Ενα ιδιότυπο, παράτυπο ως προς τη συνταγματική του νομιμότητα, «συμβόλαιο» άνευ όρων υπακοής έχει φροντίσει να συνάψει με τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ η ηγεσία του κόμματος και εν τέλει ο πρόεδρός του, Αλέξης Τσίπρας. Κάθε μέλος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, καθένας από τους 149 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί, «πολιτικά και ηθικά» κατά την ακριβή διατύπωση του σχετικού εγγράφου, ότι συμμορφώνεται με μια σειρά θεμελιωδών απαιτήσεων που προβάλλει το κόμμα, κατά βάσιν όμως με μία, η οποία, κατά πάσα πιθανότητα, θα αποδειχθεί κρίσιμη -και μάλλον όχι σε κάποιο απόμακρο μέλλον: «Ολοι/ες οι βουλευτές που εκλέγονται με τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύονται πολιτικά και ηθικά ότι η έδρα που καταλαμβάνουν ανήκει στο κόμμα και όχι στους/στις ίδιους/ες». Η συμφωνία αυτή επί της ουσίας ορίζει ότι τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν, είτε να συμμορφώνονται με την κυρίαρχη γραμμή που δίνεται άνωθεν, είτε να παραιτούνται αυτομάτως από την βουλευτική τους ιδιότητα, προφανώς σε περίπτωση σοβαρής διαφωνίας, ρήξης κ.ο.κ. Κατ' αυτόν τον τρόπο το ενδεχόμενο της ανεξαρτητοποίησης ή της προσχώρησης σε άλλο κομματικό σχηματισμό, απλώς αποκλείεται εκ προοιμίου -ή τουλάχιστον αυτό φαίνεται να έχει συνομολογηθεί στην κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος. Το συγκεκριμένο «συμβόλαιο» (όχι με το λαό όπως εκείνα που τακτικά υπέγραφε ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά με κάποιους από τους εκλεκτούς εκπροσώπους του) ήδη από την περίοδο των τριών περίπου εβδομάδων που προηγήθηκαν των τελευταίων εκλογών, φέρει τις υπογραφές όλων των ενδιαφερομένων, υποψηφίων και νυν βουλευτών, καθώς και τον τίτλο «Κώδικας Δεοντολογίας». Η θέσπισή του, δε, κυρώνεται από σχετικό άρθρο στο Καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ και συγκεκριμένα την παράγραφο III των Μεταβατικών Διατάξεων.
Στην περίπτωση που υπάρξουν βουλευτές που δεν είναι πρόθυμοι να υπερψηφίσουν πχ κάποιο οικονομικής φύσης νομοσχέδιο, θεωρώντας ότι οι όροι μιας νέας συμφωνίας με τους δανειστές της Ελλάδας παραβιάζουν κατάφωρα τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, συμπλέουν με μια «μνημονιακή» λογική, αντιβαίνουν στις προεκλογικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις κ.λπ, ο πρόεδρος του κόμματος θα τους ανακαλέσει στην πολιτική και ηθική τάξη, όπως αυτή εννοείται από τον «Κώδικα Δεοντολογίας», υπενθυμίζοντάς τους τι ακριβώς έχουν υπογράψει τον προηγούμενο Ιανουάριο. Εύλογα από την πλευρά του ο κ. Τσίπρας θα τονίσει τους πιο σημαντικούς από τους όρους του «συμβολαίου», το οποίο απερίφραστα ορίζει ότι: «Η παραίτηση όλων των βουλευτών είναι στη διάθεση του κόμματος. Το κόμμα μπορεί να ζητήσει την παραίτηση βουλευτή, με απόφαση των κεντρικών καθοδηγητικών του οργάνων (Κεντρική Επιτροπή, Διαρκές/Εκτακτο/Τακτικό Συνέδριο), στις εξής περιπτώσεις: i) Οταν αρνείται να υλοποιήσει συλλογικές δεσμευτικές αποφάσεις των οργάνων του κόμματος. ii) Οταν αρνείται να υλοποιήσει συλλογικές δεσμευτικές αποφάσεις της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, όπως περιγράφονται στο άρθρο 3, παρ. 3 του Κανονισμού της Κ.Ο».
Η ορολογία περί κώδικα δεοντολογίας δεν είναι τυχαία και εντάσσεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ και αποτροπής διαρροών από την πλειοψηφική του δύναμη στο κοινοβούλιο, επιζήμιων εσωτερικών συγκρούσεων, διαφοροποιήσεων κ.λπ. Από τον περασμένο Αύγουστο, με την εισήγηση ενός αυστηρού «Κανονισμού Λειτουργίας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας», η ηγεσία του κόμματος έδειξε ότι είναι διατεθειμένη να θωρακιστεί απέναντι στους κινδύνους που υπονόμευσαν κατά το παρελθόν την ισχύ πολιτικά κυρίαρχων παρατάξεων, ακριβώς τη στιγμή κατά την οποίαν έπρεπε να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις. Το πιο πρόσφατο και διδακτικό -προς αποφυγήν σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ- παράδειγμα αυτού του είδους, είναι το ΠΑΣΟΚ επί Γιώργου Παπανδρέου. Ο ΓΑΠ είχε αρνηθεί -και μάλιστα επανειλημμένα σύμφωνα με ορισμένες εκ των έσω μαρτυρίες- να δεσμεύσει τους βουλευτές του με κάποιου είδους σύμφωνο, επικαλούμενος ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας δεν δίστασε να κινηθεί στο όριο του πνεύματος του Συντάγματος ή και πέρα από αυτό, αποπειρώμενος να «δέσει» στο κατάρτι του κυβερνητικού σκάφους τα μέλη της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ προκαταβολικά και εν όψει των μεγάλων διλημμάτων που, νομοτελειακά, πρόκειται να αντιμετωπίσουν. Και μάλιστα, ήταν ακριβώς κάποια στελέχη που αποσκίρτησαν από το ΠΑΣΟΚ και εντάχθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία εισηγήθηκαν στον κ. Τσίπρα να προχωρήσει στην προεκλογική δέσμευση των μελλόντων βουλευτών του.
Ενάντια στο Σύνταγμα
Οπως έχουν επισημάνει στελέχη άλλων κομμάτων καταγγέλοντας τον «Κώδικα Δεοντολογίας» που έχουν αποδεχτεί δια της υπογραφής τους οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, το Σύνταγμα της Ελλάδας δεν αφήνει κανένα περιθώριο νομιμοποίησης ιδιωτικών συμφωνητικών εντός των κοινοβουλευτικων παρατάξεων. Στο Κεφάλαιο 3, Αρθρο 60 του καταστατικού χάρτη της Ελληνικής Δημοκρατίας ορίζονται τα εξής: «1. Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση. 2. Η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα είναι δικαίωμα του βουλευτή, συντελείται μόλις ο βουλευτής υποβάλει γραπτή δήλωση στον Πρόεδρο της Βουλής και δεν ανακαλείται».
Είναι προφανές ότι, εφόσον το Σύνταγμα δεν προβλέπει ότι η συνείδηση του βουλευτή, προ της ψήφου, θα πρέπει να λάβει την άδεια οποιουδήποτε οργάνου του κόμματός του, ενώ επιπλέον δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να παραιτηθεί κατ' εντολήν της ηγεσίας, ούτε φυσικά να παραδώσει την έδρα του σε κάποιον πιο πειθήνιο από τον ίδιον, τα ζητήματα που τίθενται εξαιτίας του «Κώδικα Δεοντολογίας» είναι ιδιαίτερα σοβαρά -και είναι πολιτικά και ηθικά, ακριβώς όπως διατυπώνεται στο κείμενό του. Διότι, εάν ένας βουλευτής που, υποτεθείσθω, διαφωνεί με τα προωθούμενα νομοσχέδια τελικώς πειθαναγκαστεί να τα ψηφίσει, αυτό κατ' ανάγκην θα γίνει διότι θα έχει τεθεί ως προτεραιότητα η τήρηση ενός συμφωνητικού, το οποίο όμως είναι αντισυνταγματικό. Φυσικά, το ιδεολογικό περιτύλιγμα θα είναι η επίκληση του ύψιστου εθνικού συμφέροντος και της στήριξης της εκλεγμένης από τον ελληνικό λαό κυβέρνησης, η οποία θα πρέπει πάση θυσία να διατηρήσει την πλειοψηφία της, να αποφύγει τη διάσπαση κ.λπ. Στην πράξη όμως η εκάστοτε διαφωνία, κατά πάσα βεβαιότητα, θα έχει να κάνει με την φύση των υπό ψήφιση μέτρων, τα οποία δεν μπορεί παρά να είναι αντιλαϊκά -ειδάλλως γιατί να φτάσει στο χείλος της ρήξης με το ίδιο του το κόμμα ένας εχέφρων και ορθολογικά σκεπτόμενος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ;
Στο υποθετικό, αλλά διόλου απίθανο αυτό σενάριο, όταν βρεθούν στ' αλήθεια ενώπιον κρίσιμων για το μέλλον της πατρίδας διλημμάτων, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ φέρονται ήδη αποφασισμένοι να μην δώσουν την παραμικρή σημασία στον «Κώδικα Δεοντολογίας» που υπέγραψαν τον Ιανουάριο. Αυτό είναι το κοινό μυστικό, κάτι που γνωρίζει, πρώτη από όλους, η ηγεσία του κόμματος. Η συνομολόγηση σε μια κενή νοήματος, οιωνεί, ή έστω και μόνο κατ' όνομα δέσμευση, βαραίνει ηθικά τόσο το κόμμα όσο και καθένα από τα στελέχη του, ενώ ως πρακτική επιβεβαιώνει τη λογική ότι το πολιτικώς ζητούμενο δεν είναι απαραιτήτως και δίκαιο ή ηθικώς ορθό. Η διάσταση αυτή του ζητήματος καυτηριάστηκε από τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι χαρακτήρισαν αμέσως τον «Κώδικα Δεοντολογίας» σαν απόδειξη του αντιδημοκρατικού, ολοκληρωτικού και γραφειοκρατικού χαρακτήρα του κόμματος, εφόσον αντίστοιχες απαιτήσεις από τους βουλευτές τους θα είχαν μόνο παρατάξεις όπως το ΚΚΕ ή η Χρυσή Αυγή -με κάθε σεβασμό στην πολιτική άβυσσο που τις χωρίζει. Ωστόσο, οι φωνές διαμαρτυρίας από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ εστίασαν σε διαφορετικές πτυχές. Η «Κίνηση Ενεργοί Πολίτες» του Μανόλη Γλέζου, για παράδειγμα, εξέφρασε την άποψη ότι «με τον 'Κώδικα Δεοντολογίας' ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει ένα καίριο κτύπημα στην ιδέα της συνεργασίας της Αριστεράς. Γιατί ταυτίζει την συνεργασία με την υποταγή στην ηγεμονική δύναμη -δηλαδή τον ίδιο». Οταν όμως οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κληθούν να εγκρίνουν τους ενδεχομένως επαχθείς όρους μιας νέας δανειακής σύμβασης, να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, ή να συνεργήσουν στην ανατροπή της, η συνειδησιακή τους κρίση μόνο δευτερευόντως θα αφορά στην Αριστερά και το μέλλον της.
protothema
Στην περίπτωση που υπάρξουν βουλευτές που δεν είναι πρόθυμοι να υπερψηφίσουν πχ κάποιο οικονομικής φύσης νομοσχέδιο, θεωρώντας ότι οι όροι μιας νέας συμφωνίας με τους δανειστές της Ελλάδας παραβιάζουν κατάφωρα τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, συμπλέουν με μια «μνημονιακή» λογική, αντιβαίνουν στις προεκλογικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις κ.λπ, ο πρόεδρος του κόμματος θα τους ανακαλέσει στην πολιτική και ηθική τάξη, όπως αυτή εννοείται από τον «Κώδικα Δεοντολογίας», υπενθυμίζοντάς τους τι ακριβώς έχουν υπογράψει τον προηγούμενο Ιανουάριο. Εύλογα από την πλευρά του ο κ. Τσίπρας θα τονίσει τους πιο σημαντικούς από τους όρους του «συμβολαίου», το οποίο απερίφραστα ορίζει ότι: «Η παραίτηση όλων των βουλευτών είναι στη διάθεση του κόμματος. Το κόμμα μπορεί να ζητήσει την παραίτηση βουλευτή, με απόφαση των κεντρικών καθοδηγητικών του οργάνων (Κεντρική Επιτροπή, Διαρκές/Εκτακτο/Τακτικό Συνέδριο), στις εξής περιπτώσεις: i) Οταν αρνείται να υλοποιήσει συλλογικές δεσμευτικές αποφάσεις των οργάνων του κόμματος. ii) Οταν αρνείται να υλοποιήσει συλλογικές δεσμευτικές αποφάσεις της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, όπως περιγράφονται στο άρθρο 3, παρ. 3 του Κανονισμού της Κ.Ο».
Η ορολογία περί κώδικα δεοντολογίας δεν είναι τυχαία και εντάσσεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ και αποτροπής διαρροών από την πλειοψηφική του δύναμη στο κοινοβούλιο, επιζήμιων εσωτερικών συγκρούσεων, διαφοροποιήσεων κ.λπ. Από τον περασμένο Αύγουστο, με την εισήγηση ενός αυστηρού «Κανονισμού Λειτουργίας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας», η ηγεσία του κόμματος έδειξε ότι είναι διατεθειμένη να θωρακιστεί απέναντι στους κινδύνους που υπονόμευσαν κατά το παρελθόν την ισχύ πολιτικά κυρίαρχων παρατάξεων, ακριβώς τη στιγμή κατά την οποίαν έπρεπε να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις. Το πιο πρόσφατο και διδακτικό -προς αποφυγήν σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ- παράδειγμα αυτού του είδους, είναι το ΠΑΣΟΚ επί Γιώργου Παπανδρέου. Ο ΓΑΠ είχε αρνηθεί -και μάλιστα επανειλημμένα σύμφωνα με ορισμένες εκ των έσω μαρτυρίες- να δεσμεύσει τους βουλευτές του με κάποιου είδους σύμφωνο, επικαλούμενος ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας δεν δίστασε να κινηθεί στο όριο του πνεύματος του Συντάγματος ή και πέρα από αυτό, αποπειρώμενος να «δέσει» στο κατάρτι του κυβερνητικού σκάφους τα μέλη της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ προκαταβολικά και εν όψει των μεγάλων διλημμάτων που, νομοτελειακά, πρόκειται να αντιμετωπίσουν. Και μάλιστα, ήταν ακριβώς κάποια στελέχη που αποσκίρτησαν από το ΠΑΣΟΚ και εντάχθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία εισηγήθηκαν στον κ. Τσίπρα να προχωρήσει στην προεκλογική δέσμευση των μελλόντων βουλευτών του.
Ενάντια στο Σύνταγμα
Οπως έχουν επισημάνει στελέχη άλλων κομμάτων καταγγέλοντας τον «Κώδικα Δεοντολογίας» που έχουν αποδεχτεί δια της υπογραφής τους οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, το Σύνταγμα της Ελλάδας δεν αφήνει κανένα περιθώριο νομιμοποίησης ιδιωτικών συμφωνητικών εντός των κοινοβουλευτικων παρατάξεων. Στο Κεφάλαιο 3, Αρθρο 60 του καταστατικού χάρτη της Ελληνικής Δημοκρατίας ορίζονται τα εξής: «1. Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση. 2. Η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα είναι δικαίωμα του βουλευτή, συντελείται μόλις ο βουλευτής υποβάλει γραπτή δήλωση στον Πρόεδρο της Βουλής και δεν ανακαλείται».
Είναι προφανές ότι, εφόσον το Σύνταγμα δεν προβλέπει ότι η συνείδηση του βουλευτή, προ της ψήφου, θα πρέπει να λάβει την άδεια οποιουδήποτε οργάνου του κόμματός του, ενώ επιπλέον δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να παραιτηθεί κατ' εντολήν της ηγεσίας, ούτε φυσικά να παραδώσει την έδρα του σε κάποιον πιο πειθήνιο από τον ίδιον, τα ζητήματα που τίθενται εξαιτίας του «Κώδικα Δεοντολογίας» είναι ιδιαίτερα σοβαρά -και είναι πολιτικά και ηθικά, ακριβώς όπως διατυπώνεται στο κείμενό του. Διότι, εάν ένας βουλευτής που, υποτεθείσθω, διαφωνεί με τα προωθούμενα νομοσχέδια τελικώς πειθαναγκαστεί να τα ψηφίσει, αυτό κατ' ανάγκην θα γίνει διότι θα έχει τεθεί ως προτεραιότητα η τήρηση ενός συμφωνητικού, το οποίο όμως είναι αντισυνταγματικό. Φυσικά, το ιδεολογικό περιτύλιγμα θα είναι η επίκληση του ύψιστου εθνικού συμφέροντος και της στήριξης της εκλεγμένης από τον ελληνικό λαό κυβέρνησης, η οποία θα πρέπει πάση θυσία να διατηρήσει την πλειοψηφία της, να αποφύγει τη διάσπαση κ.λπ. Στην πράξη όμως η εκάστοτε διαφωνία, κατά πάσα βεβαιότητα, θα έχει να κάνει με την φύση των υπό ψήφιση μέτρων, τα οποία δεν μπορεί παρά να είναι αντιλαϊκά -ειδάλλως γιατί να φτάσει στο χείλος της ρήξης με το ίδιο του το κόμμα ένας εχέφρων και ορθολογικά σκεπτόμενος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ;
Στο υποθετικό, αλλά διόλου απίθανο αυτό σενάριο, όταν βρεθούν στ' αλήθεια ενώπιον κρίσιμων για το μέλλον της πατρίδας διλημμάτων, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ φέρονται ήδη αποφασισμένοι να μην δώσουν την παραμικρή σημασία στον «Κώδικα Δεοντολογίας» που υπέγραψαν τον Ιανουάριο. Αυτό είναι το κοινό μυστικό, κάτι που γνωρίζει, πρώτη από όλους, η ηγεσία του κόμματος. Η συνομολόγηση σε μια κενή νοήματος, οιωνεί, ή έστω και μόνο κατ' όνομα δέσμευση, βαραίνει ηθικά τόσο το κόμμα όσο και καθένα από τα στελέχη του, ενώ ως πρακτική επιβεβαιώνει τη λογική ότι το πολιτικώς ζητούμενο δεν είναι απαραιτήτως και δίκαιο ή ηθικώς ορθό. Η διάσταση αυτή του ζητήματος καυτηριάστηκε από τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι χαρακτήρισαν αμέσως τον «Κώδικα Δεοντολογίας» σαν απόδειξη του αντιδημοκρατικού, ολοκληρωτικού και γραφειοκρατικού χαρακτήρα του κόμματος, εφόσον αντίστοιχες απαιτήσεις από τους βουλευτές τους θα είχαν μόνο παρατάξεις όπως το ΚΚΕ ή η Χρυσή Αυγή -με κάθε σεβασμό στην πολιτική άβυσσο που τις χωρίζει. Ωστόσο, οι φωνές διαμαρτυρίας από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ εστίασαν σε διαφορετικές πτυχές. Η «Κίνηση Ενεργοί Πολίτες» του Μανόλη Γλέζου, για παράδειγμα, εξέφρασε την άποψη ότι «με τον 'Κώδικα Δεοντολογίας' ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει ένα καίριο κτύπημα στην ιδέα της συνεργασίας της Αριστεράς. Γιατί ταυτίζει την συνεργασία με την υποταγή στην ηγεμονική δύναμη -δηλαδή τον ίδιο». Οταν όμως οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κληθούν να εγκρίνουν τους ενδεχομένως επαχθείς όρους μιας νέας δανειακής σύμβασης, να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, ή να συνεργήσουν στην ανατροπή της, η συνειδησιακή τους κρίση μόνο δευτερευόντως θα αφορά στην Αριστερά και το μέλλον της.
protothema
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου