Σύμφωνα με κείμενο αγωγής, ζημιωθέντων ασφαλισμένων στην Ασπίς που δημοσιεύει «Το Βήμα», η αδιαφορία του υπουργείου Ανάπτυξης και, στην συνέχεια της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠΕΙΑ) παρά το πλήθος των έγγραφων καταγγελιών την οικονομική κατάσταση της ΑΣΠΙΣ, ήταν η αιτία καταστραφούν οικονομικά οι εκατοντάδες χιλιάδες ασφαλισμένοι.
«Το υπουργείο Ανάπτυξης “επιμελείτο” με διάφορους τρόπους να καλύπτει τη δεινή οικονομική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η εταιρία και στις περισσότερες περιπτώσεις με τα ανακριβή πιστοποιητικά φερεγγυότητας, τα οποία εξέδιδε, παραποιούνταν και αλλοιώνονταν τα οικονομικά αποτελέσματα, με αποτέλεσμα να εξαπατηθούν και να παγιδευτούν σωρεία πελατών της» σημειώνουν.
Η απάτη των ASPIS BONDS
Το 2003 υπηρεσιακό έγγραφο προς την ΑΣΠΙΣ ενημέρωνε ότι το υπουργείο έγινε αποδέκτης 63 γραπτών καταγγελιών περί μη τήρησης και εφαρμογής των υποχρεώσεων της εταιρίας. Οι καταγγελίες αφορούσαν ασφαλιστήρια συμβόλαια ASPIS BOND, των οποίων η καταβολή θα έπρεπε να είναι άμεση, όμως η ΑΣΠΙΣ την καθυστερούσε. Όπως αναφέρουν οι ενάγοντες, επρόκειτο για «το αποκορύφωμα ενός κυκεώνα ψευδών στοιχείων και οικονομικών καταστάσεων για τις οποίες, όφειλε το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τα έτη 2000-2002 να έχει λάβει όλα τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα».
Σύμφωνα με την αγωγή, τα ελλείμματα της εταιρίας καλύπτονταν από ασφάλιστρα των ASPIS BONDS, καθώς η ΑΣΠΙΣ δεν τα επένδυε από το 2000 και μετέπειτα «σε μερίδια, τα οποία εξακολουθούσαν να πουλάνε οι συνεργάτες της ασφαλιστές», αλλά τα χρησιμοποιούσε για να καλύπτει λειτουργικές δαπάνες και δάνεια, «γεγονός το οποίο όφειλε και μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει το υπουργείο Ανάπτυξης».
Το υπουργείο Ανάπτυξης «παρέλειψε εντελώς να διαπιστώσει τις ατασθαλίες της ασφαλιστικής εταιρίας, που ήταν ήδη εξόφθαλμες, ή κατά πάσα πιθανότητα, τις διαπίστωσε και δεν προέβη στην λήψη κανενός προληπτικού μέτρου» τονίζουν.
Το 2001 μειώθηκε η αξία του χαρτοφυλακίου του «εσωτερικού μεταβλητού κεφαλαίου» από υποτίμηση της αξίας των επενδύσεων, κατά 6,9 δισ. δρχ. και η εταιρία το συμπεριέλαβε στο ποσό των αποθεμάτων, ύψους 41 δισ. δρχ, κάνοντας αναδρομικά αλλαγές στον ισολογισμό του 2000. «Η εταιρία αποφάσισε αυθαίρετα να μηδενίσει το ποσό αυτό και να μην το εμφανίζει στους μετέπειτα ισολογισμούς της. Η εποπτική αρχή θα μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει τις παρανομίες, υπό την προϋπόθεση ότι θα διενεργούσε ελέγχους ουσίας» αναφέρουν.
Το 2001 η εταιρεία λάνσαρε δύο νέα επενδυτικά προϊόντα ζωής («ΑΣΠΙΣ PLUS» και «ΔΚ») που παρείχαν το αρχικό επενδεδυμένο κεφάλαιο, προσαυξημένο με επιτόκιο 4%. Όμως, το πιστοποιητικό φερεγγυότητας του 2001 δόθηκε στην εταιρία στις 31 Οκτωβρίου 2002!
«Εάν το υπουργείο Ανάπτυξης ασκούσε ουσιαστική εποπτεία, θα διαπίστωνε άμεσα την ύπαρξη ελλείμματος, αλλά και το γεγονός ότι η εταιρία είχε σταματήσει από το έτος 2001 να αγοράζει μερίδια» σημειώνεται στην αγωγή, καθώς «παρέλειψε να διαπιστώσει τις ατασθαλίες, που ήταν ήδη εξόφθαλμες, ή όπως σφόδρα πιθανολογείται, τις διαπίστωσε και δεν προέβη στην λήψη κανενός προληπτικού μέτρου».
Το 2002, τα οικονομικά προβλήματα της ΑΣΠΙΣ επιδεινώθηκαν. Η εταιρία από τις εισπράξεις του 2001 των ASPIS BOND, (66 εκατ. ευρώ) έπρεπε να αγοράσει για το αντίστοιχο ποσό μερίδια για τους ασφαλισμένους, όμως χρησιμοποίησε 42 εκατ. ευρώ για άλλες υποχρεώσεις και για την κάλυψη αποθεμάτων και ζημιών συμβολαίων του 2000. Οι ενάγοντες επισημαίνουν ότι εάν το υπουργείο Ανάπτυξης «είχε πραγματοποιήσει τους υποχρεωτικούς ελέγχους, είναι βέβαιο ότι θα είχε εγκαίρως διαπιστώσει την σχετική ατασθαλία».
Επειδή η ΑΣΠΙΣ δεν διέθετε επαρκές κεφάλαιο, λόγω του ελλείμματος των ASPIS BOND, «επινόησε το ασφαλιστικό προϊόν ASPIS PLUS» και «όσοι ασφαλισμένοι επιθυμούσαν εξαγορά του ASPIS BOND αναγκάστηκαν, λόγω έλλειψης διαθεσίμων στο επίπεδο της εξαγοράς συμβολαίων και διαμέσου απατηλών υποσχέσεων να το μετατρέψουν σε ASPIS PLUS». «Με εντελώς παραπλανητικούς υπολογισμούς, τους οποίους εδέχθη το υπουργείο Ανάπτυξης», η εταιρία «αύξησε τεχνηέντως τα κεφάλαιά της με το ανύπαρκτο εικονικό ποσό των 27 εκατ. ευρώ», αφού «αλλοίωνε τα οικονομικά της αποτελέσματα με την έμμεση συγκατάθεση και ανοχή» του υπουργείου» σημειώνουν.
Το 2003 αποφασίστηκε – παρανόμως κατά τους προσφεύγοντες- η μεταφορά 30 εκατ. ευρώ από το «εσωτερικό μεταβλητό κεφάλαιο» στην εταιρία «ΑΣΠΙΣ ΟΜΙΛΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ Α.Ε.» και η αντικατάστασή του με ομόλογο ισόποσης αξίας, επταετούς διάρκειας, με τόκο 5%. Τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για ίδρυση και αύξηση μετοχικού κεφαλαίου άλλων εταιριών, ωστόσο οι ισολογισμοί της ΑΣΠΙΣ «έδειχναν μία εύρωστη οικονομικά εταιρία, με την έμμεση συγκατάθεση του υπουργείου Ανάπτυξης» επισημαίνουν.
Το 2003 ασφαλισμένοι δημοσιοποιούν «την αδυναμία της εταιρίας να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις», ενώ ««αντίστοιχες αφορμές εξακολούθησαν να υφίστανται κατά την διάρκεια των ετών 2004-2009», όμως τόσο η ΑΣΠΙΣ όσο και το δημόσιο«συνέχισαν τη συγκάλυψη των ατασθαλιών και των προβλημάτων».
Το 2004 η εταιρία προέβη σε αύξηση κεφαλαίων και αναπροσάρμοσε την αξία των ακινήτων «αυθαίρετα στην “εύλογη” εμπορική αξία τους αυξάνοντας την αξία τους κατά 50 εκατ. ευρώ». Το 2005, ορκωτοί ελεγκτές εντόπισαν ότι τα ασφάλιστρα ASPIS BONDS, ASPIS PLUS και ΔΚ δεν επενδύονταν και δεν αγοράζονταν μερίδια, καθώς και ότι «είχε σχηματιστεί πρόβλεψη χρηματοοικονομικού κινδύνου 70 εκατ. ευρώ, που δεν μπορούσε να καλυφθεί με περιουσιακά στοιχεία». Οι ενάγοντες μιλούν για «χονδροειδείς συστηματικές παραβάσεις, οι οποίες βρήκαν έδαφος να εξελιχθούν, επειδή η εποπτεύουσα αρχή παρέλειψε να ασκήσει πραγματική εποπτεία».
Το 2006 αποκαλύπτεται ότι ποσό του αποθέματος των unitlinked συμβολαίων ήταν 99 εκατ. ευρώ, όταν το προηγούμενο έτος ήταν 68 εκατ. ευρώ. «Το υπουργείο Ανάπτυξης εάν στοιχειωδώς είχε πραγματοποιήσει έλεγχο, θα είχε διαπιστώσει τα αυτονόητα»σημειώνεται.
Το 2007 έγινε επίσημη καταγγελία από τον υπεύθυνο αναλογιστή στο υπουργείο Ανάπτυξης, το οποίο συνέχισε «αδιάκοπα να εκδίδει τα σχετικά πιστοποιητικά φερεγγυότητας χωρίς να ασκεί επί της ουσίας τον έλεγχο». Μάλιστα, ενώ το υπουργείο είχε ζητήσει «πλήρη στοιχεία για τα συμβόλαια UNITLINKED» δεν έλαβε καμία απάντηση, αλλά δεν έκανε τίποτα γι’ αυτό, ενώ, όταν βρέθηκε έλλειμμα στα αποθέματα των «ASPΙSBOND», «ΑΣΠΙΣ PLUS» και «ΔΚ» ύψους 40 εκατ. ευρώ, οι αρχές δεν αντέδρασαν.
Στη συνέχεια η αρμοδιότητα για τις ασφαλιστικές εταιρίες πέρασε στην ΕΠΕΙΑ, η οποία αλληλογραφώντας με την ΑΣΠΙΣ, διαπίστωσε νέο έλλειμμα στα αποθέματα ύψους 130 εκατ. ευρώ, που έπρεπε να καλυφθεί, χωρίς να γίνει τίποτα. Κατοπινοί έλεγχοι βρήκαν ότι η ΑΣΠΙΣ χρειαζόταν συνολικά 237 εκατ. ευρώ για να ανασυγκροτηθεί και, μόλις, τον Ιούνιο του 2090 η ΕΠΕΙΑ ζήτησε από την εταιρία «πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης και οικονομικής ανασυγκρότησης». Τελικώς, επειδή αυτό δεν έγινε, τον Σεπτέμβριο του 2009 ανακλήθηκε η άδειά της, όταν, όμως ήταν πια αργά.
«Το υπουργείο Ανάπτυξης “επιμελείτο” με διάφορους τρόπους να καλύπτει τη δεινή οικονομική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η εταιρία και στις περισσότερες περιπτώσεις με τα ανακριβή πιστοποιητικά φερεγγυότητας, τα οποία εξέδιδε, παραποιούνταν και αλλοιώνονταν τα οικονομικά αποτελέσματα, με αποτέλεσμα να εξαπατηθούν και να παγιδευτούν σωρεία πελατών της» σημειώνουν.
Η απάτη των ASPIS BONDS
Το 2003 υπηρεσιακό έγγραφο προς την ΑΣΠΙΣ ενημέρωνε ότι το υπουργείο έγινε αποδέκτης 63 γραπτών καταγγελιών περί μη τήρησης και εφαρμογής των υποχρεώσεων της εταιρίας. Οι καταγγελίες αφορούσαν ασφαλιστήρια συμβόλαια ASPIS BOND, των οποίων η καταβολή θα έπρεπε να είναι άμεση, όμως η ΑΣΠΙΣ την καθυστερούσε. Όπως αναφέρουν οι ενάγοντες, επρόκειτο για «το αποκορύφωμα ενός κυκεώνα ψευδών στοιχείων και οικονομικών καταστάσεων για τις οποίες, όφειλε το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τα έτη 2000-2002 να έχει λάβει όλα τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα».
Σύμφωνα με την αγωγή, τα ελλείμματα της εταιρίας καλύπτονταν από ασφάλιστρα των ASPIS BONDS, καθώς η ΑΣΠΙΣ δεν τα επένδυε από το 2000 και μετέπειτα «σε μερίδια, τα οποία εξακολουθούσαν να πουλάνε οι συνεργάτες της ασφαλιστές», αλλά τα χρησιμοποιούσε για να καλύπτει λειτουργικές δαπάνες και δάνεια, «γεγονός το οποίο όφειλε και μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει το υπουργείο Ανάπτυξης».
Το υπουργείο Ανάπτυξης «παρέλειψε εντελώς να διαπιστώσει τις ατασθαλίες της ασφαλιστικής εταιρίας, που ήταν ήδη εξόφθαλμες, ή κατά πάσα πιθανότητα, τις διαπίστωσε και δεν προέβη στην λήψη κανενός προληπτικού μέτρου» τονίζουν.
Το 2001 μειώθηκε η αξία του χαρτοφυλακίου του «εσωτερικού μεταβλητού κεφαλαίου» από υποτίμηση της αξίας των επενδύσεων, κατά 6,9 δισ. δρχ. και η εταιρία το συμπεριέλαβε στο ποσό των αποθεμάτων, ύψους 41 δισ. δρχ, κάνοντας αναδρομικά αλλαγές στον ισολογισμό του 2000. «Η εταιρία αποφάσισε αυθαίρετα να μηδενίσει το ποσό αυτό και να μην το εμφανίζει στους μετέπειτα ισολογισμούς της. Η εποπτική αρχή θα μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει τις παρανομίες, υπό την προϋπόθεση ότι θα διενεργούσε ελέγχους ουσίας» αναφέρουν.
Το 2001 η εταιρεία λάνσαρε δύο νέα επενδυτικά προϊόντα ζωής («ΑΣΠΙΣ PLUS» και «ΔΚ») που παρείχαν το αρχικό επενδεδυμένο κεφάλαιο, προσαυξημένο με επιτόκιο 4%. Όμως, το πιστοποιητικό φερεγγυότητας του 2001 δόθηκε στην εταιρία στις 31 Οκτωβρίου 2002!
«Εάν το υπουργείο Ανάπτυξης ασκούσε ουσιαστική εποπτεία, θα διαπίστωνε άμεσα την ύπαρξη ελλείμματος, αλλά και το γεγονός ότι η εταιρία είχε σταματήσει από το έτος 2001 να αγοράζει μερίδια» σημειώνεται στην αγωγή, καθώς «παρέλειψε να διαπιστώσει τις ατασθαλίες, που ήταν ήδη εξόφθαλμες, ή όπως σφόδρα πιθανολογείται, τις διαπίστωσε και δεν προέβη στην λήψη κανενός προληπτικού μέτρου».
Το 2002, τα οικονομικά προβλήματα της ΑΣΠΙΣ επιδεινώθηκαν. Η εταιρία από τις εισπράξεις του 2001 των ASPIS BOND, (66 εκατ. ευρώ) έπρεπε να αγοράσει για το αντίστοιχο ποσό μερίδια για τους ασφαλισμένους, όμως χρησιμοποίησε 42 εκατ. ευρώ για άλλες υποχρεώσεις και για την κάλυψη αποθεμάτων και ζημιών συμβολαίων του 2000. Οι ενάγοντες επισημαίνουν ότι εάν το υπουργείο Ανάπτυξης «είχε πραγματοποιήσει τους υποχρεωτικούς ελέγχους, είναι βέβαιο ότι θα είχε εγκαίρως διαπιστώσει την σχετική ατασθαλία».
Επειδή η ΑΣΠΙΣ δεν διέθετε επαρκές κεφάλαιο, λόγω του ελλείμματος των ASPIS BOND, «επινόησε το ασφαλιστικό προϊόν ASPIS PLUS» και «όσοι ασφαλισμένοι επιθυμούσαν εξαγορά του ASPIS BOND αναγκάστηκαν, λόγω έλλειψης διαθεσίμων στο επίπεδο της εξαγοράς συμβολαίων και διαμέσου απατηλών υποσχέσεων να το μετατρέψουν σε ASPIS PLUS». «Με εντελώς παραπλανητικούς υπολογισμούς, τους οποίους εδέχθη το υπουργείο Ανάπτυξης», η εταιρία «αύξησε τεχνηέντως τα κεφάλαιά της με το ανύπαρκτο εικονικό ποσό των 27 εκατ. ευρώ», αφού «αλλοίωνε τα οικονομικά της αποτελέσματα με την έμμεση συγκατάθεση και ανοχή» του υπουργείου» σημειώνουν.
Το 2003 αποφασίστηκε – παρανόμως κατά τους προσφεύγοντες- η μεταφορά 30 εκατ. ευρώ από το «εσωτερικό μεταβλητό κεφάλαιο» στην εταιρία «ΑΣΠΙΣ ΟΜΙΛΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ Α.Ε.» και η αντικατάστασή του με ομόλογο ισόποσης αξίας, επταετούς διάρκειας, με τόκο 5%. Τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για ίδρυση και αύξηση μετοχικού κεφαλαίου άλλων εταιριών, ωστόσο οι ισολογισμοί της ΑΣΠΙΣ «έδειχναν μία εύρωστη οικονομικά εταιρία, με την έμμεση συγκατάθεση του υπουργείου Ανάπτυξης» επισημαίνουν.
Το 2003 ασφαλισμένοι δημοσιοποιούν «την αδυναμία της εταιρίας να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις», ενώ ««αντίστοιχες αφορμές εξακολούθησαν να υφίστανται κατά την διάρκεια των ετών 2004-2009», όμως τόσο η ΑΣΠΙΣ όσο και το δημόσιο«συνέχισαν τη συγκάλυψη των ατασθαλιών και των προβλημάτων».
Το 2004 η εταιρία προέβη σε αύξηση κεφαλαίων και αναπροσάρμοσε την αξία των ακινήτων «αυθαίρετα στην “εύλογη” εμπορική αξία τους αυξάνοντας την αξία τους κατά 50 εκατ. ευρώ». Το 2005, ορκωτοί ελεγκτές εντόπισαν ότι τα ασφάλιστρα ASPIS BONDS, ASPIS PLUS και ΔΚ δεν επενδύονταν και δεν αγοράζονταν μερίδια, καθώς και ότι «είχε σχηματιστεί πρόβλεψη χρηματοοικονομικού κινδύνου 70 εκατ. ευρώ, που δεν μπορούσε να καλυφθεί με περιουσιακά στοιχεία». Οι ενάγοντες μιλούν για «χονδροειδείς συστηματικές παραβάσεις, οι οποίες βρήκαν έδαφος να εξελιχθούν, επειδή η εποπτεύουσα αρχή παρέλειψε να ασκήσει πραγματική εποπτεία».
Το 2006 αποκαλύπτεται ότι ποσό του αποθέματος των unitlinked συμβολαίων ήταν 99 εκατ. ευρώ, όταν το προηγούμενο έτος ήταν 68 εκατ. ευρώ. «Το υπουργείο Ανάπτυξης εάν στοιχειωδώς είχε πραγματοποιήσει έλεγχο, θα είχε διαπιστώσει τα αυτονόητα»σημειώνεται.
Το 2007 έγινε επίσημη καταγγελία από τον υπεύθυνο αναλογιστή στο υπουργείο Ανάπτυξης, το οποίο συνέχισε «αδιάκοπα να εκδίδει τα σχετικά πιστοποιητικά φερεγγυότητας χωρίς να ασκεί επί της ουσίας τον έλεγχο». Μάλιστα, ενώ το υπουργείο είχε ζητήσει «πλήρη στοιχεία για τα συμβόλαια UNITLINKED» δεν έλαβε καμία απάντηση, αλλά δεν έκανε τίποτα γι’ αυτό, ενώ, όταν βρέθηκε έλλειμμα στα αποθέματα των «ASPΙSBOND», «ΑΣΠΙΣ PLUS» και «ΔΚ» ύψους 40 εκατ. ευρώ, οι αρχές δεν αντέδρασαν.
Στη συνέχεια η αρμοδιότητα για τις ασφαλιστικές εταιρίες πέρασε στην ΕΠΕΙΑ, η οποία αλληλογραφώντας με την ΑΣΠΙΣ, διαπίστωσε νέο έλλειμμα στα αποθέματα ύψους 130 εκατ. ευρώ, που έπρεπε να καλυφθεί, χωρίς να γίνει τίποτα. Κατοπινοί έλεγχοι βρήκαν ότι η ΑΣΠΙΣ χρειαζόταν συνολικά 237 εκατ. ευρώ για να ανασυγκροτηθεί και, μόλις, τον Ιούνιο του 2090 η ΕΠΕΙΑ ζήτησε από την εταιρία «πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης και οικονομικής ανασυγκρότησης». Τελικώς, επειδή αυτό δεν έγινε, τον Σεπτέμβριο του 2009 ανακλήθηκε η άδειά της, όταν, όμως ήταν πια αργά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου