Το βράδυ της περασμένης Τετάρτης του Μαρτίου, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Λαϊκής Τράπεζας, της δεύτερης... μεγαλύτερης τράπεζας της Κύπρου, συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα συνεδριάσεων του έκτου ορόφου για τελευταία φορά.
Παραιτήθηκαν όλοι τους με τα πορτραίτα των προέδρων του παρελθόντος να τους κοιτάζουν αφ’ υψηλού. Αυτό κατέστη αναπόφευκτο νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα, όταν καθένα από τα μέλη έλαβε επιστολή που τον ενημέρωνε ότι είχε διοριστεί ένας ειδικός διαχειριστής για να αναλάβει την τράπεζά του και ότι το συμβούλιο διαλύεται.
Μέσα σε λιγότερο από μία ώρα, το ΔΣ ολοκλήρωσε την τελευταία του συνεδρίαση και τα μέλη του αποδέχθηκαν ότι ο θεσμός των 112 χρόνων έφτασε πλέον στο τέλος του. «Ήταν σαν κηδεία», δήλωσε ένα από τα μέλη του ΔΣ.
Ο θάνατος της Λαϊκής, γνωστής και ως Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου, ήταν βάναυσος. Τα μέλη του ΔΣ δήλωσαν ότι πάλεψαν μέχρι τέλους, παρακαλώντας τους πολιτικούς ηγέτες να μην αποδεχθούν το κλείσιμο της τράπεζας ως μέρος της συμφωνίας διάσωσης των 10 δις ευρώ της περασμένης εβδομάδας, η οποία θα γλίτωνε τη χώρα από τη χρεωκοπία.
Η τράπεζα, την οποία μάχονταν να σώσουν τα μέλη του ΔΣ, έχασε €1,8 δις προ φόρων κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2012 και άλλα 4,1 δις ευρώ το προηγούμενο έτος, καθώς το στοίχημα με τα ελληνικά ομόλογα είχε ατυχή κατάληξη, και οι κακές αποφάσεις δανεισμού είχαν το αντίτιμό τους.
«Η Λαϊκή Τράπεζα ήταν μία πολύ καλή τράπεζα για πολλά, πολλά χρόνια», δήλωσε ο Αυξέντης Αυξεντίου, πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Κύπρου.
«Δυστυχώς, ήταν το θύμα πολλών συγκυριών. Πρώτα απ’ όλα, του κουρέματος του ελληνικού δημόσιου χρέους, το οποίο προκάλεσε απώλειες περίπου 2,5 δις ευρώ. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η έκθεση της τράπεζας στα δάνεια που χορηγήθηκαν στην Ελλάδα. Η τρίτη αρνητική συγκυρία ήταν, φυσικά, η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία έπληξε την εταιρεία.»
Η κυβέρνηση διέταξε έρευνα σχετικά με την τραπεζική και οικονομική κρίση της Κύπρου. Η έρευνα, με τη σειρά της, οδήγησε τον υπουργό Οικονομικών της χώρας, Μιχάλη Σαρρή, σε παραίτηση την περασμένη Τρίτη.
Το Reuters επικοινώνησε με πέντε από τα έντεκα μέλη του ΔΣ της Λαϊκής που αποχώρησαν πρόσφατα. Όλοι τους ζήτησαν να παραμείνουν ανώνυμοι, καθότι επιθυμούσαν να μιλήσουν πιο ελεύθερα για τα ευαίσθητα αυτά ζητήματα.
Η ΑΡΧΗ
Το πρώτο σημαντικό πλήγμα για τη Λαϊκή ήρθε το 2011, όταν η Ευρώπη συμφώνησε στην πρωτοφανή αναδιάρθρωση των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Η Λαϊκή είχε στην κατοχή της συνολικά 3,1 δις ευρώ κρατικών ομολόγων και τελικά υπέστη απώλειες της τάξης των 2,3 δις ευρώ.
Μετά τη συγχώνευσή της με την ελληνική Marfin το 2007 και, πλέον, υπό ελληνική διαχείριση, η Λαϊκή «έχτισε» σημαντική θέση το 2009 σε ελληνικά κρατικά ομόλογα, τα οποία προσέφεραν ελκυστικά επιτόκια.
Οι τελικές απώλειες αποτέλεσαν καταστροφικό πλήγμα για μία τράπεζα η οποία ξεκίνησε το 2011 με συνολικά ίδια κεφάλαια αξίας μόλις 3,6 δις ευρώ. Ωστόσο, πέρασε σχεδόν ένας χρόνος μέχρι τη διάσωση της Λαϊκής, αφότου είχε αποτύχει παταγωδώς στα τεστ αντοχής που της επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή το 2011 και αφότου είχε αποτύχει να προσελκύσει ιδιωτικά κεφάλαια.
Τον Ιούνιο του 2012, χορηγήθηκε διάσωση ύψους 1,8 δις ευρώ στη Λαϊκή από το κράτος, δίνοντας στην κυπριακή κυβέρνηση ποσοστό συμμετοχής 84 τοις εκατό. Διορίστηκαν επτά νέοι σύμβουλοι από τον Υπουργό Οικονομικών, και το διοικητικό συμβούλιο ήταν επιφορτισμένο με τη σύνταξη ενός επιχειρηματικού σχεδίου που θα έπειθε την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι η τράπεζα θα μπορούσε και πάλι να είναι βιώσιμη.
Οι νέοι σύμβουλοι γνώριζαν καλά την τραγωδία με τα ελληνικά ομόλογα, καθώς επίσης και τις αμφισβητήσιμες πρακτικές δανεισμού.
Μία ελληνική κοινοβουλευτική έρευνα είχε επιστήσει την προσοχή στις «σοβαρές συγκρούσεις συμφερόντων» σχετικά με την ελληνική δραστηριότητα της Λαϊκής. Η τράπεζα είχε δανείσει χρήματα σε μία κοινότητα Ελλήνων μοναχών οι οποίοι εμπλέκονταν σε αγοραπωλησίες γης, αλλά και σε άλλους, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τα χρήματα για να στηρίξουν την αγορά μετοχών από τον όμιλο Marfin Investment Group, μία εταιρεία συνδεδεμένη με τη Λαϊκή μέσω του κοινού τους προέδρου, Ανδρέα Βγενόπουλου, μέχρι το Νοέμβριο του 2011. Ο Βγενόπουλος αρνήθηκε οποιαδήποτε αδικοπραγία.
Το διοικητικό συμβούλιο αιφνιδιάστηκε από το μέγεθος του προβλήματος της Λαϊκής. «Ανακάλυψα πράγματα που δεν περίμενα να ανακαλύψω», δήλωσε μία πηγή του ΔΣ, περιγράφοντας το πώς η τράπεζα βασιζόταν ήδη στην κεντρική τράπεζα της Κύπρου για περισσότερα από 9 δις ευρώ από το Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης τα οποία έπρεπε να ανανεωθούν μετά από ένα δεκαπενθήμερο.
Η προτεραιότητα ήταν να διοριστούν σύμβουλοι για να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός σχεδίου ώστε η Λαϊκή να μειώσει τις δαπάνες της, να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία, να ανακεφαλαιοποιηθεί και να «περιφράξει» τις ελληνικές της δραστηριότητες ώστε να απορροφηθούν οποιοιδήποτε κραδασμοί από τον δανεισμό των €11,8 δις και να μην πληγεί η κυπριακή μητρική εταιρεία.
Στο τέλος του Ιουνίου, διόρισαν την KPMG, η οποία κατάρτισε ένα σχέδιο το οποίο έκανε έκκληση για πώληση περιουσιακών στοιχείων, μείωση δαπανών και την τοποθέτηση των επισφαλών δανείων σε εταιρεία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού.
Η Λαϊκή προετοιμαζόταν επίσης να αναγκάσει σε απώλειες τους ανθρώπους που είχαν αγοράσει «προνομιούχα» ομόλογα, μία παραδοσιακά ασφαλή επένδυση που είχε μέχρι στιγμής αποφύγει τυχόν χτυπήματα από την τραπεζική κρίση. Η επιβολή απωλειών στους καταθέτες, η αμφισβητούμενη στρατηγική που περιλήφθηκε στο πακέτο διάσωσης της Κύπρου, δεν λήφθηκε υπόψη. «Κανείς δεν είχε ιδέα ότι θα μπορούσαν να επηρεαστούν οι καταθέτες», δήλωσε ένα μέλος του ΔΣ.
Στα τέλη του Αυγούστου, το σχέδιο υποβλήθηκε στις αρμόδιες αρχές. Περίπου την ίδια εποχή, ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Χρίστος Στυλιανίδης, που είχε περάσει πολλά χρόνια στην υπηρεσία της Λαϊκής, εργαζόμενος κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Κύπρο προτού αναλάβει την κορυφαία θέση το Δεκέμβριο του 2011, έλλειψε με αναρρωτική άδεια.
Ως προσωρινό αντικαταστάτη, το ΔΣ επέλεξε τον Τάκη Φειδία, τον τότε επικεφαλής του βραχίονα ασφαλειών της Λαϊκής. Περίπου 500 υπάλληλοι απολύθηκαν στην Ελλάδα, άλλοι 120 στην Κύπρο, οι μισθοί μειώθηκαν, η χρήση των κινητών τηλεφώνων περιορίστηκε, και η τράπεζα επαναδιαπραγματεύθηκε τα μισθώματα των ενοικίων της.
Ξεκίνησαν οι πωλήσεις των περιουσιακών στοιχείων, όπως και οι συζητήσεις για την πώληση του μεριδίου 50 τοις εκατό της Λαϊκής στην ρωσική τράπεζα Rossiysky Promyishlenny Bank.
Στην αρχή, ήταν διατεθειμένοι να πουλήσουν με έκπτωση 9 τοις εκατό, στοχεύοντας δάνεια στη Σερβία και την Ουκρανία, και μέρος ενός χαρτοφυλακίου ναυτιλιακών δανείων αξίας 2 δις στην Ελλάδα, αλλά δεν ήταν αρκετά, και άρχισαν να πωλούν με έκπτωση 15 τοις εκατό στις αρχές του 2013.
Ο Στυλιανίδης, επιστρέφοντας από την από την αναρρωτική του άδεια, συγκρούστηκε με το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ήθελε να παραιτηθεί ο τελευταίος, ώστε να μπορέσει η τράπεζα να κάνει μια νέα αρχή.
ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΛΛΑΖΟΥΝ
Εκτός τράπεζας, τα δεδομένα είχαν αρχίσει να αλλάζουν από τον Οκτώβριο.
Εκτός από τις ανησυχίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα μίας κακής τράπεζας, η Τρόικα –η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα- ανησυχούσαν επίσης για το αν η Κύπρος θα ήταν σε θέση να «πληρώσει το λογαριασμό» για την κακή τράπεζα.
Η κακή τράπεζα αποτελούσε, ωστόσο, κρίσιμο σημείο του σχεδίου της KPMG, έτσι η Λαϊκή προχώρησε στο Σχέδιο Β’. Η ιδέα ήταν να τοποθετηθεί η «υγιής» κυπριακή τράπεζα σε μία νέα θυγατρική ή οποία θα μπορούσε να πωληθεί μόλις απελευθερωθεί από τη μεγάλη σκιά που την κάλυπτε από την Ελλάδα, η οποία επρόκειτο να παραμείνει στην κύρια εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου της τράπεζας.
«Δεν επρόκειτο για ένα σχέδιο καλής και κακής τράπεζας», δήλωσε μέλος του ΔΣ, «Σκοπεύαμε να επικεντρωθούμε στην αναδιάρθρωση».
Το Δεκέμβριο του 2012, η Λαϊκή προσέλαβε την εταιρεία συμβούλων Alvarez & Marsal, οι οποίοι εργάζονταν σε συνεργασία με την κεντρική τράπεζα• η Λαϊκή θεώρησε ότι, προσλαμβάνοντας τους ίδιους συμβούλους, θα ενίσχυε έτσι τις πιθανότητες επιτυχίας του σχεδίου.
Καθώς προωθήθηκε το Σχέδιο B, η Λαϊκή αντιμετώπιζε αυξανόμενες δυσκολίες. Οι ειδήσεις για τα πιθανά «κουρέματα» στους καταθέτες, προέτρεπαν ήδη τους ανθρώπους να αποσύρουν τα μετρητά τους.
Αυτό άφηνε τη Λαϊκή να εξαρτάται όλο και περισσότερο από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας, γνωστού και ως ELA.
«Ο ELA ήταν ένας συνεχής αγώνας, κάθε δεκαπέντε ημέρες μας ζητούσαν και περισσότερα περιουσιακά στοιχεία (ως εγγύηση)», δήλωσε τραπεζική πηγή. Η τράπεζα υποσχέθηκε κάθε κτίριο που της άνηκε, μαζί με παρτίδες δανείων και ομολόγων.
Η διάσωση 1,8 δις ευρώ του Ιουνίου βοήθησε ελάχιστα, δεδομένου ότι έγινε μέσω ενός κρατικού ομολόγου το οποίο δεν ήταν δεκτό από την κεντρική τράπεζα, η οποία απαιτούσε έγκριση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει.
Καθώς η Λαϊκή αναζητούσε νέες εγγυήσεις, η αξία των περιουσιακών στοιχείων που είχε ήδη χρησιμοποιήσει, μειωνόταν περαιτέρω. «Μπορούσες να δεις το συνολικό ποσό να μειώνεται, καθώς επιδεινώνονταν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια», δήλωσε τραπεζική πηγή.
Εν τέλει, η Λαϊκή υποσχέθηκε περί τα 20 δις ευρώ εγγυήσεων για να αντλήσει 9,95 δις ευρώ μετρητών από την κεντρική τράπεζα.
Οι εκλογές στην Κύπρο το Φεβρουάριο αποτέλεσαν σημείο καμπής. Πριν από τις εκλογές, η ΕΚΤ είχε δει ότι η Λαϊκή ήταν όλο και πιο ευάλωτη, αλλά της είχε επιτρέψει να αντλεί από τον μηχανισμό ELA. Τώρα, με τη νέα κυβέρνηση, η ΕΚΤ απαιτούσε δράση, και γρήγορα.
Η ΤΕΛΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Την Παρασκευή, 15 Μαρτίου, ο υπουργός Οικονομικών Μιχάλης Σαρρής, ταξίδεψε στις Βρυξέλλες για να διαπραγματευτεί μία συμφωνία διάσωσης για το ταραγμένο νησί.
Η συμφωνία που προέκυψε κατά τις πρωινές ώρες της 16ης Μαρτίου προκάλεσε σοκ. Η Κύπρος απαιτούταν να συλλέξει τα 5,8 δις ευρώ που χρειαζόταν, με την επιβολή φόρου στις καταθέσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός φόρου 6,75 τοις εκατό στις μικρές αποταμιεύσεις οι οποίες ήταν ρητά ασφαλισμένες.
Το ΔΣ της Λαϊκής άρχισε να συνεδριάζει σχεδόν καθημερινά, κάτι που αποτέλεσε εντατικοποίηση, ακόμα και για ένα σώμα που είχε συνεδριάσει περίπου 100 φορές από τον Ιούνιο.
Η επόμενη «βόμβα» έσκασε πολύ γρήγορα. Τη Δευτέρα, 18 Μαρτίου, τέσσερις εκπρόσωποι της Λαϊκής κλήθηκαν στην Κεντρική Τράπεζα.
Εκεί, τους συνάντησαν και εκπρόσωποι από τις άλλες δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Κύπρου, την Τράπεζα της Κύπρου και την Ελληνική.
Στις τράπεζες δόθηκε ένα έγγραφο δυόμιση σελίδων, που εξετάστηκε και από το Reuters, το οποίο ανέφερε λεπτομερώς τους όρους της πώλησης των ελληνικών δραστηριοτήτων τους σε μία, μέχρι τώρα, άγνωστη ελληνική τράπεζα.
Τους ζητήθηκε να μεταφέρουν το έγγραφο στα διοικητικά τους συμβούλια για έγκριση, αλλά τα μέλη του ΔΣ διαμαρτυρήθηκαν αμέσως για την ασάφεια των όρων, και την έλλειψη συμμετοχής του ΔΣ, καθώς και τη δέουσα επιμέλεια.
Το έγγραφο ζητούσε από το ΔΣ της Λαϊκής να επιβεβαιώσει τη συμφωνία που είχε επιτευχθεί «χωρίς εξαναγκασμό». Όταν οι εκπρόσωποι της τράπεζας εξέφρασαν τις ανησυχίες τους, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Πανίκος Δημητριάδης, είπε στη Λαϊκή ότι ο μέτοχός της, δηλ. η κυβέρνηση, περίμενε από το διοικητικό συμβούλιο να υπογράψει.
Τα μέλη του ΔΣ πίστευαν ότι η συμφωνία σήμαινε ότι η Λαϊκή Ελλάδας, η οποία προβλεπόταν από μία αναθεώρηση της κεντρικής τράπεζας ότι θα χάσει 7,4 δις ευρώ μεταξύ Ιουνίου 2012 και Ιουνίου 2015, θα έπρεπε να ανακεφαλαιοποιηθεί με περίπου 2,8 δις ευρώ προτού πωληθεί.
«Στο ΔΣ, επικράτησε έκπληξη σε συνδυασμό με απογοήτευση. Η συμφωνία ήταν προφανώς πολύ δυσμενής για την τράπεζα», δήλωσε ένα μέλος του ΔΣ. Το ΔΣ πίστευε ότι θα μπορούσε να καταλήξει σε καλύτερη συμφωνία αν είχαν πωληθεί τα υποκαταστήματα με το συνηθισμένο τρόπο, μέσω ανταγωνιστικών προσφορών.
Η Λαϊκή αρνήθηκε να υπογράψει, κι έτσι ο Δημητριάδης υπέγραψε εκ μέρους της. Η Κεντρική Τράπεζα δεν ανταποκρίθηκε στα σχετικά, με αυτό το θέμα, ερωτήματα.
Η πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων, συρρίκνωσε τη Λαϊκή και αφαίρεσε τον κίνδυνο για περαιτέρω απώλειες από τα ελληνικά δάνεια, ωστόσο το ΔΣ ένιωθε ότι η θέση της τράπεζας είχε επιδεινωθεί σημαντικά από τη συμφωνία.
Πλέον, οι συνεδριάσεις του ΔΣ κρατούσαν συχνά μέχρι τα μεσάνυχτα. Εστάλησαν απεσταλμένοι στη Ρωσία για να συζητήσουν μία συμφωνία εξαγοράς. Οι συζητήσεις απέτυχαν.
Το βράδυ της Πέμπτης της 21ης Μαρτίου, οι εργαζόμενοι της Λαϊκής ξεκίνησαν διαμαρτυρία στη Λευκωσία, αφότου άκουσαν ότι η τράπεζα επρόκειτο να τεθεί υπό καθεστώς «εξυγίανσης», το οποίο θα την χώριζε σε «καλή» τράπεζα με τα υγιή δάνεια και τις μικρές καταθέσεις, και σε «κακή» τράπεζα στην οποία θα πραγματοποιούταν σταδιακή εκκαθάριση. Ορισμένοι από τους συμβούλους έμαθαν τα νέα από τους τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς.
«Κανείς δε μας εξήγησε ποτέ γιατί πάμε για εκκαθάριση», δήλωσε πηγή της Λαϊκής.
Πλέον, η Κύπρος είχε μόνο τρεις μέρες για να καταρτίσει σχέδιο αναδιάρθρωσης της τράπεζας, το οποίο θα κέρδιζε την έγκριση της τρόικας, θα εξασφάλιζε τη διάσωση του κράτους, και θα απέτρεπε την ΕΚΤ από το να τηρήσει την απειλή της για διακοπή των κεφαλαίων έκτακτης ανάγκης.
Το σχέδιο υπαγορεύει, όπως συμφωνήθηκε τελικά, ότι όλα τα «καλά» μέρη της Λαϊκής θα ομαδοποιηθούν στην Τράπεζα της Κύπρου, το μεγαλύτερο δανειστή του νησιού, ενώ οι καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ και τα επισφαλή δάνεια θα εκκαθαριστούν σταδιακά από έναν ειδικό διαχειριστή.
Το brand της Λαϊκής, το πιθανότερο είναι να «πεταχτεί στα σκουπίδια», και οι 8.400 εργαζόμενοι της τράπεζας αντιμετωπίζουν ένα αβέβαιο μέλλον. Όπως το έθεσε και ένα από τα μέλη του ΔΣ: «Όλοι γνώριζαν ότι η τράπεζα είχε προβλήματα, αλλά κανείς δεν φαντάστηκε ότι θα φτάναμε σε τέτοιο σημείο.»
banksnews
Παραιτήθηκαν όλοι τους με τα πορτραίτα των προέδρων του παρελθόντος να τους κοιτάζουν αφ’ υψηλού. Αυτό κατέστη αναπόφευκτο νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα, όταν καθένα από τα μέλη έλαβε επιστολή που τον ενημέρωνε ότι είχε διοριστεί ένας ειδικός διαχειριστής για να αναλάβει την τράπεζά του και ότι το συμβούλιο διαλύεται.
Μέσα σε λιγότερο από μία ώρα, το ΔΣ ολοκλήρωσε την τελευταία του συνεδρίαση και τα μέλη του αποδέχθηκαν ότι ο θεσμός των 112 χρόνων έφτασε πλέον στο τέλος του. «Ήταν σαν κηδεία», δήλωσε ένα από τα μέλη του ΔΣ.
Ο θάνατος της Λαϊκής, γνωστής και ως Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου, ήταν βάναυσος. Τα μέλη του ΔΣ δήλωσαν ότι πάλεψαν μέχρι τέλους, παρακαλώντας τους πολιτικούς ηγέτες να μην αποδεχθούν το κλείσιμο της τράπεζας ως μέρος της συμφωνίας διάσωσης των 10 δις ευρώ της περασμένης εβδομάδας, η οποία θα γλίτωνε τη χώρα από τη χρεωκοπία.
Η τράπεζα, την οποία μάχονταν να σώσουν τα μέλη του ΔΣ, έχασε €1,8 δις προ φόρων κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2012 και άλλα 4,1 δις ευρώ το προηγούμενο έτος, καθώς το στοίχημα με τα ελληνικά ομόλογα είχε ατυχή κατάληξη, και οι κακές αποφάσεις δανεισμού είχαν το αντίτιμό τους.
«Η Λαϊκή Τράπεζα ήταν μία πολύ καλή τράπεζα για πολλά, πολλά χρόνια», δήλωσε ο Αυξέντης Αυξεντίου, πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Κύπρου.
«Δυστυχώς, ήταν το θύμα πολλών συγκυριών. Πρώτα απ’ όλα, του κουρέματος του ελληνικού δημόσιου χρέους, το οποίο προκάλεσε απώλειες περίπου 2,5 δις ευρώ. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η έκθεση της τράπεζας στα δάνεια που χορηγήθηκαν στην Ελλάδα. Η τρίτη αρνητική συγκυρία ήταν, φυσικά, η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία έπληξε την εταιρεία.»
Η κυβέρνηση διέταξε έρευνα σχετικά με την τραπεζική και οικονομική κρίση της Κύπρου. Η έρευνα, με τη σειρά της, οδήγησε τον υπουργό Οικονομικών της χώρας, Μιχάλη Σαρρή, σε παραίτηση την περασμένη Τρίτη.
Το Reuters επικοινώνησε με πέντε από τα έντεκα μέλη του ΔΣ της Λαϊκής που αποχώρησαν πρόσφατα. Όλοι τους ζήτησαν να παραμείνουν ανώνυμοι, καθότι επιθυμούσαν να μιλήσουν πιο ελεύθερα για τα ευαίσθητα αυτά ζητήματα.
Η ΑΡΧΗ
Το πρώτο σημαντικό πλήγμα για τη Λαϊκή ήρθε το 2011, όταν η Ευρώπη συμφώνησε στην πρωτοφανή αναδιάρθρωση των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Η Λαϊκή είχε στην κατοχή της συνολικά 3,1 δις ευρώ κρατικών ομολόγων και τελικά υπέστη απώλειες της τάξης των 2,3 δις ευρώ.
Μετά τη συγχώνευσή της με την ελληνική Marfin το 2007 και, πλέον, υπό ελληνική διαχείριση, η Λαϊκή «έχτισε» σημαντική θέση το 2009 σε ελληνικά κρατικά ομόλογα, τα οποία προσέφεραν ελκυστικά επιτόκια.
Οι τελικές απώλειες αποτέλεσαν καταστροφικό πλήγμα για μία τράπεζα η οποία ξεκίνησε το 2011 με συνολικά ίδια κεφάλαια αξίας μόλις 3,6 δις ευρώ. Ωστόσο, πέρασε σχεδόν ένας χρόνος μέχρι τη διάσωση της Λαϊκής, αφότου είχε αποτύχει παταγωδώς στα τεστ αντοχής που της επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή το 2011 και αφότου είχε αποτύχει να προσελκύσει ιδιωτικά κεφάλαια.
Τον Ιούνιο του 2012, χορηγήθηκε διάσωση ύψους 1,8 δις ευρώ στη Λαϊκή από το κράτος, δίνοντας στην κυπριακή κυβέρνηση ποσοστό συμμετοχής 84 τοις εκατό. Διορίστηκαν επτά νέοι σύμβουλοι από τον Υπουργό Οικονομικών, και το διοικητικό συμβούλιο ήταν επιφορτισμένο με τη σύνταξη ενός επιχειρηματικού σχεδίου που θα έπειθε την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι η τράπεζα θα μπορούσε και πάλι να είναι βιώσιμη.
Οι νέοι σύμβουλοι γνώριζαν καλά την τραγωδία με τα ελληνικά ομόλογα, καθώς επίσης και τις αμφισβητήσιμες πρακτικές δανεισμού.
Μία ελληνική κοινοβουλευτική έρευνα είχε επιστήσει την προσοχή στις «σοβαρές συγκρούσεις συμφερόντων» σχετικά με την ελληνική δραστηριότητα της Λαϊκής. Η τράπεζα είχε δανείσει χρήματα σε μία κοινότητα Ελλήνων μοναχών οι οποίοι εμπλέκονταν σε αγοραπωλησίες γης, αλλά και σε άλλους, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τα χρήματα για να στηρίξουν την αγορά μετοχών από τον όμιλο Marfin Investment Group, μία εταιρεία συνδεδεμένη με τη Λαϊκή μέσω του κοινού τους προέδρου, Ανδρέα Βγενόπουλου, μέχρι το Νοέμβριο του 2011. Ο Βγενόπουλος αρνήθηκε οποιαδήποτε αδικοπραγία.
Το διοικητικό συμβούλιο αιφνιδιάστηκε από το μέγεθος του προβλήματος της Λαϊκής. «Ανακάλυψα πράγματα που δεν περίμενα να ανακαλύψω», δήλωσε μία πηγή του ΔΣ, περιγράφοντας το πώς η τράπεζα βασιζόταν ήδη στην κεντρική τράπεζα της Κύπρου για περισσότερα από 9 δις ευρώ από το Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης τα οποία έπρεπε να ανανεωθούν μετά από ένα δεκαπενθήμερο.
Η προτεραιότητα ήταν να διοριστούν σύμβουλοι για να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός σχεδίου ώστε η Λαϊκή να μειώσει τις δαπάνες της, να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία, να ανακεφαλαιοποιηθεί και να «περιφράξει» τις ελληνικές της δραστηριότητες ώστε να απορροφηθούν οποιοιδήποτε κραδασμοί από τον δανεισμό των €11,8 δις και να μην πληγεί η κυπριακή μητρική εταιρεία.
Στο τέλος του Ιουνίου, διόρισαν την KPMG, η οποία κατάρτισε ένα σχέδιο το οποίο έκανε έκκληση για πώληση περιουσιακών στοιχείων, μείωση δαπανών και την τοποθέτηση των επισφαλών δανείων σε εταιρεία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού.
Η Λαϊκή προετοιμαζόταν επίσης να αναγκάσει σε απώλειες τους ανθρώπους που είχαν αγοράσει «προνομιούχα» ομόλογα, μία παραδοσιακά ασφαλή επένδυση που είχε μέχρι στιγμής αποφύγει τυχόν χτυπήματα από την τραπεζική κρίση. Η επιβολή απωλειών στους καταθέτες, η αμφισβητούμενη στρατηγική που περιλήφθηκε στο πακέτο διάσωσης της Κύπρου, δεν λήφθηκε υπόψη. «Κανείς δεν είχε ιδέα ότι θα μπορούσαν να επηρεαστούν οι καταθέτες», δήλωσε ένα μέλος του ΔΣ.
Στα τέλη του Αυγούστου, το σχέδιο υποβλήθηκε στις αρμόδιες αρχές. Περίπου την ίδια εποχή, ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Χρίστος Στυλιανίδης, που είχε περάσει πολλά χρόνια στην υπηρεσία της Λαϊκής, εργαζόμενος κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Κύπρο προτού αναλάβει την κορυφαία θέση το Δεκέμβριο του 2011, έλλειψε με αναρρωτική άδεια.
Ως προσωρινό αντικαταστάτη, το ΔΣ επέλεξε τον Τάκη Φειδία, τον τότε επικεφαλής του βραχίονα ασφαλειών της Λαϊκής. Περίπου 500 υπάλληλοι απολύθηκαν στην Ελλάδα, άλλοι 120 στην Κύπρο, οι μισθοί μειώθηκαν, η χρήση των κινητών τηλεφώνων περιορίστηκε, και η τράπεζα επαναδιαπραγματεύθηκε τα μισθώματα των ενοικίων της.
Ξεκίνησαν οι πωλήσεις των περιουσιακών στοιχείων, όπως και οι συζητήσεις για την πώληση του μεριδίου 50 τοις εκατό της Λαϊκής στην ρωσική τράπεζα Rossiysky Promyishlenny Bank.
Στην αρχή, ήταν διατεθειμένοι να πουλήσουν με έκπτωση 9 τοις εκατό, στοχεύοντας δάνεια στη Σερβία και την Ουκρανία, και μέρος ενός χαρτοφυλακίου ναυτιλιακών δανείων αξίας 2 δις στην Ελλάδα, αλλά δεν ήταν αρκετά, και άρχισαν να πωλούν με έκπτωση 15 τοις εκατό στις αρχές του 2013.
Ο Στυλιανίδης, επιστρέφοντας από την από την αναρρωτική του άδεια, συγκρούστηκε με το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ήθελε να παραιτηθεί ο τελευταίος, ώστε να μπορέσει η τράπεζα να κάνει μια νέα αρχή.
ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΛΛΑΖΟΥΝ
Εκτός τράπεζας, τα δεδομένα είχαν αρχίσει να αλλάζουν από τον Οκτώβριο.
Εκτός από τις ανησυχίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα μίας κακής τράπεζας, η Τρόικα –η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα- ανησυχούσαν επίσης για το αν η Κύπρος θα ήταν σε θέση να «πληρώσει το λογαριασμό» για την κακή τράπεζα.
Η κακή τράπεζα αποτελούσε, ωστόσο, κρίσιμο σημείο του σχεδίου της KPMG, έτσι η Λαϊκή προχώρησε στο Σχέδιο Β’. Η ιδέα ήταν να τοποθετηθεί η «υγιής» κυπριακή τράπεζα σε μία νέα θυγατρική ή οποία θα μπορούσε να πωληθεί μόλις απελευθερωθεί από τη μεγάλη σκιά που την κάλυπτε από την Ελλάδα, η οποία επρόκειτο να παραμείνει στην κύρια εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου της τράπεζας.
«Δεν επρόκειτο για ένα σχέδιο καλής και κακής τράπεζας», δήλωσε μέλος του ΔΣ, «Σκοπεύαμε να επικεντρωθούμε στην αναδιάρθρωση».
Το Δεκέμβριο του 2012, η Λαϊκή προσέλαβε την εταιρεία συμβούλων Alvarez & Marsal, οι οποίοι εργάζονταν σε συνεργασία με την κεντρική τράπεζα• η Λαϊκή θεώρησε ότι, προσλαμβάνοντας τους ίδιους συμβούλους, θα ενίσχυε έτσι τις πιθανότητες επιτυχίας του σχεδίου.
Καθώς προωθήθηκε το Σχέδιο B, η Λαϊκή αντιμετώπιζε αυξανόμενες δυσκολίες. Οι ειδήσεις για τα πιθανά «κουρέματα» στους καταθέτες, προέτρεπαν ήδη τους ανθρώπους να αποσύρουν τα μετρητά τους.
Αυτό άφηνε τη Λαϊκή να εξαρτάται όλο και περισσότερο από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας, γνωστού και ως ELA.
«Ο ELA ήταν ένας συνεχής αγώνας, κάθε δεκαπέντε ημέρες μας ζητούσαν και περισσότερα περιουσιακά στοιχεία (ως εγγύηση)», δήλωσε τραπεζική πηγή. Η τράπεζα υποσχέθηκε κάθε κτίριο που της άνηκε, μαζί με παρτίδες δανείων και ομολόγων.
Η διάσωση 1,8 δις ευρώ του Ιουνίου βοήθησε ελάχιστα, δεδομένου ότι έγινε μέσω ενός κρατικού ομολόγου το οποίο δεν ήταν δεκτό από την κεντρική τράπεζα, η οποία απαιτούσε έγκριση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει.
Καθώς η Λαϊκή αναζητούσε νέες εγγυήσεις, η αξία των περιουσιακών στοιχείων που είχε ήδη χρησιμοποιήσει, μειωνόταν περαιτέρω. «Μπορούσες να δεις το συνολικό ποσό να μειώνεται, καθώς επιδεινώνονταν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια», δήλωσε τραπεζική πηγή.
Εν τέλει, η Λαϊκή υποσχέθηκε περί τα 20 δις ευρώ εγγυήσεων για να αντλήσει 9,95 δις ευρώ μετρητών από την κεντρική τράπεζα.
Οι εκλογές στην Κύπρο το Φεβρουάριο αποτέλεσαν σημείο καμπής. Πριν από τις εκλογές, η ΕΚΤ είχε δει ότι η Λαϊκή ήταν όλο και πιο ευάλωτη, αλλά της είχε επιτρέψει να αντλεί από τον μηχανισμό ELA. Τώρα, με τη νέα κυβέρνηση, η ΕΚΤ απαιτούσε δράση, και γρήγορα.
Η ΤΕΛΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Την Παρασκευή, 15 Μαρτίου, ο υπουργός Οικονομικών Μιχάλης Σαρρής, ταξίδεψε στις Βρυξέλλες για να διαπραγματευτεί μία συμφωνία διάσωσης για το ταραγμένο νησί.
Η συμφωνία που προέκυψε κατά τις πρωινές ώρες της 16ης Μαρτίου προκάλεσε σοκ. Η Κύπρος απαιτούταν να συλλέξει τα 5,8 δις ευρώ που χρειαζόταν, με την επιβολή φόρου στις καταθέσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός φόρου 6,75 τοις εκατό στις μικρές αποταμιεύσεις οι οποίες ήταν ρητά ασφαλισμένες.
Το ΔΣ της Λαϊκής άρχισε να συνεδριάζει σχεδόν καθημερινά, κάτι που αποτέλεσε εντατικοποίηση, ακόμα και για ένα σώμα που είχε συνεδριάσει περίπου 100 φορές από τον Ιούνιο.
Η επόμενη «βόμβα» έσκασε πολύ γρήγορα. Τη Δευτέρα, 18 Μαρτίου, τέσσερις εκπρόσωποι της Λαϊκής κλήθηκαν στην Κεντρική Τράπεζα.
Εκεί, τους συνάντησαν και εκπρόσωποι από τις άλλες δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Κύπρου, την Τράπεζα της Κύπρου και την Ελληνική.
Στις τράπεζες δόθηκε ένα έγγραφο δυόμιση σελίδων, που εξετάστηκε και από το Reuters, το οποίο ανέφερε λεπτομερώς τους όρους της πώλησης των ελληνικών δραστηριοτήτων τους σε μία, μέχρι τώρα, άγνωστη ελληνική τράπεζα.
Τους ζητήθηκε να μεταφέρουν το έγγραφο στα διοικητικά τους συμβούλια για έγκριση, αλλά τα μέλη του ΔΣ διαμαρτυρήθηκαν αμέσως για την ασάφεια των όρων, και την έλλειψη συμμετοχής του ΔΣ, καθώς και τη δέουσα επιμέλεια.
Το έγγραφο ζητούσε από το ΔΣ της Λαϊκής να επιβεβαιώσει τη συμφωνία που είχε επιτευχθεί «χωρίς εξαναγκασμό». Όταν οι εκπρόσωποι της τράπεζας εξέφρασαν τις ανησυχίες τους, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Πανίκος Δημητριάδης, είπε στη Λαϊκή ότι ο μέτοχός της, δηλ. η κυβέρνηση, περίμενε από το διοικητικό συμβούλιο να υπογράψει.
Τα μέλη του ΔΣ πίστευαν ότι η συμφωνία σήμαινε ότι η Λαϊκή Ελλάδας, η οποία προβλεπόταν από μία αναθεώρηση της κεντρικής τράπεζας ότι θα χάσει 7,4 δις ευρώ μεταξύ Ιουνίου 2012 και Ιουνίου 2015, θα έπρεπε να ανακεφαλαιοποιηθεί με περίπου 2,8 δις ευρώ προτού πωληθεί.
«Στο ΔΣ, επικράτησε έκπληξη σε συνδυασμό με απογοήτευση. Η συμφωνία ήταν προφανώς πολύ δυσμενής για την τράπεζα», δήλωσε ένα μέλος του ΔΣ. Το ΔΣ πίστευε ότι θα μπορούσε να καταλήξει σε καλύτερη συμφωνία αν είχαν πωληθεί τα υποκαταστήματα με το συνηθισμένο τρόπο, μέσω ανταγωνιστικών προσφορών.
Η Λαϊκή αρνήθηκε να υπογράψει, κι έτσι ο Δημητριάδης υπέγραψε εκ μέρους της. Η Κεντρική Τράπεζα δεν ανταποκρίθηκε στα σχετικά, με αυτό το θέμα, ερωτήματα.
Η πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων, συρρίκνωσε τη Λαϊκή και αφαίρεσε τον κίνδυνο για περαιτέρω απώλειες από τα ελληνικά δάνεια, ωστόσο το ΔΣ ένιωθε ότι η θέση της τράπεζας είχε επιδεινωθεί σημαντικά από τη συμφωνία.
Πλέον, οι συνεδριάσεις του ΔΣ κρατούσαν συχνά μέχρι τα μεσάνυχτα. Εστάλησαν απεσταλμένοι στη Ρωσία για να συζητήσουν μία συμφωνία εξαγοράς. Οι συζητήσεις απέτυχαν.
Το βράδυ της Πέμπτης της 21ης Μαρτίου, οι εργαζόμενοι της Λαϊκής ξεκίνησαν διαμαρτυρία στη Λευκωσία, αφότου άκουσαν ότι η τράπεζα επρόκειτο να τεθεί υπό καθεστώς «εξυγίανσης», το οποίο θα την χώριζε σε «καλή» τράπεζα με τα υγιή δάνεια και τις μικρές καταθέσεις, και σε «κακή» τράπεζα στην οποία θα πραγματοποιούταν σταδιακή εκκαθάριση. Ορισμένοι από τους συμβούλους έμαθαν τα νέα από τους τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς.
«Κανείς δε μας εξήγησε ποτέ γιατί πάμε για εκκαθάριση», δήλωσε πηγή της Λαϊκής.
Πλέον, η Κύπρος είχε μόνο τρεις μέρες για να καταρτίσει σχέδιο αναδιάρθρωσης της τράπεζας, το οποίο θα κέρδιζε την έγκριση της τρόικας, θα εξασφάλιζε τη διάσωση του κράτους, και θα απέτρεπε την ΕΚΤ από το να τηρήσει την απειλή της για διακοπή των κεφαλαίων έκτακτης ανάγκης.
Το σχέδιο υπαγορεύει, όπως συμφωνήθηκε τελικά, ότι όλα τα «καλά» μέρη της Λαϊκής θα ομαδοποιηθούν στην Τράπεζα της Κύπρου, το μεγαλύτερο δανειστή του νησιού, ενώ οι καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ και τα επισφαλή δάνεια θα εκκαθαριστούν σταδιακά από έναν ειδικό διαχειριστή.
Το brand της Λαϊκής, το πιθανότερο είναι να «πεταχτεί στα σκουπίδια», και οι 8.400 εργαζόμενοι της τράπεζας αντιμετωπίζουν ένα αβέβαιο μέλλον. Όπως το έθεσε και ένα από τα μέλη του ΔΣ: «Όλοι γνώριζαν ότι η τράπεζα είχε προβλήματα, αλλά κανείς δεν φαντάστηκε ότι θα φτάναμε σε τέτοιο σημείο.»
banksnews
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου