Την οξύτητα της αντίθεσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά οποιασδήποτε αναπροσαρμογής του ελληνικού δημόσιου χρέους, ακόμα και χωρίς «κούρεμα», αποκαλύπτει η «Κ», μέσω απόρρητης επιστολής του τότε επικεφαλής της, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, προς τον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου, στις 7 Απριλίου του 2011. Ηταν μία μόλις ημέρα αφότου ο τότε υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου είχε ενημερώσει τα μέλη της τρόικας για την πρόθεση της Ελλάδας να ζητήσει την επιμήκυνση του χρέους της. Ο Κλάους Μαζούχ, εκπρόσωπος της ΕΚΤ στην τρόικα, προσηνής αλλά εμφανώς ταραγμένος, είχε σημειώσει ότι «εμείς έχουμε αρνητική θέση» και είχε βγει από την αίθουσα για να τηλεφωνήσει στη Φρανκφούρτη.
Η σφοδρότητας της αρνητικής αυτής θέσης φάνηκε από την επιστολή του κ. Τρισέ (που βρίσκεται στη διάθεση της «Κ»), η γλώσσα της οποίας είναι κάθε άλλο παρά διπλωματική. «Γράφω για να σας ενημερώσω περί των σοβαρών κινδύνων που θα αναλάμβανε η ελληνική κυβέρνηση αν στην τρέχουσα συγκυρία επεδίωκε την αναπροσαρμογή του χρέους της, ακόμα και σε εθελοντική βάση. (...) Η επιδίωξη αυτής της στρατηγικής θα έθετε την αναχρηματοδότηση της Ελλάδας σε ευρώ σε μείζονα κίνδυνο», απειλεί ευθέως ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης.
Στη συνέχεια, γίνεται πιο συγκεκριμένος. Οπως γράφει: «Η απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ να αναστείλει τα κριτήρια αξιολόγησης για χρεόγραφα που εκδίδει ή που εγγυάται η ελληνική κυβέρνηση βασιζόταν στο τρέχον πρόγραμμα, και στην τήρησή του. Καμία αναπροσαρμογή του χρέους δεν είναι συμβατή με το τρέχον πρόγραμμα. Συνεπώς η αναστολή δεν θα ίσχυε πλέον». Επιπλέον, «ακόμα και μία εθελοντική αναπροσαρμογή» θα οδηγούσε σε «σημαντικές υποβαθμίσεις όλων των χρεογράφων στην Ελλάδα», με αποτέλεσμα η χώρα «να κινδυνεύει άμεσα να χάσει το μεγαλύτερο μέρος των ενεχύρων που διαθέτει για πράξεις νομισματικής πολιτικής».
Ο κ. Τρισέ αναφέρεται στο σημείο αυτό στην παράκαμψη των κανόνων της ΕΚΤ σχετικά με τα ενέχυρα που δέχεται για να δανείζει σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο διορισμένος πρόεδρος της ΕΚΤ διαμηνύει στον εκλεγμένο Ελληνα πρωθυπουργό, χωρίς περιστροφές, ότι η επιδίωξη έστω και της επιμήκυνσης θα έχει ως συνέπεια η κεντρική τράπεζα να τραβήξει την πρίζα της μηχανικής υποστήριξης, που κρατούσε ζωντανό το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Η άμεση συνέπεια μιας τέτοιας κίνησης θα ήταν η έξοδος από το ευρώ και η εκτύπωση εγχώριου νομίσματος, για να αποφευχθεί ο ξαφνικός θάνατος των τραπεζών.
Ο κ. Τρισέ αναφέρει ότι μια αναπροσαρμογή του χρέους «θα μπορούσε να πυροδοτήσει μεγάλες ζημίες για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες, απόντων επαρκών κεφαλαίων για την ανακεφαλαιοποίησή τους, ενδεχομένως να χρειαστεί να αποκλειστούν από πράξεις νομισματικής πολιτικής». Για να μπορεί μία τράπεζα να χρηματοδοτηθεί από την ΕΚΤ, πέρα από επαρκή ενέχυρα, πρέπει να διαθέτει και επαρκή κεφάλαια. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ προειδοποιεί ότι το πλήγμα που θα υπόκειντο οι ελληνικές τράπεζες, ως βασικοί κάτοχοι ελληνικών κρατικών ομολόγων, από μία ενδεχόμενη αναπροσαρμογή, θα τις απέκλειε ακόμα και από τη δυνατότητα έκτακτης χρηματοδότησης από το ευρωσύστημα. Ηταν ένα πρόβλημα που επανήλθε δραματικά στο προσκήνιο μετά το PSI, και ιδιαίτερα την περίοδο μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων του 2012. Η απόφαση να συνεχιστεί τότε η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών (μέσω ELA) ελήφθη μετά κόπων και βασάνων, και μόνο επειδή υπήρχε στο δεύτερο πρόγραμμα πρόβλεψη επαρκών πόρων (50 δισ. ευρώ) για την ανακεφαλαιοποίηση.
Κλείνοντας, ο κ. Τρισέ χαρακτηρίζει «απολύτως κρίσιμο» να συμμορφωθεί η Ελλάδα με τους όρους του προγράμματος, κάτι που «θα θέσει την ελληνική οικονομία σε μια τροχιά που θα διασφαλίσει την ομαλή συμμετοχή της στην ΟΝΕ». Το γεγονός ότι έξι μήνες αργότερα, λίγες ημέρες πριν από τη συνταξιοδότησή του, προχωρούσε σε αναδιάρθρωση με «κούρεμα» του ελληνικού χρέους δείχνει τον βαθμό στον οποίο η εξέλιξη της ελληνικής, αλλά και της ευρύτερης ευρωπαϊκής κρίσης, αποτελεί ευθεία συνάρτηση των εξελίξεων στο Βερολίνο.
Πώς φθάσαμε, έξι μήνες μετά, στο «κούρεμα»
Η συζήτηση για την επιμήκυνση του χρέους είχε αρχίσει πολύ πριν από τον Απρίλιο του 2011. Ξένες επενδυτικές τράπεζες παρελαύνουν ήδη από το καλοκαίρι του 2010 στο υπουργείο Οικονομικών και παρουσιάζουν τα σχέδιά τους, που δεν περιλαμβάνουν την επιβολή «κουρέματος». Η κυβέρνηση τονίζει στους συνομιλητές της ότι οποιαδήποτε συζήτηση για επιμήκυνση πρέπει να εγκριθεί από το Βερολίνο και τη Φρανκφούρτη (έδρα της ΕΚΤ).Το φθινόπωρο του 2010, ο υπουργός Οικονομικών πηγαίνει σε ευρωπαϊκό roadshow προώθησης των ελληνικών ομολόγων μαζί με εκπροσώπους της τρόικας. Στελέχη επενδυτικών τραπεζών επανέρχονται επανειλημμένως στις τεράστιες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου για το 2014-15, που ξεπερνούν τα 150 δισ. ευρώ. Την ίδια περίοδο, το ΔΝΤ στέλνει ειδικούς στην Αθήνα –κρυφά από την ΕΚΤ και την Κομισιόν– για να μελετήσουν τα σενάρια της επιμήκυνσης.
Τους επόμενους μήνες, οι ελπίδες για τήρηση του αρχικού προγράμματος και επάνοδο της Ελλάδας για δανεισμό στις αγορές το 2011 εξανεμίζονται. Σε διεθνές επίπεδο, η συμφωνία της Ντοβίλ τρομοκρατεί τις αγορές, οι οποίες προεξοφλούν αναδιαρθρώσεις χρέους στην Ευρωζώνη, με την Ελλάδα ως την επικρατέστερη υποψήφια. Στο εγχώριο μέτωπο, οι αντιστάσεις στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ αλλά και στο υπουργικό συμβούλιο κατά της εφαρμογής του προγράμματος ενισχύονται αποφασιστικά.
«Είχαμε μια σαφή αίσθηση μεταρρυθμιστικής κόπωσης. Η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε ότι με την αναπροσαρμογή του χρέους θα απέφευγε την ανάγκη να λάβει τις απαραίτητες δύσκολες αποφάσεις», δηλώνει στην «Κ» ο Λορένζο Μπίνι Σμάγκι, μέλος τότε του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Ο κ. Μπίνι Σμάγκι μάλιστα, σε συνομιλία που είχε με τον Γ. Παπακωνσταντίνου στο περιθώριο συνεδρίου στη λίμνη Κόμο στα τέλη Ιανουαρίου, στην οποία ο Ελληνας υπουργός άφηνε να εννοηθεί η ανάγκη επιμήκυνσης, του είχε πει ακριβώς αυτό. Εν τω μεταξύ, ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών, στο Eurogroup του Ιανουαρίου, έχει ήδη αναφερθεί στην ανάγκη κάποιου είδους αναπροσαρμογής – για να εισπράξει την έντονη αντίδραση του κ. Τρισέ, που είπε ότι θα προκληθεί τεράστια αναταραχή στις αγορές. «Για εμάς, το γεγονός ότι δεν είχε ξεκαθαρίσει το τοπίο σχετικά με τον ESM (τον μόνιμο μηχανισμό στήριξης της Ευρωζώνης) καθιστούσε τη συζήτηση για αναδιάρθρωση ιδιαίτερα ανεύθυνη», σημειώνει ο κ. Μπίνι Σμάγκι.
Οι Γερμανοί, ωστόσο, υπό αυξανόμενη πίεση από το ΔΝΤ, κατέληξαν σε άλλη άποψη. Γνώριζαν ότι η Αθήνα θα χρειαζόταν περισσότερα λεφτά και ότι η Μπούντεσταγκ δεν θα ενέκρινε ένα νέο πακέτο χωρίς τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (των κατόχων, δηλαδή, των ελληνικών ομολόγων). Οι σχετικές επαφές (με τον Ζ. Κ. Γιουνκέρ και σε διμερές επίπεδο με Γαλλία και Ολλανδία) ξεκινούν λίγο μετά τον Ιανουάριο και ώς τον Μάιο, η απόφαση του Βερολίνου έχει ληφθεί. Στην απρόθυμη συναίνεση του κ. Τρισέ στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, που αποδείχθηκε πολύ πιο δραστική από ό,τι αρχικά συζητείτο, συνέβαλε αναμφίβολα η εξαίρεση της ΕΚΤ από το «κούρεμα» που επέβαλε –«εθελοντικά»– το PSI.
kathimerini
Η σφοδρότητας της αρνητικής αυτής θέσης φάνηκε από την επιστολή του κ. Τρισέ (που βρίσκεται στη διάθεση της «Κ»), η γλώσσα της οποίας είναι κάθε άλλο παρά διπλωματική. «Γράφω για να σας ενημερώσω περί των σοβαρών κινδύνων που θα αναλάμβανε η ελληνική κυβέρνηση αν στην τρέχουσα συγκυρία επεδίωκε την αναπροσαρμογή του χρέους της, ακόμα και σε εθελοντική βάση. (...) Η επιδίωξη αυτής της στρατηγικής θα έθετε την αναχρηματοδότηση της Ελλάδας σε ευρώ σε μείζονα κίνδυνο», απειλεί ευθέως ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης.
Στη συνέχεια, γίνεται πιο συγκεκριμένος. Οπως γράφει: «Η απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ να αναστείλει τα κριτήρια αξιολόγησης για χρεόγραφα που εκδίδει ή που εγγυάται η ελληνική κυβέρνηση βασιζόταν στο τρέχον πρόγραμμα, και στην τήρησή του. Καμία αναπροσαρμογή του χρέους δεν είναι συμβατή με το τρέχον πρόγραμμα. Συνεπώς η αναστολή δεν θα ίσχυε πλέον». Επιπλέον, «ακόμα και μία εθελοντική αναπροσαρμογή» θα οδηγούσε σε «σημαντικές υποβαθμίσεις όλων των χρεογράφων στην Ελλάδα», με αποτέλεσμα η χώρα «να κινδυνεύει άμεσα να χάσει το μεγαλύτερο μέρος των ενεχύρων που διαθέτει για πράξεις νομισματικής πολιτικής».
Ο κ. Τρισέ αναφέρεται στο σημείο αυτό στην παράκαμψη των κανόνων της ΕΚΤ σχετικά με τα ενέχυρα που δέχεται για να δανείζει σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο διορισμένος πρόεδρος της ΕΚΤ διαμηνύει στον εκλεγμένο Ελληνα πρωθυπουργό, χωρίς περιστροφές, ότι η επιδίωξη έστω και της επιμήκυνσης θα έχει ως συνέπεια η κεντρική τράπεζα να τραβήξει την πρίζα της μηχανικής υποστήριξης, που κρατούσε ζωντανό το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Η άμεση συνέπεια μιας τέτοιας κίνησης θα ήταν η έξοδος από το ευρώ και η εκτύπωση εγχώριου νομίσματος, για να αποφευχθεί ο ξαφνικός θάνατος των τραπεζών.
Ο κ. Τρισέ αναφέρει ότι μια αναπροσαρμογή του χρέους «θα μπορούσε να πυροδοτήσει μεγάλες ζημίες για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες, απόντων επαρκών κεφαλαίων για την ανακεφαλαιοποίησή τους, ενδεχομένως να χρειαστεί να αποκλειστούν από πράξεις νομισματικής πολιτικής». Για να μπορεί μία τράπεζα να χρηματοδοτηθεί από την ΕΚΤ, πέρα από επαρκή ενέχυρα, πρέπει να διαθέτει και επαρκή κεφάλαια. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ προειδοποιεί ότι το πλήγμα που θα υπόκειντο οι ελληνικές τράπεζες, ως βασικοί κάτοχοι ελληνικών κρατικών ομολόγων, από μία ενδεχόμενη αναπροσαρμογή, θα τις απέκλειε ακόμα και από τη δυνατότητα έκτακτης χρηματοδότησης από το ευρωσύστημα. Ηταν ένα πρόβλημα που επανήλθε δραματικά στο προσκήνιο μετά το PSI, και ιδιαίτερα την περίοδο μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων του 2012. Η απόφαση να συνεχιστεί τότε η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών (μέσω ELA) ελήφθη μετά κόπων και βασάνων, και μόνο επειδή υπήρχε στο δεύτερο πρόγραμμα πρόβλεψη επαρκών πόρων (50 δισ. ευρώ) για την ανακεφαλαιοποίηση.
Κλείνοντας, ο κ. Τρισέ χαρακτηρίζει «απολύτως κρίσιμο» να συμμορφωθεί η Ελλάδα με τους όρους του προγράμματος, κάτι που «θα θέσει την ελληνική οικονομία σε μια τροχιά που θα διασφαλίσει την ομαλή συμμετοχή της στην ΟΝΕ». Το γεγονός ότι έξι μήνες αργότερα, λίγες ημέρες πριν από τη συνταξιοδότησή του, προχωρούσε σε αναδιάρθρωση με «κούρεμα» του ελληνικού χρέους δείχνει τον βαθμό στον οποίο η εξέλιξη της ελληνικής, αλλά και της ευρύτερης ευρωπαϊκής κρίσης, αποτελεί ευθεία συνάρτηση των εξελίξεων στο Βερολίνο.
Πώς φθάσαμε, έξι μήνες μετά, στο «κούρεμα»
Η συζήτηση για την επιμήκυνση του χρέους είχε αρχίσει πολύ πριν από τον Απρίλιο του 2011. Ξένες επενδυτικές τράπεζες παρελαύνουν ήδη από το καλοκαίρι του 2010 στο υπουργείο Οικονομικών και παρουσιάζουν τα σχέδιά τους, που δεν περιλαμβάνουν την επιβολή «κουρέματος». Η κυβέρνηση τονίζει στους συνομιλητές της ότι οποιαδήποτε συζήτηση για επιμήκυνση πρέπει να εγκριθεί από το Βερολίνο και τη Φρανκφούρτη (έδρα της ΕΚΤ).Το φθινόπωρο του 2010, ο υπουργός Οικονομικών πηγαίνει σε ευρωπαϊκό roadshow προώθησης των ελληνικών ομολόγων μαζί με εκπροσώπους της τρόικας. Στελέχη επενδυτικών τραπεζών επανέρχονται επανειλημμένως στις τεράστιες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου για το 2014-15, που ξεπερνούν τα 150 δισ. ευρώ. Την ίδια περίοδο, το ΔΝΤ στέλνει ειδικούς στην Αθήνα –κρυφά από την ΕΚΤ και την Κομισιόν– για να μελετήσουν τα σενάρια της επιμήκυνσης.
Τους επόμενους μήνες, οι ελπίδες για τήρηση του αρχικού προγράμματος και επάνοδο της Ελλάδας για δανεισμό στις αγορές το 2011 εξανεμίζονται. Σε διεθνές επίπεδο, η συμφωνία της Ντοβίλ τρομοκρατεί τις αγορές, οι οποίες προεξοφλούν αναδιαρθρώσεις χρέους στην Ευρωζώνη, με την Ελλάδα ως την επικρατέστερη υποψήφια. Στο εγχώριο μέτωπο, οι αντιστάσεις στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ αλλά και στο υπουργικό συμβούλιο κατά της εφαρμογής του προγράμματος ενισχύονται αποφασιστικά.
«Είχαμε μια σαφή αίσθηση μεταρρυθμιστικής κόπωσης. Η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε ότι με την αναπροσαρμογή του χρέους θα απέφευγε την ανάγκη να λάβει τις απαραίτητες δύσκολες αποφάσεις», δηλώνει στην «Κ» ο Λορένζο Μπίνι Σμάγκι, μέλος τότε του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Ο κ. Μπίνι Σμάγκι μάλιστα, σε συνομιλία που είχε με τον Γ. Παπακωνσταντίνου στο περιθώριο συνεδρίου στη λίμνη Κόμο στα τέλη Ιανουαρίου, στην οποία ο Ελληνας υπουργός άφηνε να εννοηθεί η ανάγκη επιμήκυνσης, του είχε πει ακριβώς αυτό. Εν τω μεταξύ, ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών, στο Eurogroup του Ιανουαρίου, έχει ήδη αναφερθεί στην ανάγκη κάποιου είδους αναπροσαρμογής – για να εισπράξει την έντονη αντίδραση του κ. Τρισέ, που είπε ότι θα προκληθεί τεράστια αναταραχή στις αγορές. «Για εμάς, το γεγονός ότι δεν είχε ξεκαθαρίσει το τοπίο σχετικά με τον ESM (τον μόνιμο μηχανισμό στήριξης της Ευρωζώνης) καθιστούσε τη συζήτηση για αναδιάρθρωση ιδιαίτερα ανεύθυνη», σημειώνει ο κ. Μπίνι Σμάγκι.
Οι Γερμανοί, ωστόσο, υπό αυξανόμενη πίεση από το ΔΝΤ, κατέληξαν σε άλλη άποψη. Γνώριζαν ότι η Αθήνα θα χρειαζόταν περισσότερα λεφτά και ότι η Μπούντεσταγκ δεν θα ενέκρινε ένα νέο πακέτο χωρίς τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (των κατόχων, δηλαδή, των ελληνικών ομολόγων). Οι σχετικές επαφές (με τον Ζ. Κ. Γιουνκέρ και σε διμερές επίπεδο με Γαλλία και Ολλανδία) ξεκινούν λίγο μετά τον Ιανουάριο και ώς τον Μάιο, η απόφαση του Βερολίνου έχει ληφθεί. Στην απρόθυμη συναίνεση του κ. Τρισέ στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, που αποδείχθηκε πολύ πιο δραστική από ό,τι αρχικά συζητείτο, συνέβαλε αναμφίβολα η εξαίρεση της ΕΚΤ από το «κούρεμα» που επέβαλε –«εθελοντικά»– το PSI.
kathimerini
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου