Στις 21 Απριλίου 1967 και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, επίορκοι αξιωματικοί του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, με τη συμμετοχή του ταξίαρχου τεθωρακισμένων Στυλιανού Παττακού και του συνταγματάρχη Νικόλαου Μακαρέζου, όπως και άλλων αξιωματικών του στρατού ξηράς, κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα, το οποίο οι ίδιοι ονόμαζαν «εθνοσωτήριο επανάσταση» ή «Επανάσταση της 21ης Απριλίου».
Την πράξη τους, οι πραξικοπηματίες δικαιολόγησαν ως απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθεί αναρχία την οποία σχεδίαζαν κεντροαριστερές ομάδες, κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με πειστικά στοιχεία.
Η δημοκρατία και οι θεσμοί καταλύθηκαν για επτά χρόνια, έως τις 24 Ιουλίου 1974, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο. Η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων με το Δ΄ ψήφισμα στις 8 Ιανουαρίου 1975 χαρακτήρισε την κίνηση της 21ης Απριλίου 1967 πραξικόπημα.
Πολιτικό πλαίσιο - Πώς επιβλήθηκε η Χούντα των Συνταγματαρχών
Μετά τον εμφύλιο του 1946-49 ήταν διάχυτος ο φόβος της επικράτησης του κομμουνισμού παρά την ήττα του ΔΣΕ και την εξορία των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ. Οι κυβερνήσεις λάμβαναν μέτρα όπως την απαγόρευση του ΚΚΕ, την εκτόπιση αντιφρονούντων κ.λπ. Ορισμένοι αξιωματικοί στον στρατό, στην αστυνομία/χωροφυλακή, στην ΚΥΠ κι αλλού θεωρούσαν ότι οι πολιτικοί δεν λάμβαναν αρκετά μέτρα ή ότι δεν ήταν αρκετά ικανοί να αποτρέψουν τον κίνδυνο, και είχαν ουσιαστικά αυτονομήσει τη δράση τους, δημιουργώντας το λεγόμενο «παρακράτος».
Δημιουργήθηκαν ομάδες αξιωματικών, οι οποίες συνέρχονταν και αποφάσιζαν κοινή δράση χωρίς να λογοδοτούν ή να ελέγχονται από την πολιτική ηγεσία. Ταυτόχρονα, με ψευδείς εκθέσεις ή με προβοκάτσιες προσπαθούσαν να πείσουν ότι η Αριστερά είχε οργανωμένη δράση για την κατάληψη της εξουσίας. Οι κυβερνήσεις της εποχής, κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, δεν στάθηκε δυνατό να ελέγξουν αυτούς τους παρακρατικούς μηχανισμούς είτε διότι δεν αντιλαμβάνονταν τη σοβαρότητα του κινδύνου για τη δημοκρατία είτε διότι πολλές φορές τα ανάκτορα παρενέβαιναν υπέρ τους, θεωρώντας ότι οι παρακρατικοί είναι ως επί το πλείστον ορκισμένοι φιλομοναρχικοί.
Δείγματα της δράσης των παρακρατικών ήταν το σχέδιο «Περικλής», ως έναν βαθμό η «βία και νοθεία» στις εκλογές του 1961 και η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963. Η δράση των αντιδημοκρατικών ακροδεξιών αυτών ομάδων εντάθηκε μετά τη νίκη στις εκλογές του 1963 της Ενώσεως Κέντρου με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήταν μεν αντικομμουνιστής, πίστευε όμως ότι η πολιτική διώξεων κατά των κομμουνιστών μάλλον τους ενίσχυε παρά τους αποδυνάμωνε.
Οι πραξικοπηματίες φοβούνταν την πιθανότητα νέας νίκης της Ενώσεως Κέντρου στις προσεχείς εκλογές. Μια νίκη της θα σήμαινε ενίσχυση της πτέρυγας Παπανδρέου και πιθανή κάθαρση του στρατεύματος από τα υπερδεξιά στοιχεία. Μια τέτοια κάθαρση αναμφισβήτητα θα περιλάμβανε πολλά από τα ηγετικά στελέχη του κινήματος. Η προηγούμενη προσπάθεια ελέγχου του στρατεύματος από την κυβέρνηση είχε καταλήξει σε σύγκρουση με τα ανάκτορα και την Αποστασία του 1965. Αν η Ένωση Κέντρου επανεκλεγόταν, η παρέμβαση των ανακτόρων θα ήταν πολύ πιο δύσκολη. Την ίδια στιγμή, οι αντιαμερικανικές δηλώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, η χείρα φιλίας που έτεινε προς την ΕΔΑ και οι προτροπές του για ενίσχυση της φιλίας με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας είχαν θορυβήσει όλους τους δεξιούς θεσμικούς και εξωθεσμικούς παράγοντες, περιλαμβανομένων και των Αμερικανών.
Λόγω της προχωρημένης ηλικίας του Γ. Παπανδρέου, ο Α. Παπανδρέου διαφαινόταν ως ο διάδοχός του σε περίπτωση νίκης στις επερχόμενες εκλογές. Υπήρχαν πολλές αναφορές στο ενδεχόμενο πολιτειακής εκτροπής, ενώ σχεδιαζόταν πραξικόπημα και από ανώτερους αξιωματικούς υπό τον στρατηγό Σπαντιδάκη με την ανοχή -αν όχι με την ενθάρρυνση- του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄.
Τα σενάρια αυτά αφορούσαν στην αφαίρεση της εξουσίας από την Ένωση Κέντρου, σε περίπτωση νίκης της τελευταίας στις επερχόμενες εκλογές, και την αναστολή εφαρμογής ορισμένων άρθρων του Συντάγματος για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Οι αξιωματικοί που τελικά προέβησαν στο πραξικόπημα την 21η Απριλίου του 1967 κινήθηκαν πιο γρήγορα και εξέπληξαν τους πάντες. Το καθεστώς δικαιολόγησε την κατάληψη της εξουσίας υποστηρίζοντας ότι υπήρχε κίνδυνος να καταληφθεί η εξουσία από τους κομμουνιστές. Οι πραξικοπηματίες ισχυρίστηκαν ότι είχαν ανακαλύψει εβδομήντα φορτηγά αυτοκίνητα φορτωμένα με ψεύτικες στρατιωτικές στολές, που οι κομμουνιστές θα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν πραξικόπημα. Ποτέ δεν παρουσίασαν κάποιο από αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία και σύντομα ακόμη και οι ίδιοι εγκατέλειψαν την πρόφαση του επερχόμενου κομμουνιστικού κινδύνου.
zougla
Την πράξη τους, οι πραξικοπηματίες δικαιολόγησαν ως απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθεί αναρχία την οποία σχεδίαζαν κεντροαριστερές ομάδες, κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με πειστικά στοιχεία.
Η δημοκρατία και οι θεσμοί καταλύθηκαν για επτά χρόνια, έως τις 24 Ιουλίου 1974, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο. Η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων με το Δ΄ ψήφισμα στις 8 Ιανουαρίου 1975 χαρακτήρισε την κίνηση της 21ης Απριλίου 1967 πραξικόπημα.
Πολιτικό πλαίσιο - Πώς επιβλήθηκε η Χούντα των Συνταγματαρχών
Μετά τον εμφύλιο του 1946-49 ήταν διάχυτος ο φόβος της επικράτησης του κομμουνισμού παρά την ήττα του ΔΣΕ και την εξορία των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ. Οι κυβερνήσεις λάμβαναν μέτρα όπως την απαγόρευση του ΚΚΕ, την εκτόπιση αντιφρονούντων κ.λπ. Ορισμένοι αξιωματικοί στον στρατό, στην αστυνομία/χωροφυλακή, στην ΚΥΠ κι αλλού θεωρούσαν ότι οι πολιτικοί δεν λάμβαναν αρκετά μέτρα ή ότι δεν ήταν αρκετά ικανοί να αποτρέψουν τον κίνδυνο, και είχαν ουσιαστικά αυτονομήσει τη δράση τους, δημιουργώντας το λεγόμενο «παρακράτος».
Δημιουργήθηκαν ομάδες αξιωματικών, οι οποίες συνέρχονταν και αποφάσιζαν κοινή δράση χωρίς να λογοδοτούν ή να ελέγχονται από την πολιτική ηγεσία. Ταυτόχρονα, με ψευδείς εκθέσεις ή με προβοκάτσιες προσπαθούσαν να πείσουν ότι η Αριστερά είχε οργανωμένη δράση για την κατάληψη της εξουσίας. Οι κυβερνήσεις της εποχής, κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, δεν στάθηκε δυνατό να ελέγξουν αυτούς τους παρακρατικούς μηχανισμούς είτε διότι δεν αντιλαμβάνονταν τη σοβαρότητα του κινδύνου για τη δημοκρατία είτε διότι πολλές φορές τα ανάκτορα παρενέβαιναν υπέρ τους, θεωρώντας ότι οι παρακρατικοί είναι ως επί το πλείστον ορκισμένοι φιλομοναρχικοί.
Δείγματα της δράσης των παρακρατικών ήταν το σχέδιο «Περικλής», ως έναν βαθμό η «βία και νοθεία» στις εκλογές του 1961 και η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963. Η δράση των αντιδημοκρατικών ακροδεξιών αυτών ομάδων εντάθηκε μετά τη νίκη στις εκλογές του 1963 της Ενώσεως Κέντρου με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήταν μεν αντικομμουνιστής, πίστευε όμως ότι η πολιτική διώξεων κατά των κομμουνιστών μάλλον τους ενίσχυε παρά τους αποδυνάμωνε.
Οι πραξικοπηματίες φοβούνταν την πιθανότητα νέας νίκης της Ενώσεως Κέντρου στις προσεχείς εκλογές. Μια νίκη της θα σήμαινε ενίσχυση της πτέρυγας Παπανδρέου και πιθανή κάθαρση του στρατεύματος από τα υπερδεξιά στοιχεία. Μια τέτοια κάθαρση αναμφισβήτητα θα περιλάμβανε πολλά από τα ηγετικά στελέχη του κινήματος. Η προηγούμενη προσπάθεια ελέγχου του στρατεύματος από την κυβέρνηση είχε καταλήξει σε σύγκρουση με τα ανάκτορα και την Αποστασία του 1965. Αν η Ένωση Κέντρου επανεκλεγόταν, η παρέμβαση των ανακτόρων θα ήταν πολύ πιο δύσκολη. Την ίδια στιγμή, οι αντιαμερικανικές δηλώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, η χείρα φιλίας που έτεινε προς την ΕΔΑ και οι προτροπές του για ενίσχυση της φιλίας με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας είχαν θορυβήσει όλους τους δεξιούς θεσμικούς και εξωθεσμικούς παράγοντες, περιλαμβανομένων και των Αμερικανών.
Λόγω της προχωρημένης ηλικίας του Γ. Παπανδρέου, ο Α. Παπανδρέου διαφαινόταν ως ο διάδοχός του σε περίπτωση νίκης στις επερχόμενες εκλογές. Υπήρχαν πολλές αναφορές στο ενδεχόμενο πολιτειακής εκτροπής, ενώ σχεδιαζόταν πραξικόπημα και από ανώτερους αξιωματικούς υπό τον στρατηγό Σπαντιδάκη με την ανοχή -αν όχι με την ενθάρρυνση- του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄.
Τα σενάρια αυτά αφορούσαν στην αφαίρεση της εξουσίας από την Ένωση Κέντρου, σε περίπτωση νίκης της τελευταίας στις επερχόμενες εκλογές, και την αναστολή εφαρμογής ορισμένων άρθρων του Συντάγματος για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Οι αξιωματικοί που τελικά προέβησαν στο πραξικόπημα την 21η Απριλίου του 1967 κινήθηκαν πιο γρήγορα και εξέπληξαν τους πάντες. Το καθεστώς δικαιολόγησε την κατάληψη της εξουσίας υποστηρίζοντας ότι υπήρχε κίνδυνος να καταληφθεί η εξουσία από τους κομμουνιστές. Οι πραξικοπηματίες ισχυρίστηκαν ότι είχαν ανακαλύψει εβδομήντα φορτηγά αυτοκίνητα φορτωμένα με ψεύτικες στρατιωτικές στολές, που οι κομμουνιστές θα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν πραξικόπημα. Ποτέ δεν παρουσίασαν κάποιο από αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία και σύντομα ακόμη και οι ίδιοι εγκατέλειψαν την πρόφαση του επερχόμενου κομμουνιστικού κινδύνου.
zougla
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου