Στην 32η θέση, σε σύνολο 34 αξιολογούμενων ευρωπαϊκών χώρων, ως προς την ικανοποίηση των πολιτών από το υγειονομικό σύστημα κατατάσσεται σήμερα η Ελλάδα, επισημαίνει η Ελληνική Εταιρία Management Υπηρεσιών Υγείας (ΕΕΜΥΥ), παρουσιάζοντας τα αναλυτικά συμπεράσματα του 19ου Συνεδρίου της Εταιρίας, που είχε τίτλο: «Η Μετάβαση του ΕΣΥ από την Ποσότητα στην Αξία: Σχεδιάζοντας ένα Ασθενοκεντρικό Εθνικό Σύστημα Υγείας».
Ως κεντρικό συμπέρασμα, η ΕΕΜΜΥ, επισημαίνει ότι στο προβλεπτό μέλλον, η Πολιτική Υγείας δεν μπορεί να επιδιώκει την περαιτέρω ποσοτική διεύρυνση, αλλά οφείλει να υπηρετήσει την ποιοτική αναβάθμιση των υπηρεσιών και τη μέγιστη δυνατή ικανοποίηση των πολιτών, στο πλαίσιο των ήδη διαθέσιμων και πλημμελώς αξιοποιούμενων οικονομικών πόρων.
Μεγέθυνση Χωρίς Ποιότητα
Από το 1974 η Πολιτική Υγείας στην Ελλάδα υπήρξε μονομερώς προσανατολισμένη στην ποσοτική επέκταση, διεκδικώντας και καταναλώνοντας ένα συνεχώς μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ, μέχρι την έναρξη της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Κατά την τελευταία 35ετία δαπανήθηκαν τεράστιοι πόροι του ελληνικού πληθυσμού (άμεση φορολογία, ασφαλιστικές εισφορές, ιδιωτικές πληρωμές) και των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Όμως, η χρήση των πόρων δεν στηρίχθηκε σε επιστημονική τεκμηρίωση, πληθυσμιακά δεδομένα, υγειονομικούς δείκτες και οικονομικό ορθολογισμό. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν κυρίως με μικροπολιτικά και συντεχνιακά κριτήρια, ενώ απουσιάζει διαχρονικά ένας επαρκής και αντικειμενικός μηχανισμός σχεδιασμού, οργάνωσης, διοίκησης, μέτρησης αξιολόγησης και ελέγχου.
Το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων και αναλώσεων κάθε μορφής ωφέλησε μονομερώς την πλευρά της προσφοράς (ανεξαρτήτως του ιδιωτικού ή «δημόσιου» νομικού χαρακτηρισμού της), δηλαδή το λεγόμενο ιατροβιομηχανικό σύμπλεγμα, με την ευρεία έννοια του όρου. Η σπάταλη διαχείριση και η «έντεχνη υπεξαίρεση» της ανεξέλεγκτης δημόσιας δαπάνης αποτέλεσε μία από τις βασικές αιτίες πτώχευσης του ελληνικού κράτους.
Παράλληλα, το όφελος του πληθυσμού υπήρξε ασυγκρίτως δυσανάλογο προς τον όγκο του κόστους, ως προς το είδος, την ποιότητα, τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο διανομής των υπηρεσιών. Ασφαλώς, η κατάσταση υγείας του ελληνικού πληθυσμού βελτιώθηκε σημαντικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά η έννοια της πραγματικής αξίας που εισπράττουν οι λήπτες υγειονομικών υπηρεσιών παραμένει άγνωστη για τους σχεδιαστές και διαχειριστές του τομέα. Ακόμη και μερικές αναιμικές και διάχυτες διατάξεις, συναφείς προς την στενή έννοια της ποιότητας, δεν έχουν αξιοποιηθεί στην πράξη και φαντάζουν μέχρι σήμερα ως αόρατο «φύλλο συκής» ενός υγειονομικού συστήματος που αυτενεργεί, δεν ελέγχεται, δεν αξιολογείται και φυσικά δεν έχει ασθενοκεντρικό προσανατολισμό.
Το μοιραίο αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα κατατάσσεται σήμερα στην 32η θέση, σε σύνολο 34 αξιολογούμενων ευρωπαϊκών χώρων, ως προς την ικανοποίηση των πολιτών από το υγειονομικό σύστημα.
Οι Δαπάνες Υγείας
«Δωρεάν υγεία» δεν υπάρχει, παρά τα συνθήματα. Οι πολίτες καταβάλουν το πλήρες και βαρύ κόστος, έμμεσα ή άμεσα, με νόμιμους, νομιμοφανείς και παράνομους τρόπους.
Από την έναρξη της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, η δημόσια δαπάνη υγείας μειώθηκε στις χώρες της Ε.Ε., όμως ειδικά στην Ελλάδα η μείωση υπήρξε δραματικά μεγαλύτερη. Αυτό οφείλεται αφενός στην προγενέστερη καταχρηστική υπερδιόγκωση, αφετέρου στη συρρίκνωση της οικονομίας και στη δραστική παρέμβαση των δανειστών στη δομή των κρατικών δαπανών. Σημειώνεται όμως ότι η δημόσια δαπάνη υγείας στην Ελλάδα, αντίθετα προς την ιδιωτική, δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερη του μέσου όρου των χωρών της Ε.Ε.
Στο ορατό μέλλον και με ορθολογικά κριτήρια, δεν διαφαίνεται ρεαλιστική δυνατότητα για μια ουσιαστική αύξηση της δημόσιας δαπάνης υγείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ είναι προβληματική και αμφίβολη η αύξηση των πόρων της κοινωνικής ασφάλισης υγείας.
Η ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, που υπήρξε διαχρονικά υψηλή στην Ελλάδα, εκτοξεύθηκε με την έναρξη της τρέχουσας κρίσης, συνεχίζει να αυξάνεται και είναι υπερδιπλάσια του μέσου όρου στις χώρες της Ε.Ε. Περαιτέρω διεύρυνση των «out of pocket» πληρωμών εκ μέρους των νοικοκυριών φαίνεται σχεδόν αδύνατη, χωρίς καταστροφικές συνέπειες γι’ αυτά.
Γενικεύοντας, παρά τις επιπτώσεις της κρίσης, η συνολική υγειονομική δαπάνη στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται μέσα στα όρια της ομάδας χωρών της Νότιας Ευρώπης. Ωστόσο, η βιομηχανία της υγείας, οι συντεχνιακοί φορείς των παρόχων και τα συνδικάτα των εργαζομένων στο ΕΣΥ ομονοούν σε μία και μοναδική διεκδίκηση: την αύξηση των δημοσίων δαπανών υγείας, χωρίς έστω να υποδηλώνεται υποκατάσταση των ιδιωτικών, δηλαδή αποβλέπουν στη συνολική αύξηση του υγειονομικού κόστους.
Η ορθολογική διαχείριση των ήδη διαθέσιμων πόρων σπανίως αποτελεί αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού. Όμως, η εσωτερική ανακατανομή των πιστώσεων κατά τρόπο, ώστε να βελτιώνεται η αξία του παραγόμενου αποτελέσματος, είναι η μόνη ρεαλιστική πολιτική υγείας με ασθενοκεντρική στόχευση.
Επίπεδο Υγείας, Απειλές και Προβλήματα
Το προσδόκιμο ζωής κατά την γέννηση αυξάνεται στην Ελλάδα και είναι υψηλότερο του Μ.Ο. των χωρών της Ε.Ε., ενώ η αποτρεπτή θνησιμότητα έχει μειωθεί και υπολείπεται ελάχιστα του μέσου όρου. Η αυτοαναφερόμενη καλή υγεία του συνόλου του ελληνικού πληθυσμού καταλαμβάνει την έκτη (6η) θέση στην Ευρώπη. Μάλιστα, ενώ οι πολίτες υψηλού εισοδήματος κατατάσσονται στην όγδοη (8η) θέση, ο πληθυσμός χαμηλού εισοδήματος κατέχει την πρώτη (1η) θέση αυτοαναφερόμενης καλής υγείας, στο πλαίσιο των 28 χωρών.
Διαφαίνεται όμως ότι, η καλή κατάσταση υγείας απειλείται σοβαρά εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τις αποτυχίες της διαχρονικά ασκούμενης πολιτικής.
Η αυτοαναφερόμενη ως μη ικανοποιούμενη ανάγκη περίθαλψης έχει προσλάβει εξαιρετικές διαστάσεις. Η συμπεριφορά των πολιτών και ιδιαίτερα των χαμηλότερων εισοδημάτων έχει επηρεαστεί αρνητικά από τη συνεχή αύξηση των ιδιωτικών πληρωμών. Η καθολική πρόσβαση των ανασφάλιστων στις δημόσιες δομές υγείας δεν φαίνεται να προκαλεί αξιόλογο περιορισμό στις άμεσες πληρωμές, αφού δεν αντιμετωπίζονται τα κόστη πρόσβασης και χρόνου και οι άδηλες και έκνομες χρηματικές απαιτήσεις μεγάλης μερίδας λειτουργών της υγείας.
Το νοσοκομειακό ΕΣΥ διοικείται κεντρικά και ερασιτεχνικά, παραμένοντας αυστηρά ιατροκεντρικό, ενώ η εξωνοσοκομειακή δημόσια φροντίδα είναι υποτονική, περιπτωσιακή, «συνταγογραφική» και αναποτελεσματική, χωρίς δράσεις αγωγής υγείας, πρόληψης, κατ’ οίκον νοσηλείας, αποκατάστασης κλπ. Ουσιαστικά, δεν υπάρχουν προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου, με ορατές τις δυσμενείς συνέπειες. Π.χ., αν και τα ποσοστά κρουσμάτων θεραπεύσιμων μορφών καρκίνου είναι σημαντικά χαμηλότερα στην Ελλάδα, η θνησιμότητα είναι ίδια με τις άλλες χώρες της Ε.Ε.
Οι χρόνιες παθήσεις επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα διαβίωσης και η διάρκεια ζωής με καλή υγεία μειώνεται συνεχώς. Το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό δεν μετεκπαιδεύεται στις μεθόδους έγκαιρης ανίχνευσης παθολογικών καταστάσεων και αποφυγής επιβαρυντικών συνηθειών.
Τα υψηλά ποσοστά νοσοκομειακών λοιμώξεων, επανεισαγωγών, κατανάλωσης αντιβιοτικών κλπ είναι απαράδεκτα. Στα ελληνικά νοσοκομεία δεν χρησιμοποιούνται δείκτες αξιολόγησης, ούτε είναι διαθέσιμα αναλυτικά στοιχεία, προσδιοριστικά της ποιότητας της ιατρονοσηλευτικής φροντίδας. Η κατάσταση των κτιριακών και μηχανολογικών υποδομών, οι χρόνοι αναμονής και η ελλιπής ξενοδοχειακή φροντίδα καθιστούν δυσδιάκριτο τον σεβασμό της αξιοπρέπειας των ασθενών, παρά τις ακάματες προσπάθειες της πλειοψηφίας του προσωπικού.
Είναι προφανής η ανάγκη διατύπωσης ενός σύγχρονου «δόγματος» για την ευρεία μεταρρύθμιση του ΕΣΥ, αντί των δευτερευουσών, περιπτωσιακών και συχνά λανθασμένων παρεμβάσεων.
Από την Ποσότητα στην Αξία
Σε διεθνές επίπεδο, οι σχεδιαστές της πολιτικής και των συστημάτων υγείας επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην αξία των εκροών, όπως αυτή αποτυπώνεται σε πραγματικά και μετρήσιμα κλινικά αποτελέσματα και όπως την προσλαμβάνουν και την αξιολογούν οι λήπτες (χρήστες) των υπηρεσιών. Πρώτιστη μέριμνα είναι η βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων και όχι η προσαύξηση των δαπανών υγείας, ιδιαίτερα όταν είναι εμφανές ότι ένα σημαντικό ποσοστό τους αναλώνεται άσκοπα.
Στην Ελλάδα της κρίσης, η επιβίωση και ανασύνταξη του υγειονομικού συστήματος δεν πρέπει να επαφίεται στην βερμπαλιστική και ατεκμηρίωτη διεκδίκηση μιας ανέφικτης ή ελάχιστα εφικτής και μελλοντικής αύξησης της δημόσιας (και ιδιωτικής) δαπάνης υγείας. Η ποιότητα των υπηρεσιών και η ικανοποίηση των πολιτών μπορούν να επιτευχθούν κυρίως με την άμεση άσκηση επιστημονικού management, τόσο στον τομέα των ανθρώπινων και υλικών πόρων, όσο και των διαδικασιών, με γενικευμένη αξιοποίηση των τεχνολογικών καινοτομιών. Τα αναγκαία μέτρα είναι πασίγνωστα, προϋποθέτουν όμως εγκατάλειψη των πολιτικών σκοπιμοτήτων, έμπρακτη υποκίνηση των δημιουργικών στελεχών, αποδυνάμωση της «κοινωνικής οκνηρίας» μιας μερίδας κακομαθημένων δημοσίων υπαλλήλων, περιορισμό της «ταξικής ηγεμονίας» του ιατρικού σώματος κ.ά. Γενικεύοντας, το ΕΣΥ δεν πρέπει να εμφανίζεται ως δωρεοδόχος συμπαραστάτης των «ασθενών», αλλά υποχρεούται να ανταποδίδει στους χρηματοδότες του την αναλογούσα ποιότητα και αξία, σε σχέση με το βαρύ τίμημα που καταβάλουν για την υποτιθέμενη «δωρεάν» υγεία.
Ο περιττός κατακερματισμός των δομών, η απρογραμμάτιστη και άνιση στελέχωση, η υπολειτουργία της εγκατεστημένης ιατρικής τεχνολογίας, η κακή διαχείριση των σπάνιων οικονομικών πόρων, η έλλειψη αξιολόγησης και η ανυπαρξία μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας αυξάνουν τη δυσαρέσκεια των πολιτών και πριμοδοτούν την αναγκαστική ανάλωση ιδιωτικών πόρων.
Η ασθενοκεντρική ανακατεύθυνση του υγειονομικού συστήματος επιβάλει την άμεση αντικατάσταση των ευκαιριακών και πυροσβεστικών δράσεων, με την εκπόνηση και υλοποίηση ενός σφαιρικού σχεδίου, που θα υπακούει στις ακόλουθες αρχές:
Το σύστημα πρέπει να στηρίζεται στις πραγματικές δυνατότητες χρηματοδότησης εκ μέρους των πολιτών, χωρίς να προσβλέπει σε υπόγεια και πρόσθετη αύξηση των ιδιωτικών πληρωμών ή στην προσδοκία νέας εκτίναξης της δημόσιας δαπάνης, προφανώς με διεύρυνση του κρατικού εξωτερικού δανεισμού.
Το σύστημα οφείλει να έχει κοινωνικό χαρακτήρα, δίνοντας προτεραιότητα στην ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών του πληθυσμού. Άλλες σκοπιμότητες, όπως αντικρουόμενες ιδεοληψίες, συντεχνιακά συμφέροντα, ψηφοθηρικές επιδιώξεις, υπερβολική κερδοσκοπία κλπ πρέπει να υποτάσσονται στην ανάγκη ποιοτικής παροχής υπηρεσιών υγείας.
Η μεγιστοποίηση της παραγόμενης αξίας πρέπει ν’ αναζητηθεί στην αξιοποίηση του συνόλου του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Οι πολίτες-πληρωτές ενδιαφέρονται για την αποτελεσματικότητα και ποιότητα των προσλαμβανόμενων υπηρεσιών και όχι για το «δημόσιο» ή ιδιωτικό νομικό καθεστώς των παραγωγικών μηχανισμών, αφού αποζημιώσουν τους πάντες.
Η δεδομένη ανάγκη επιβίωσης του ΕΣΥ -ως εγγυητή κάλυψης του συνόλου των αναγκών υγείας- δεν μπορεί να στηριχθεί σε ανεδαφικούς καταναγκασμούς των πολιτών (π.χ. πλήρης απαγόρευση επιλογής ιατρού), αλλά στον σεβασμό των ποικιλόμορφων δικαιωμάτων τους και των εύλογων ποιοτικών απαιτήσεών τους.
Τα επιμέρους μέτρα του νέου σχεδιασμού πρέπει να υπηρετούν στόχους όπως α) η συγκράτηση και αξιοποίηση των ικανότερων λειτουργών υγείας, β) η διασπορά του υγειονομικού προσωπικού σε όλες τις περιοχές της χώρας, γ) η λειτουργία της δευτεροβάθμιας φροντίδας με τον αναγκαίο αριθμό ολοκληρωμένων νοσοκομείων και όχι υπερβάλλοντα αριθμό υπολειτουργούντων, με ταυτόχρονη αξιοποίηση των δομών για συμπληρωματικές και ακάλυπτες ανάγκες, δ) η δόμηση ενός πλήρους, σφριγηλού, καλά διοικούμενου και αποτελεσματικού πλέγματος εξωνοσοκομειακής φροντίδας, χωρίς περιττό κατακερματισμό, ικανού να μειώσει την πίεση στα νοσοκομεία, αλλά και να διεκπεραιώσει στην πράξη τα προγράμματα δημόσιας υγείας, πρόληψης, αγωγής υγείας, διαχείρισης χρονίων παθήσεων, αντιμετώπισης επειγόντων περιστατικών, κατ’ οίκον νοσηλείας κλπ, ε) η εγκατάλειψη απαρχαιωμένων συστημάτων ισοπεδωτικών αμοιβών για διαφορετικές ικανότητες και συνθήκες εργασίας, στ) η αποφασιστική και γενναία πριμοδότηση των νέων τεχνολογιών, ώστε να ελεγχθεί το κόστος και ν’ αυξηθεί η εγκυρότητα και ποιότητα του παραγόμενου έργου.
Συμπερασματικά, στο προβλεπτό μέλλον, η Πολιτική Υγείας δεν μπορεί να επιδιώκει την περαιτέρω ποσοτική διεύρυνση, αλλά οφείλει να υπηρετήσει την ποιοτική αναβάθμιση των υπηρεσιών και τη μέγιστη δυνατή ικανοποίηση των πολιτών, στο πλαίσιο των ήδη διαθέσιμων και πλημμελώς αξιοποιούμενων οικονομικών πόρων.
healthmag
Ως κεντρικό συμπέρασμα, η ΕΕΜΜΥ, επισημαίνει ότι στο προβλεπτό μέλλον, η Πολιτική Υγείας δεν μπορεί να επιδιώκει την περαιτέρω ποσοτική διεύρυνση, αλλά οφείλει να υπηρετήσει την ποιοτική αναβάθμιση των υπηρεσιών και τη μέγιστη δυνατή ικανοποίηση των πολιτών, στο πλαίσιο των ήδη διαθέσιμων και πλημμελώς αξιοποιούμενων οικονομικών πόρων.
Μεγέθυνση Χωρίς Ποιότητα
Από το 1974 η Πολιτική Υγείας στην Ελλάδα υπήρξε μονομερώς προσανατολισμένη στην ποσοτική επέκταση, διεκδικώντας και καταναλώνοντας ένα συνεχώς μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ, μέχρι την έναρξη της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Κατά την τελευταία 35ετία δαπανήθηκαν τεράστιοι πόροι του ελληνικού πληθυσμού (άμεση φορολογία, ασφαλιστικές εισφορές, ιδιωτικές πληρωμές) και των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Όμως, η χρήση των πόρων δεν στηρίχθηκε σε επιστημονική τεκμηρίωση, πληθυσμιακά δεδομένα, υγειονομικούς δείκτες και οικονομικό ορθολογισμό. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν κυρίως με μικροπολιτικά και συντεχνιακά κριτήρια, ενώ απουσιάζει διαχρονικά ένας επαρκής και αντικειμενικός μηχανισμός σχεδιασμού, οργάνωσης, διοίκησης, μέτρησης αξιολόγησης και ελέγχου.
Το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων και αναλώσεων κάθε μορφής ωφέλησε μονομερώς την πλευρά της προσφοράς (ανεξαρτήτως του ιδιωτικού ή «δημόσιου» νομικού χαρακτηρισμού της), δηλαδή το λεγόμενο ιατροβιομηχανικό σύμπλεγμα, με την ευρεία έννοια του όρου. Η σπάταλη διαχείριση και η «έντεχνη υπεξαίρεση» της ανεξέλεγκτης δημόσιας δαπάνης αποτέλεσε μία από τις βασικές αιτίες πτώχευσης του ελληνικού κράτους.
Παράλληλα, το όφελος του πληθυσμού υπήρξε ασυγκρίτως δυσανάλογο προς τον όγκο του κόστους, ως προς το είδος, την ποιότητα, τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο διανομής των υπηρεσιών. Ασφαλώς, η κατάσταση υγείας του ελληνικού πληθυσμού βελτιώθηκε σημαντικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά η έννοια της πραγματικής αξίας που εισπράττουν οι λήπτες υγειονομικών υπηρεσιών παραμένει άγνωστη για τους σχεδιαστές και διαχειριστές του τομέα. Ακόμη και μερικές αναιμικές και διάχυτες διατάξεις, συναφείς προς την στενή έννοια της ποιότητας, δεν έχουν αξιοποιηθεί στην πράξη και φαντάζουν μέχρι σήμερα ως αόρατο «φύλλο συκής» ενός υγειονομικού συστήματος που αυτενεργεί, δεν ελέγχεται, δεν αξιολογείται και φυσικά δεν έχει ασθενοκεντρικό προσανατολισμό.
Το μοιραίο αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα κατατάσσεται σήμερα στην 32η θέση, σε σύνολο 34 αξιολογούμενων ευρωπαϊκών χώρων, ως προς την ικανοποίηση των πολιτών από το υγειονομικό σύστημα.
Οι Δαπάνες Υγείας
«Δωρεάν υγεία» δεν υπάρχει, παρά τα συνθήματα. Οι πολίτες καταβάλουν το πλήρες και βαρύ κόστος, έμμεσα ή άμεσα, με νόμιμους, νομιμοφανείς και παράνομους τρόπους.
Από την έναρξη της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, η δημόσια δαπάνη υγείας μειώθηκε στις χώρες της Ε.Ε., όμως ειδικά στην Ελλάδα η μείωση υπήρξε δραματικά μεγαλύτερη. Αυτό οφείλεται αφενός στην προγενέστερη καταχρηστική υπερδιόγκωση, αφετέρου στη συρρίκνωση της οικονομίας και στη δραστική παρέμβαση των δανειστών στη δομή των κρατικών δαπανών. Σημειώνεται όμως ότι η δημόσια δαπάνη υγείας στην Ελλάδα, αντίθετα προς την ιδιωτική, δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερη του μέσου όρου των χωρών της Ε.Ε.
Στο ορατό μέλλον και με ορθολογικά κριτήρια, δεν διαφαίνεται ρεαλιστική δυνατότητα για μια ουσιαστική αύξηση της δημόσιας δαπάνης υγείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ είναι προβληματική και αμφίβολη η αύξηση των πόρων της κοινωνικής ασφάλισης υγείας.
Η ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, που υπήρξε διαχρονικά υψηλή στην Ελλάδα, εκτοξεύθηκε με την έναρξη της τρέχουσας κρίσης, συνεχίζει να αυξάνεται και είναι υπερδιπλάσια του μέσου όρου στις χώρες της Ε.Ε. Περαιτέρω διεύρυνση των «out of pocket» πληρωμών εκ μέρους των νοικοκυριών φαίνεται σχεδόν αδύνατη, χωρίς καταστροφικές συνέπειες γι’ αυτά.
Γενικεύοντας, παρά τις επιπτώσεις της κρίσης, η συνολική υγειονομική δαπάνη στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται μέσα στα όρια της ομάδας χωρών της Νότιας Ευρώπης. Ωστόσο, η βιομηχανία της υγείας, οι συντεχνιακοί φορείς των παρόχων και τα συνδικάτα των εργαζομένων στο ΕΣΥ ομονοούν σε μία και μοναδική διεκδίκηση: την αύξηση των δημοσίων δαπανών υγείας, χωρίς έστω να υποδηλώνεται υποκατάσταση των ιδιωτικών, δηλαδή αποβλέπουν στη συνολική αύξηση του υγειονομικού κόστους.
Η ορθολογική διαχείριση των ήδη διαθέσιμων πόρων σπανίως αποτελεί αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού. Όμως, η εσωτερική ανακατανομή των πιστώσεων κατά τρόπο, ώστε να βελτιώνεται η αξία του παραγόμενου αποτελέσματος, είναι η μόνη ρεαλιστική πολιτική υγείας με ασθενοκεντρική στόχευση.
Επίπεδο Υγείας, Απειλές και Προβλήματα
Το προσδόκιμο ζωής κατά την γέννηση αυξάνεται στην Ελλάδα και είναι υψηλότερο του Μ.Ο. των χωρών της Ε.Ε., ενώ η αποτρεπτή θνησιμότητα έχει μειωθεί και υπολείπεται ελάχιστα του μέσου όρου. Η αυτοαναφερόμενη καλή υγεία του συνόλου του ελληνικού πληθυσμού καταλαμβάνει την έκτη (6η) θέση στην Ευρώπη. Μάλιστα, ενώ οι πολίτες υψηλού εισοδήματος κατατάσσονται στην όγδοη (8η) θέση, ο πληθυσμός χαμηλού εισοδήματος κατέχει την πρώτη (1η) θέση αυτοαναφερόμενης καλής υγείας, στο πλαίσιο των 28 χωρών.
Διαφαίνεται όμως ότι, η καλή κατάσταση υγείας απειλείται σοβαρά εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τις αποτυχίες της διαχρονικά ασκούμενης πολιτικής.
Η αυτοαναφερόμενη ως μη ικανοποιούμενη ανάγκη περίθαλψης έχει προσλάβει εξαιρετικές διαστάσεις. Η συμπεριφορά των πολιτών και ιδιαίτερα των χαμηλότερων εισοδημάτων έχει επηρεαστεί αρνητικά από τη συνεχή αύξηση των ιδιωτικών πληρωμών. Η καθολική πρόσβαση των ανασφάλιστων στις δημόσιες δομές υγείας δεν φαίνεται να προκαλεί αξιόλογο περιορισμό στις άμεσες πληρωμές, αφού δεν αντιμετωπίζονται τα κόστη πρόσβασης και χρόνου και οι άδηλες και έκνομες χρηματικές απαιτήσεις μεγάλης μερίδας λειτουργών της υγείας.
Το νοσοκομειακό ΕΣΥ διοικείται κεντρικά και ερασιτεχνικά, παραμένοντας αυστηρά ιατροκεντρικό, ενώ η εξωνοσοκομειακή δημόσια φροντίδα είναι υποτονική, περιπτωσιακή, «συνταγογραφική» και αναποτελεσματική, χωρίς δράσεις αγωγής υγείας, πρόληψης, κατ’ οίκον νοσηλείας, αποκατάστασης κλπ. Ουσιαστικά, δεν υπάρχουν προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου, με ορατές τις δυσμενείς συνέπειες. Π.χ., αν και τα ποσοστά κρουσμάτων θεραπεύσιμων μορφών καρκίνου είναι σημαντικά χαμηλότερα στην Ελλάδα, η θνησιμότητα είναι ίδια με τις άλλες χώρες της Ε.Ε.
Οι χρόνιες παθήσεις επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα διαβίωσης και η διάρκεια ζωής με καλή υγεία μειώνεται συνεχώς. Το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό δεν μετεκπαιδεύεται στις μεθόδους έγκαιρης ανίχνευσης παθολογικών καταστάσεων και αποφυγής επιβαρυντικών συνηθειών.
Τα υψηλά ποσοστά νοσοκομειακών λοιμώξεων, επανεισαγωγών, κατανάλωσης αντιβιοτικών κλπ είναι απαράδεκτα. Στα ελληνικά νοσοκομεία δεν χρησιμοποιούνται δείκτες αξιολόγησης, ούτε είναι διαθέσιμα αναλυτικά στοιχεία, προσδιοριστικά της ποιότητας της ιατρονοσηλευτικής φροντίδας. Η κατάσταση των κτιριακών και μηχανολογικών υποδομών, οι χρόνοι αναμονής και η ελλιπής ξενοδοχειακή φροντίδα καθιστούν δυσδιάκριτο τον σεβασμό της αξιοπρέπειας των ασθενών, παρά τις ακάματες προσπάθειες της πλειοψηφίας του προσωπικού.
Είναι προφανής η ανάγκη διατύπωσης ενός σύγχρονου «δόγματος» για την ευρεία μεταρρύθμιση του ΕΣΥ, αντί των δευτερευουσών, περιπτωσιακών και συχνά λανθασμένων παρεμβάσεων.
Από την Ποσότητα στην Αξία
Σε διεθνές επίπεδο, οι σχεδιαστές της πολιτικής και των συστημάτων υγείας επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην αξία των εκροών, όπως αυτή αποτυπώνεται σε πραγματικά και μετρήσιμα κλινικά αποτελέσματα και όπως την προσλαμβάνουν και την αξιολογούν οι λήπτες (χρήστες) των υπηρεσιών. Πρώτιστη μέριμνα είναι η βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων και όχι η προσαύξηση των δαπανών υγείας, ιδιαίτερα όταν είναι εμφανές ότι ένα σημαντικό ποσοστό τους αναλώνεται άσκοπα.
Στην Ελλάδα της κρίσης, η επιβίωση και ανασύνταξη του υγειονομικού συστήματος δεν πρέπει να επαφίεται στην βερμπαλιστική και ατεκμηρίωτη διεκδίκηση μιας ανέφικτης ή ελάχιστα εφικτής και μελλοντικής αύξησης της δημόσιας (και ιδιωτικής) δαπάνης υγείας. Η ποιότητα των υπηρεσιών και η ικανοποίηση των πολιτών μπορούν να επιτευχθούν κυρίως με την άμεση άσκηση επιστημονικού management, τόσο στον τομέα των ανθρώπινων και υλικών πόρων, όσο και των διαδικασιών, με γενικευμένη αξιοποίηση των τεχνολογικών καινοτομιών. Τα αναγκαία μέτρα είναι πασίγνωστα, προϋποθέτουν όμως εγκατάλειψη των πολιτικών σκοπιμοτήτων, έμπρακτη υποκίνηση των δημιουργικών στελεχών, αποδυνάμωση της «κοινωνικής οκνηρίας» μιας μερίδας κακομαθημένων δημοσίων υπαλλήλων, περιορισμό της «ταξικής ηγεμονίας» του ιατρικού σώματος κ.ά. Γενικεύοντας, το ΕΣΥ δεν πρέπει να εμφανίζεται ως δωρεοδόχος συμπαραστάτης των «ασθενών», αλλά υποχρεούται να ανταποδίδει στους χρηματοδότες του την αναλογούσα ποιότητα και αξία, σε σχέση με το βαρύ τίμημα που καταβάλουν για την υποτιθέμενη «δωρεάν» υγεία.
Ο περιττός κατακερματισμός των δομών, η απρογραμμάτιστη και άνιση στελέχωση, η υπολειτουργία της εγκατεστημένης ιατρικής τεχνολογίας, η κακή διαχείριση των σπάνιων οικονομικών πόρων, η έλλειψη αξιολόγησης και η ανυπαρξία μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας αυξάνουν τη δυσαρέσκεια των πολιτών και πριμοδοτούν την αναγκαστική ανάλωση ιδιωτικών πόρων.
Η ασθενοκεντρική ανακατεύθυνση του υγειονομικού συστήματος επιβάλει την άμεση αντικατάσταση των ευκαιριακών και πυροσβεστικών δράσεων, με την εκπόνηση και υλοποίηση ενός σφαιρικού σχεδίου, που θα υπακούει στις ακόλουθες αρχές:
Το σύστημα πρέπει να στηρίζεται στις πραγματικές δυνατότητες χρηματοδότησης εκ μέρους των πολιτών, χωρίς να προσβλέπει σε υπόγεια και πρόσθετη αύξηση των ιδιωτικών πληρωμών ή στην προσδοκία νέας εκτίναξης της δημόσιας δαπάνης, προφανώς με διεύρυνση του κρατικού εξωτερικού δανεισμού.
Το σύστημα οφείλει να έχει κοινωνικό χαρακτήρα, δίνοντας προτεραιότητα στην ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών του πληθυσμού. Άλλες σκοπιμότητες, όπως αντικρουόμενες ιδεοληψίες, συντεχνιακά συμφέροντα, ψηφοθηρικές επιδιώξεις, υπερβολική κερδοσκοπία κλπ πρέπει να υποτάσσονται στην ανάγκη ποιοτικής παροχής υπηρεσιών υγείας.
Η μεγιστοποίηση της παραγόμενης αξίας πρέπει ν’ αναζητηθεί στην αξιοποίηση του συνόλου του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Οι πολίτες-πληρωτές ενδιαφέρονται για την αποτελεσματικότητα και ποιότητα των προσλαμβανόμενων υπηρεσιών και όχι για το «δημόσιο» ή ιδιωτικό νομικό καθεστώς των παραγωγικών μηχανισμών, αφού αποζημιώσουν τους πάντες.
Η δεδομένη ανάγκη επιβίωσης του ΕΣΥ -ως εγγυητή κάλυψης του συνόλου των αναγκών υγείας- δεν μπορεί να στηριχθεί σε ανεδαφικούς καταναγκασμούς των πολιτών (π.χ. πλήρης απαγόρευση επιλογής ιατρού), αλλά στον σεβασμό των ποικιλόμορφων δικαιωμάτων τους και των εύλογων ποιοτικών απαιτήσεών τους.
Τα επιμέρους μέτρα του νέου σχεδιασμού πρέπει να υπηρετούν στόχους όπως α) η συγκράτηση και αξιοποίηση των ικανότερων λειτουργών υγείας, β) η διασπορά του υγειονομικού προσωπικού σε όλες τις περιοχές της χώρας, γ) η λειτουργία της δευτεροβάθμιας φροντίδας με τον αναγκαίο αριθμό ολοκληρωμένων νοσοκομείων και όχι υπερβάλλοντα αριθμό υπολειτουργούντων, με ταυτόχρονη αξιοποίηση των δομών για συμπληρωματικές και ακάλυπτες ανάγκες, δ) η δόμηση ενός πλήρους, σφριγηλού, καλά διοικούμενου και αποτελεσματικού πλέγματος εξωνοσοκομειακής φροντίδας, χωρίς περιττό κατακερματισμό, ικανού να μειώσει την πίεση στα νοσοκομεία, αλλά και να διεκπεραιώσει στην πράξη τα προγράμματα δημόσιας υγείας, πρόληψης, αγωγής υγείας, διαχείρισης χρονίων παθήσεων, αντιμετώπισης επειγόντων περιστατικών, κατ’ οίκον νοσηλείας κλπ, ε) η εγκατάλειψη απαρχαιωμένων συστημάτων ισοπεδωτικών αμοιβών για διαφορετικές ικανότητες και συνθήκες εργασίας, στ) η αποφασιστική και γενναία πριμοδότηση των νέων τεχνολογιών, ώστε να ελεγχθεί το κόστος και ν’ αυξηθεί η εγκυρότητα και ποιότητα του παραγόμενου έργου.
Συμπερασματικά, στο προβλεπτό μέλλον, η Πολιτική Υγείας δεν μπορεί να επιδιώκει την περαιτέρω ποσοτική διεύρυνση, αλλά οφείλει να υπηρετήσει την ποιοτική αναβάθμιση των υπηρεσιών και τη μέγιστη δυνατή ικανοποίηση των πολιτών, στο πλαίσιο των ήδη διαθέσιμων και πλημμελώς αξιοποιούμενων οικονομικών πόρων.
healthmag
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου