Ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Ιρλανδίας, ο Σον Κουίν, είναι πλέον και με δικαστική απόφαση «απένταρος», αφήνοντας πίσω του χρέη 2,9 δισ. ευρώ.
Η χρεοκοπία θα οδηγήσει χωρίς αμφιβολία σε περαιτέρω έρευνα των οικονομικών του με τις τράπεζες να ελπίζουν ότι θα ανακαλύψουν «κρυμμένα» κεφάλαια που τώρα έχουν περάσει στο όνομα της οικογένειας του άλλοτε μεγιστάνα.
H οικογένεια Κουίν είχε αποκτήσει το 2008 με μάλλον αμφίβολες μεθόδους το 28% της Anglo-Irish Bank.
Όταν η μετοχή της τράπεζας καταποντίστηκε, οι ιδιοκτήτες της τράπεζας φέρονται να προσπάθησαν να πείσουν τον Κουίν να δανειστεί εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για να αποκτήσει και άλλες μετοχές.
Το 2009, η ιρλανδική κυβέρνηση αποφάσισε να εθνικοποιήσει την τράπεζα προκειμένου να την σώσει από την κατάρρευση, διαγράφοντας επένδυση ύψους 2,8 δισ. ευρώ που είχε κάνει η οικογένεια Κουίν.
Η εθνικοποίηση της τράπεζας κόστισε στους Ιρλανδούς φορολογούμενους 29 δισ. ευρώ, γεγονός που τελικά ανάγκασε το Δουβλίνο να στραφεί στην ΕΕ και το ΔΝΤ για να λάβει πακέτο στήριξης, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με την Ελλάδα.
Ο μεγιστάνας είχε ήδη επιχειρήσει ανεπιτυχώς να ενταχθεί στο αντίστοιχο άρθρο 99, με προσφυγή σε δικαστήριο του Μπέλφαστ, δηλαδή να εκμεταλλευθεί την βρετανική νομοθεσία.
Η οικογένεια Κουίν και η εθνικοποιημένη πλέον Anglo-Irish (νυν IBRC) έχουν πολλές νομικές μάχες να δώσουν για την περιουσία της οικογένειας σε όλο τον κόσμο.
Η τράπεζα κατηγορεί τον 64χρονο Σον Κουίν ότι μεταβίβασε δεκάδες ακίνητα σε μέλη της οικογενείας του για να τα σώσει. Ο ίδιος αρνείται τις κατηγορίες.
Ο 64χρονος υπήρξε για πολλές δεκαετίες το μοντέλο αυτοδημιούργητου επιχειρηματία. Ξεκίνησε από μια φτωχή οικογένεια, εγκατέλειψε το σχολείο στα 14 και αργότερα δημιούργησε μια μικρή εταιρεία που στη συνέχεια εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη τσιμεντο-βιομηχανία της χώρας.
Έχτισε και πούλησε δεκάδες ξενοδοχεία πολυτελείας, εμπορικά κέντρα, διαμερίσματα στην Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ευρώπη και την Ασία, ενώ ίδρυσε και την τρίτη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία της χώρας.
Η τελευταία πουλήθηκε πρόσφατα σε αμερικανικό κολοσσό.
onair24.gr
Η χρεοκοπία θα οδηγήσει χωρίς αμφιβολία σε περαιτέρω έρευνα των οικονομικών του με τις τράπεζες να ελπίζουν ότι θα ανακαλύψουν «κρυμμένα» κεφάλαια που τώρα έχουν περάσει στο όνομα της οικογένειας του άλλοτε μεγιστάνα.
H οικογένεια Κουίν είχε αποκτήσει το 2008 με μάλλον αμφίβολες μεθόδους το 28% της Anglo-Irish Bank.
Όταν η μετοχή της τράπεζας καταποντίστηκε, οι ιδιοκτήτες της τράπεζας φέρονται να προσπάθησαν να πείσουν τον Κουίν να δανειστεί εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για να αποκτήσει και άλλες μετοχές.
Το 2009, η ιρλανδική κυβέρνηση αποφάσισε να εθνικοποιήσει την τράπεζα προκειμένου να την σώσει από την κατάρρευση, διαγράφοντας επένδυση ύψους 2,8 δισ. ευρώ που είχε κάνει η οικογένεια Κουίν.
Η εθνικοποίηση της τράπεζας κόστισε στους Ιρλανδούς φορολογούμενους 29 δισ. ευρώ, γεγονός που τελικά ανάγκασε το Δουβλίνο να στραφεί στην ΕΕ και το ΔΝΤ για να λάβει πακέτο στήριξης, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με την Ελλάδα.
Ο μεγιστάνας είχε ήδη επιχειρήσει ανεπιτυχώς να ενταχθεί στο αντίστοιχο άρθρο 99, με προσφυγή σε δικαστήριο του Μπέλφαστ, δηλαδή να εκμεταλλευθεί την βρετανική νομοθεσία.
Η οικογένεια Κουίν και η εθνικοποιημένη πλέον Anglo-Irish (νυν IBRC) έχουν πολλές νομικές μάχες να δώσουν για την περιουσία της οικογένειας σε όλο τον κόσμο.
Η τράπεζα κατηγορεί τον 64χρονο Σον Κουίν ότι μεταβίβασε δεκάδες ακίνητα σε μέλη της οικογενείας του για να τα σώσει. Ο ίδιος αρνείται τις κατηγορίες.
Ο 64χρονος υπήρξε για πολλές δεκαετίες το μοντέλο αυτοδημιούργητου επιχειρηματία. Ξεκίνησε από μια φτωχή οικογένεια, εγκατέλειψε το σχολείο στα 14 και αργότερα δημιούργησε μια μικρή εταιρεία που στη συνέχεια εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη τσιμεντο-βιομηχανία της χώρας.
Έχτισε και πούλησε δεκάδες ξενοδοχεία πολυτελείας, εμπορικά κέντρα, διαμερίσματα στην Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ευρώπη και την Ασία, ενώ ίδρυσε και την τρίτη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία της χώρας.
Η τελευταία πουλήθηκε πρόσφατα σε αμερικανικό κολοσσό.
onair24.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου