Πρωταθλήτρια... της ΕΕ αναδεικνύεται η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τις ανατιμήσεις του ηλεκτρικού ρεύματος στους λογαριασμούς των νοικοκυριών, καθώς την περίοδο της κρίσης από το 2008 έως και το 2013 η ετήσια αύξηση ήταν της τάξης του 10%.
Αυτό αποκαλύπτουν ο Οργανισμός Συνεργασίας Ρυθμιστικών Αρχών (ACER) και το Συμβούλιο Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της Ευρώπης (CEER) στην ετήσια έκθεσή τους για την πορεία των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου στην ΕΕ.
Στην ίδια μελέτη οι λόγοι για τις μεγαλύτερες αυξήσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα 27 κράτη-μέλη αποδίδονται αφενός στην έλλειψη ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και στην εκτίναξη των φόρων, των χρεώσεων δικτύων και κυρίως του τέλους υπέρ ΑΠΕ. Μάλιστα στην Ελλάδα το 2013 η αύξηση της χρέωσης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ήταν της τάξης του 119% και δεύτερη ήρθε η Λιθουανία με 44%.
Σε ό,τι αφορά τις αυξήσεις την περίοδο της κρίσης, κάθε χρόνο στην Ελλάδα η μέση άνοδος των τιμολογίων ήταν 10%, στη Λιθουανία ήταν 9%, κοντά στο 8% ήταν η αύξηση για τη Γαλλία, περίπου στο 7% στην Ισπανία, ενώ η Ουγγαρία ήταν η μόνη χώρα των «28» με μείωση κατά 2,6% των τιμολογίων της.
Πάντως, σε όλη την ΕΕ ο κανόνας ήταν οι αυξήσεις των τιμολογίων ρεύματος αλλά και φυσικού αερίου. Το 2013 η μέση αύξηση της κιλοβατώρας για τα νοικοκυριά ήταν 4,4%, ενώ για το αέριο ήταν 2,7%.
Επιπλέον, στις περιπτώσεις των νοικοκυριών όπου οι τιμές αυξήθηκαν περισσότερο, η άνοδος προήλθε κυρίως όχι από την παραγωγή, αλλά από παράγοντες όπως οι χρεώσεις δικτύου, οι φόροι, τα ειδικά τέλη κ.λπ., δηλαδή από το ρυθμιζόμενο σκέλος του τιμολογίου και όχι το ανταγωνιστικό.
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η παραδοχή αυτή ισχύει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με την εξαίρεση της Βρετανίας, της Μάλτας, της Κύπρου και της Ιρλανδίας. Στη χώρα μας, για την ακρίβεια, η αύξηση ήταν αποτέλεσμα και του σκέλους της παραγωγής αλλά και των χρεώσεων των ΑΠΕ, όπως προαναφέρθηκε.
Συγκεκριμένα, αναλύοντας την τιμή ρεύματος μετά φόρων για τα νοικοκυριά στις πρωτεύουσες των «28» προκύπτει ότι στην Ελλάδα η τιμή διαμορφώνεται κατά 53% από το κόστος της ενέργειας, κατά 18% από τις χρεώσεις δικτύου, ενώ 18% της τιμής προέρχεται από φόρους και 12% από χρεώσεις για ΑΠΕ. Αυτό το κοστολόγιο δείχνει την κυρίαρχη θέση που έχει στην εγχώρια παραγωγή ρεύματος ο μοναδικός ουσιαστικά «παίκτης», η ΔΕΗ.
Σε σχέση με τις αυξήσεις στις διάφορες χρεώσεις, πρώτη ήταν η Ισπανία, όπου την περίοδο 2008-2013 το ρεύμα για τα νοικοκυριά ανέβηκε 15,3% και ακολούθησε η Ελλάδα με 13,8%. Η μελέτη διαπιστώνει ότι οι καταναλωτές αερίου και ηλεκτρισμού στις απελευθερωμένες αγορές έχουν περισσότερες επιλογές ως προς τα προσφερόμενα προϊόντα και τους διαθέσιμους προμηθευτές, και τείνουν να είναι πιο ικανοποιημένοι από το επίπεδο υπηρεσιών.
Επιπλέον, παρά τη γενική τάση για διαμόρφωση διαφορετικών πακέτων και κατηγοριών καταναλωτών, υπάρχουν χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όπου διαπιστώνεται ελάχιστη έως μηδαμινή παροχή εναλλακτικών λύσεων στους καταναλωτές, γεγονός που αποδίδεται από τον ACER και το CEER στη δεσπόζουσα θέση του εκάστοτε προμηθευτή ηλεκτρισμού ή αερίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα τα νοικοκυριά έχουν να επιλέξουν ανάμεσα από μόλις τέσσερις προμηθευτές, όταν στη Γερμανία είναι 376, στη Φινλανδία 204, στη Δανία 124, στην Πολωνία 77, στην Ολλανδία 71 κ.ο.κ.
ethnos
Αυτό αποκαλύπτουν ο Οργανισμός Συνεργασίας Ρυθμιστικών Αρχών (ACER) και το Συμβούλιο Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της Ευρώπης (CEER) στην ετήσια έκθεσή τους για την πορεία των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου στην ΕΕ.
Στην ίδια μελέτη οι λόγοι για τις μεγαλύτερες αυξήσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα 27 κράτη-μέλη αποδίδονται αφενός στην έλλειψη ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και στην εκτίναξη των φόρων, των χρεώσεων δικτύων και κυρίως του τέλους υπέρ ΑΠΕ. Μάλιστα στην Ελλάδα το 2013 η αύξηση της χρέωσης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ήταν της τάξης του 119% και δεύτερη ήρθε η Λιθουανία με 44%.
Σε ό,τι αφορά τις αυξήσεις την περίοδο της κρίσης, κάθε χρόνο στην Ελλάδα η μέση άνοδος των τιμολογίων ήταν 10%, στη Λιθουανία ήταν 9%, κοντά στο 8% ήταν η αύξηση για τη Γαλλία, περίπου στο 7% στην Ισπανία, ενώ η Ουγγαρία ήταν η μόνη χώρα των «28» με μείωση κατά 2,6% των τιμολογίων της.
Πάντως, σε όλη την ΕΕ ο κανόνας ήταν οι αυξήσεις των τιμολογίων ρεύματος αλλά και φυσικού αερίου. Το 2013 η μέση αύξηση της κιλοβατώρας για τα νοικοκυριά ήταν 4,4%, ενώ για το αέριο ήταν 2,7%.
Επιπλέον, στις περιπτώσεις των νοικοκυριών όπου οι τιμές αυξήθηκαν περισσότερο, η άνοδος προήλθε κυρίως όχι από την παραγωγή, αλλά από παράγοντες όπως οι χρεώσεις δικτύου, οι φόροι, τα ειδικά τέλη κ.λπ., δηλαδή από το ρυθμιζόμενο σκέλος του τιμολογίου και όχι το ανταγωνιστικό.
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η παραδοχή αυτή ισχύει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με την εξαίρεση της Βρετανίας, της Μάλτας, της Κύπρου και της Ιρλανδίας. Στη χώρα μας, για την ακρίβεια, η αύξηση ήταν αποτέλεσμα και του σκέλους της παραγωγής αλλά και των χρεώσεων των ΑΠΕ, όπως προαναφέρθηκε.
Συγκεκριμένα, αναλύοντας την τιμή ρεύματος μετά φόρων για τα νοικοκυριά στις πρωτεύουσες των «28» προκύπτει ότι στην Ελλάδα η τιμή διαμορφώνεται κατά 53% από το κόστος της ενέργειας, κατά 18% από τις χρεώσεις δικτύου, ενώ 18% της τιμής προέρχεται από φόρους και 12% από χρεώσεις για ΑΠΕ. Αυτό το κοστολόγιο δείχνει την κυρίαρχη θέση που έχει στην εγχώρια παραγωγή ρεύματος ο μοναδικός ουσιαστικά «παίκτης», η ΔΕΗ.
Σε σχέση με τις αυξήσεις στις διάφορες χρεώσεις, πρώτη ήταν η Ισπανία, όπου την περίοδο 2008-2013 το ρεύμα για τα νοικοκυριά ανέβηκε 15,3% και ακολούθησε η Ελλάδα με 13,8%. Η μελέτη διαπιστώνει ότι οι καταναλωτές αερίου και ηλεκτρισμού στις απελευθερωμένες αγορές έχουν περισσότερες επιλογές ως προς τα προσφερόμενα προϊόντα και τους διαθέσιμους προμηθευτές, και τείνουν να είναι πιο ικανοποιημένοι από το επίπεδο υπηρεσιών.
Επιπλέον, παρά τη γενική τάση για διαμόρφωση διαφορετικών πακέτων και κατηγοριών καταναλωτών, υπάρχουν χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όπου διαπιστώνεται ελάχιστη έως μηδαμινή παροχή εναλλακτικών λύσεων στους καταναλωτές, γεγονός που αποδίδεται από τον ACER και το CEER στη δεσπόζουσα θέση του εκάστοτε προμηθευτή ηλεκτρισμού ή αερίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα τα νοικοκυριά έχουν να επιλέξουν ανάμεσα από μόλις τέσσερις προμηθευτές, όταν στη Γερμανία είναι 376, στη Φινλανδία 204, στη Δανία 124, στην Πολωνία 77, στην Ολλανδία 71 κ.ο.κ.
ethnos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου