Πως το Δημόσιο πλήρωνε εκατομμύρια για 30 χρόνια σε εταιρεία που δεν λειτούργησε ποτέ
Ακόμη μια ιστορία ελληνικής «τρέλας» που σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.
Οπως αποκαλύπτει σε ρεπορτάζ της η «Καθημερινή» πρωταγωνιστεί μια λιβυοελληνική εταιρεία, που συστήθηκε με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου για να «τρέξει» έναν στόλο από 10 αλιευτικά σκάφη τα οποία... αγνοούνται. Σήμερα, κανείς δεν γνωρίζει ούτε ποιοι «τα δούλεψαν» ούτε τι έχουν απογίνει. Η ιστορία ξεκινάει τη δεκαετία του ’70 στη Βεγγάζη της Λιβύης και καταλήγει στην Αθήνα, όπου εξελίσσεται μια εκκαθάριση-θρίλερ από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές. Κι αυτό, γιατί, όπως αποκαλύπτεται μόλις τώρα, το ελληνικό Δημόσιο πλήρωνε, επί δεκαετίες, δάνειο με το οποίο συμμετείχε η χώρα μας στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας-φάντασμα και το οποίο αποπληρώθηκε προ δύο ετών.
Το θέμα αναδύθηκε μετά την πρόσφατη απορρόφηση, από τον Οργανισμό Κεντρικής Αγοράς Αθηνών (ΟΚΑΑ), της Εταιρείας Ανάπτυξης Αλιείας – ΕΤΑΝΑΛ Α.Ε., που συμμετείχε, από το 1983, με 49%, στο κεφάλαιο της περί ης ο λόγος λιβυοελληνικής εταιρείας. Το μάνατζμεντ του ΟΚΑΑ ήταν αυτό που ανακάλυψε τη μάλλον ομιχλώδη εταιρεία. Η εκκαθάρισή της δεν φαίνεται να έχει… ξεκαθαρίσει τα περιουσιακά της στοιχεία -με εξαίρεση ένα πλοίο δεσμευμένο από πιστωτές- αφού είναι άγνωστο εάν υπάρχουν ή αν θα «πιάσουν» ποτέ ελληνικό λιμάνι τα πλοία της. Αγνωστο παραμένει επίσης και το ποιοι τα διαχειρίστηκαν.
Η ιστορία ξεκινάει το 1977. Τότε, στο πλαίσιο διακρατικής συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδος και της Λιβύης, που υπογράφηκε εκείνο τον Ιούλιο στη Λιβύη, συστάθηκε εταιρεία με την επωνυμία Λιβυοελληνική Αλιευτική Α.Ε., με σκοπό την εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων. Στο μετοχικό κεφάλαιο συμμετείχαν το λιβυκό κράτος, μέσω του Συμβουλίου Τροφίμων και Εναλίου Πλούτου, με ποσοστό 51%, και το ελληνικό κράτος, μέσω της ΕΤΑΝΑΛ Α.Ε., με ποσοστό 49%. Παρά τις όποιες προσπάθειες μπορεί να είχαν γίνει, η εν λόγω εταιρεία «δεν κατάφερε ποτέ να εδραιωθεί και να εκπληρώσει τον, σύμφωνα με τη συμφωνία και το καταστατικό, σκοπό της». Για τον λόγο αυτό, αδρανοποιήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα από την ίδρυσή της και στις 8 Οκτωβρίου του 1983 τέθηκε με απόφαση της γενικής συνέλευσης υπό εκκαθάριση. «Οι εκκαθαριστές όφειλαν να πάρουν τα αναγκαία μέτρα και να διεκπεραιώσουν την εργασία τους μέσα σε τέσσερις μήνες. Ωστόσο, η εκκαθάριση αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και σήμερα», αναφέρει η διοίκηση του ΟΚΑΑ που βρήκε στα συρτάρια της ΕΤΑΝΑΛ την υπόθεση, αποπλήρωσε το δάνειο που είχε συναφθεί για να διασφαλισθεί η ελληνική συμμετοχή στην εταιρεία και έστειλε την υπόθεση στις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές.
«Τα μυστικά της Λιβυοελληνικής μάλλον τα πήρε μαζί, στον τάφο του, ο... Καντάφι ή μαζεύουν σκόνη σε κάποιο φωριαμό της Γενικής Διεύθυνσης Αλιείας», αναφέρουν ναυτιλιακοί κύκλοι στους οποίους απευθύνθηκε η «Κ» για να εξακριβώσει τη σημερινή κατάσταση των πλοίων. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, που επικαλούνται με τη σειρά τους διεθνή αρχεία, 8 από τα 10 πλοία της εταιρείας πέρασαν στην ιδιοκτησία του λιβυκού Δημοσίου το 1992.
Σημειώνεται ότι η ΕΤΑΝΑΛ, για τη συμμετοχή της στο μετοχικό κεφάλαιο, είχε λάβει δάνεια από το Δημόσιο συνολικού ύψους 117 εκατ. δρχ. με διάρκεια αποπληρωμής 30 ετών (1980-2009).
Μάλιστα, το 1981 η οικονομική επιτροπή της κυβέρνησης αποφάσισε πως σε περίπτωση αδυναμίας της ΕΤΑΝΑΛ να εξοφλήσει τις δόσεις, αυτές θα καλύπτονταν από το Δημόσιο, και ενέκρινε τη διάθεση για τον σκοπό αυτό ποσού από την ετήσια επιχορήγηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων του υπουργείου Γεωργίας και ειδικότερα της Διεύθυνσης Αλιείας.
Η εν λόγω διεύθυνση όμως φέρεται να σταμάτησε τις πληρωμές το 1988 και τα χρήματα άρχισαν να πληρώνονται από τον κοινό λογαριασμό τον οποίο διατηρούν οι Ιχθυόσκαλες, επιβαρύνοντας εμμέσως και πάλι το Δημόσιο αλλά και την εμπορική δραστηριότητα της αλιείας.
Αν και είναι εξαιρετικά δύσκολη η απεικόνιση του ποσού αυτού σε σημερινά δεδομένα, κατά προσέγγιση υπολογισμοί, σε σημερινή αξία, ανεβάζουν το προσαρμοσμένο για τον πληθωρισμό κονδύλι σε πάνω από 1,5 εκατ. ευρώ.
Το μοναδικό πλοίο που εμφανίστηκε
Ενδεικτικό της δαιδαλώδους εξέλιξης που είχε η ιστορία της Λιβυοελληνικής είναι ότι, στα τέλη του 1987, εκκαθαριστής ο οποίος ασχολούνταν με το θέμα ανέφερε πως το μόνο σκάφος που εμφανίζεται στη διαδρομή της, το «ΜΑΛΕΑΣ», ήταν αγκυροβολημένο στην Ιχθυόσκαλα Πειραιά, αλλά ήταν αδύνατο να εκποιηθεί λόγω δικαστικής υπόθεσης πρώην νομικού συμβούλου και μέλους του Δ.Σ. της εταιρείας, ο οποίος άσκησε αγωγή για οφειλόμενους μισθούς και δέσμευσε το πλοίο. Δεύτερη εκκρεμότητα αφορούσε εγγυητική επιστολή στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και καταθέσεις της εταιρείας στην Bank of America, οι οποίες ήταν δεσμευμένες.
Περισσότερα από δέκα χρόνια μετά, το 1999, και ενώ το θέμα της εκκαθάρισης ακόμα «σερνόταν» χωρίς κανείς να ξέρει τουλάχιστον αρμοδίως πού είναι τα πλοία, η ελληνική πλευρά απέστειλε αίτημα συνδρομής στην ελληνική πρεσβεία της Λιβύης ζητώντας συνάντηση μεταξύ Ελλήνων και Λίβυων εκπροσώπων. Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες μιλούν για ελληνικό κλιμάκιο που έφτασε στο αεροδρόμιο της Τρίπολης της Λιβύης αλλά «του υποδείχθηκε να επιστρέψει πάραυτα».
Για την ιστορία, τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ΕΤΑΝΑΛ ή Εταιρεία Ανάπτυξης Αλιείας, που πρωταγωνίστησε, επίσης, στην όλη ιστορία, ιδρύθηκε το 1968 ως θυγατρική της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ). Το 1972 η διοίκηση και διαχείριση στις Ιχθυόσκαλες του Δημοσίου, το αντικείμενο δηλαδή της ΕΤΑΝΑΛ, ανατέθηκε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, ταυτόχρονα με την εξαγορά από την τελευταία του 75% των μετοχών της ΕΤΑΝΑΛ. Το 2008 το ελληνικό Δημόσιο αγοράζει και πάλι από την τράπεζα το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΤΑΝΑΛ και τον Νοέμβριο του 2011 το εισφέρει στον ΟΚΑΑ ο οποίος και ολοκληρώνει την απορρόφησή της τον Απρίλιο του 2014.
Ακόμη μια ιστορία ελληνικής «τρέλας» που σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.
Οπως αποκαλύπτει σε ρεπορτάζ της η «Καθημερινή» πρωταγωνιστεί μια λιβυοελληνική εταιρεία, που συστήθηκε με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου για να «τρέξει» έναν στόλο από 10 αλιευτικά σκάφη τα οποία... αγνοούνται. Σήμερα, κανείς δεν γνωρίζει ούτε ποιοι «τα δούλεψαν» ούτε τι έχουν απογίνει. Η ιστορία ξεκινάει τη δεκαετία του ’70 στη Βεγγάζη της Λιβύης και καταλήγει στην Αθήνα, όπου εξελίσσεται μια εκκαθάριση-θρίλερ από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές. Κι αυτό, γιατί, όπως αποκαλύπτεται μόλις τώρα, το ελληνικό Δημόσιο πλήρωνε, επί δεκαετίες, δάνειο με το οποίο συμμετείχε η χώρα μας στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας-φάντασμα και το οποίο αποπληρώθηκε προ δύο ετών.
Το θέμα αναδύθηκε μετά την πρόσφατη απορρόφηση, από τον Οργανισμό Κεντρικής Αγοράς Αθηνών (ΟΚΑΑ), της Εταιρείας Ανάπτυξης Αλιείας – ΕΤΑΝΑΛ Α.Ε., που συμμετείχε, από το 1983, με 49%, στο κεφάλαιο της περί ης ο λόγος λιβυοελληνικής εταιρείας. Το μάνατζμεντ του ΟΚΑΑ ήταν αυτό που ανακάλυψε τη μάλλον ομιχλώδη εταιρεία. Η εκκαθάρισή της δεν φαίνεται να έχει… ξεκαθαρίσει τα περιουσιακά της στοιχεία -με εξαίρεση ένα πλοίο δεσμευμένο από πιστωτές- αφού είναι άγνωστο εάν υπάρχουν ή αν θα «πιάσουν» ποτέ ελληνικό λιμάνι τα πλοία της. Αγνωστο παραμένει επίσης και το ποιοι τα διαχειρίστηκαν.
Η ιστορία ξεκινάει το 1977. Τότε, στο πλαίσιο διακρατικής συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδος και της Λιβύης, που υπογράφηκε εκείνο τον Ιούλιο στη Λιβύη, συστάθηκε εταιρεία με την επωνυμία Λιβυοελληνική Αλιευτική Α.Ε., με σκοπό την εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων. Στο μετοχικό κεφάλαιο συμμετείχαν το λιβυκό κράτος, μέσω του Συμβουλίου Τροφίμων και Εναλίου Πλούτου, με ποσοστό 51%, και το ελληνικό κράτος, μέσω της ΕΤΑΝΑΛ Α.Ε., με ποσοστό 49%. Παρά τις όποιες προσπάθειες μπορεί να είχαν γίνει, η εν λόγω εταιρεία «δεν κατάφερε ποτέ να εδραιωθεί και να εκπληρώσει τον, σύμφωνα με τη συμφωνία και το καταστατικό, σκοπό της». Για τον λόγο αυτό, αδρανοποιήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα από την ίδρυσή της και στις 8 Οκτωβρίου του 1983 τέθηκε με απόφαση της γενικής συνέλευσης υπό εκκαθάριση. «Οι εκκαθαριστές όφειλαν να πάρουν τα αναγκαία μέτρα και να διεκπεραιώσουν την εργασία τους μέσα σε τέσσερις μήνες. Ωστόσο, η εκκαθάριση αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και σήμερα», αναφέρει η διοίκηση του ΟΚΑΑ που βρήκε στα συρτάρια της ΕΤΑΝΑΛ την υπόθεση, αποπλήρωσε το δάνειο που είχε συναφθεί για να διασφαλισθεί η ελληνική συμμετοχή στην εταιρεία και έστειλε την υπόθεση στις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές.
«Τα μυστικά της Λιβυοελληνικής μάλλον τα πήρε μαζί, στον τάφο του, ο... Καντάφι ή μαζεύουν σκόνη σε κάποιο φωριαμό της Γενικής Διεύθυνσης Αλιείας», αναφέρουν ναυτιλιακοί κύκλοι στους οποίους απευθύνθηκε η «Κ» για να εξακριβώσει τη σημερινή κατάσταση των πλοίων. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, που επικαλούνται με τη σειρά τους διεθνή αρχεία, 8 από τα 10 πλοία της εταιρείας πέρασαν στην ιδιοκτησία του λιβυκού Δημοσίου το 1992.
Σημειώνεται ότι η ΕΤΑΝΑΛ, για τη συμμετοχή της στο μετοχικό κεφάλαιο, είχε λάβει δάνεια από το Δημόσιο συνολικού ύψους 117 εκατ. δρχ. με διάρκεια αποπληρωμής 30 ετών (1980-2009).
Μάλιστα, το 1981 η οικονομική επιτροπή της κυβέρνησης αποφάσισε πως σε περίπτωση αδυναμίας της ΕΤΑΝΑΛ να εξοφλήσει τις δόσεις, αυτές θα καλύπτονταν από το Δημόσιο, και ενέκρινε τη διάθεση για τον σκοπό αυτό ποσού από την ετήσια επιχορήγηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων του υπουργείου Γεωργίας και ειδικότερα της Διεύθυνσης Αλιείας.
Η εν λόγω διεύθυνση όμως φέρεται να σταμάτησε τις πληρωμές το 1988 και τα χρήματα άρχισαν να πληρώνονται από τον κοινό λογαριασμό τον οποίο διατηρούν οι Ιχθυόσκαλες, επιβαρύνοντας εμμέσως και πάλι το Δημόσιο αλλά και την εμπορική δραστηριότητα της αλιείας.
Αν και είναι εξαιρετικά δύσκολη η απεικόνιση του ποσού αυτού σε σημερινά δεδομένα, κατά προσέγγιση υπολογισμοί, σε σημερινή αξία, ανεβάζουν το προσαρμοσμένο για τον πληθωρισμό κονδύλι σε πάνω από 1,5 εκατ. ευρώ.
Το μοναδικό πλοίο που εμφανίστηκε
Ενδεικτικό της δαιδαλώδους εξέλιξης που είχε η ιστορία της Λιβυοελληνικής είναι ότι, στα τέλη του 1987, εκκαθαριστής ο οποίος ασχολούνταν με το θέμα ανέφερε πως το μόνο σκάφος που εμφανίζεται στη διαδρομή της, το «ΜΑΛΕΑΣ», ήταν αγκυροβολημένο στην Ιχθυόσκαλα Πειραιά, αλλά ήταν αδύνατο να εκποιηθεί λόγω δικαστικής υπόθεσης πρώην νομικού συμβούλου και μέλους του Δ.Σ. της εταιρείας, ο οποίος άσκησε αγωγή για οφειλόμενους μισθούς και δέσμευσε το πλοίο. Δεύτερη εκκρεμότητα αφορούσε εγγυητική επιστολή στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και καταθέσεις της εταιρείας στην Bank of America, οι οποίες ήταν δεσμευμένες.
Περισσότερα από δέκα χρόνια μετά, το 1999, και ενώ το θέμα της εκκαθάρισης ακόμα «σερνόταν» χωρίς κανείς να ξέρει τουλάχιστον αρμοδίως πού είναι τα πλοία, η ελληνική πλευρά απέστειλε αίτημα συνδρομής στην ελληνική πρεσβεία της Λιβύης ζητώντας συνάντηση μεταξύ Ελλήνων και Λίβυων εκπροσώπων. Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες μιλούν για ελληνικό κλιμάκιο που έφτασε στο αεροδρόμιο της Τρίπολης της Λιβύης αλλά «του υποδείχθηκε να επιστρέψει πάραυτα».
Για την ιστορία, τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ΕΤΑΝΑΛ ή Εταιρεία Ανάπτυξης Αλιείας, που πρωταγωνίστησε, επίσης, στην όλη ιστορία, ιδρύθηκε το 1968 ως θυγατρική της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ). Το 1972 η διοίκηση και διαχείριση στις Ιχθυόσκαλες του Δημοσίου, το αντικείμενο δηλαδή της ΕΤΑΝΑΛ, ανατέθηκε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, ταυτόχρονα με την εξαγορά από την τελευταία του 75% των μετοχών της ΕΤΑΝΑΛ. Το 2008 το ελληνικό Δημόσιο αγοράζει και πάλι από την τράπεζα το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΤΑΝΑΛ και τον Νοέμβριο του 2011 το εισφέρει στον ΟΚΑΑ ο οποίος και ολοκληρώνει την απορρόφησή της τον Απρίλιο του 2014.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου