Συντάγματος στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους, η διοίκηση των οποίων πρέπει να αναδεικνύεται στο πλαίσιο διαφανούς και αντικειμενικής διαδικασίας, κατάλληλης για την διασφάλιση της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής των οριζομένων κριτηρίων».
Κατά δεύτερον η αντισυνταγματικότητα ανάγεται και στο ότι δεν αξιολογούνται με αιτιολογία τα προσόντα των υποψηφίων που σχετίζονται με το κριτήριο της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεως του υποψηφίου.
Το Γ΄ Τμήμα του ΣτΕ καταλήγει ότι οι διατάξεις του επίμαχου νόμου 4327/2015 «έρχονται σε αντίθεση προς το Σύνταγμα και δεν μπορούν να εφαρμοστούν», αλλά λόγω της αντισυνταγματικότητας το ζήτημα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού δικαστηρίου.
protothema
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου