«Θα ασκήσουμε όλα τα δικαιώματά μας ακόμη και ενώπιον των Διεθνών Δικαστηρίων»
Αίτηση ακύρωσης της πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου, που υλοποιεί μέτρα του δεύτερου Μνημονίου, κατέθεσε σήμερα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος.
Στην αίτησή της η ΓΣΕΕ υποστηρίζει, ότι με την πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «επιβάλλονται μειώσεις μισθών που υποβιβάζουν το ήδη ισχνό και υπερφορολογημένο εισόδημα των εργαζομένων, και οδηγούν σε ακόμη βαθύτερη ύφεση».
Η Συνομοσπονδία εκτιμά, ότι με το περιεχόμενο της πράξης του υπουργικού Συμβουλίου «διαμορφώνεται ένα περιβάλλον στο οποίο, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, που κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι θεμελιώδη για όλα τα κράτη μέλη, δεν μπορούν πλέον να ασκηθούν».
Ακόμη, η Συνομοσπονδία υποστηρίζει, ότι «με την κατάργηση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, καταστρέφεται ολοκληρωτικά ο μηχανισμός συλλογικών διαπραγματεύσεων και της διαιτησίας ενώ η ρύθμιση των όρων εργασίας, μεταφέρεται από το συλλογικό, στο ατομικό πεδίο και τις ατομικές συμβάσεις εργασίας».
«Συγχρόνως οι ρυθμίσεις της Πράξης συμπαρασύρουν και το βασικό συνδικαλιστικό δικαίωμα (άρθρο 23 παρ. 1 Συντάγματος), από το οποίο στερούν τα βασικά εργαλεία του, τη συλλογική αυτονομία και το δικαίωμα απεργίας».
Τέλος, η ΓΣΕΕ τονίζει, ότι «θα ασκήσει όλα τα δικαιώματά της ενώπιον των Ελληνικών και των Διεθνών Δικαστηρίων προκειμένου να υπερασπιστεί τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στη χώρα μας».
Με το Μνημόνιο ΙΙ και την 6/2012 ΠΥΣ «επιχειρείται να εκχερσωθεί πλήρως για τον εργαζόμενο το ισχύον εργασιακό καθεστώς», επισημαίνει η ΓΣΕΕ και προσθέτει ότι «πλήττονται καίρια στον πυρήνα τους -αν δεν καταργούνται πλήρως- θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες που θεμελιώνονται τόσο στο Σύνταγμα όσο και στο Κοινοτικό Δίκαιο και τις Διεθνείς Συμβάσεις που δεσμεύουν τη χώρα μας».
Επέρχεται, αναφέρει η ΓΣΕΕ σε άλλο σημείο της αίτησης ακύρωσής της, «δραματική υποβάθμιση του ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης πολύ κάτω ακόμη και από τα όρια του έτους 2010».
Αναλυτικότερα, σημειώνεται στην αίτηση ακύρωσης που κατατέθηκε στο ΣτΕ ότι η ΠΥΣ προσβάλλει «τον πυρήνα συνταγματικά κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων και ανατρέπει θεσμικές ρυθμίσεις που ενσωματώνονται στο Σύνταγμα και σε σειρά Διεθνών Συμβάσεων και Συνθηκών, οι οποίες βάσει του Συντάγματος έχουν υπερνομοθετική ισχύ».
Ειδικότερα, η ΓΣΕΕ υπογραμμίζει ότι με το Μνημόνιο ΙΙ (Ν. 4046/2012) αναλαμβάνονται άμεσης εφαρμογής Δημοσίου Δικαίου δεσμεύσεις, οι οποίες σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 43 του Συντάγματος μπορούν να υλοποιηθούν μόνο με την έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων και όχι με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση.
Παράλληλα, όμως, η επίμαχη ΠΥΣ ρυθμίζει σειρά ζητημάτων καθ' υπέρβαση της εξουσιοδότησης που δίνει το Μνημόνιο ΙΙ (όροι αμοιβής και εργασίας, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων εργασίας κ.λπ.), με αποτέλεσμα να είναι ανίσχυρη η ΠΥΣ, καθώς στηρίζεται σε παράνομη νομοθετική εξουσιοδότηση.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, τόσο το Μνημόνιο ΙΙ όσο και η επίμαχη ΠΥΣ είναι αντίθετες στα άρθρα 2, 4, 5, 22, 23, 25, 26, 28 και 43 του Συντάγματος, στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΑ που προστατεύει την περιουσία στην έννοια τη οποίας περιλαμβάνονται και οι αποδοχές των εργαζομένων, στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας 98, 111 και 122 και σε οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ακόμη, στην προσφυγή υπογραμμίζεται ότι το Μνημόνιο ΙΙ έπρεπε σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος να ψηφιστεί από τη Βουλή κατ' απόλυτη πλειοψηφία, δηλαδή από τα 3/5 των βουλευτών (180 βουλευτές).
Πώς αποδεικνύεται η αντισυνταγματικότητα
Όπως αναφέρει η προσφυγή, η αντισυνταγματικότητα στην επίμαχη ΠΥΣ αποδεικνύεται από τους παρακάτω δέκα λόγους:
1) Καταλύονται η συλλογική αυτονομία και η συνδικαλιστική ελευθερία που προστατεύονται από το Σύνταγμα.
2) Παραβιάζονται τα άρθρα 4 και 22 του Συντάγματος (ισότητα πολιτών και μισθολογική ισότητα) με τη μείωση των κατώτατων ορίων μισθών και ημερομισθίων.
3) Καταλύεται η λειτουργία και ο ρόλος της διαιτησίας (Ν. 1876/1990).
4) Παραβιάζεται το άρθρο 22 του Συντάγματος (συλλογική αυτονομία) με τη ρύθμιση της ΠΥΣ που καθορίζει τη διάρκεια και λήξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας κ.λπ.
5) Στο άρθρο 22 του συνταγματικού χάρτη προσκρούει η διάταξη εκείνη της ΠΥΣ που αναφέρει ότι οι ατομικές συμβάσεις λήγουν με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεως.
6) Προσβάλλεται το δικαίωμα της απεργίας το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος, καθώς οι μειώσεις αποδοχών, το πάγωμα των αυξήσεων μέχρι το 2023 εάν δεν πέσει η ανεργία στο 10% κ.λπ., δημιουργούν ένα πλαίσιο απαγορεύσεων για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας.
7) Παραβιάζεται η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 Συντάγματος), καθώς προβλέπονται περικοπές αποδοχών στους εργαζομένους, χωρίς να προβλέπεται κάποιο αντιστάθμισμα.
8) Η αξία του ανθρώπου και η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρα 2 και 5 Συντάγματος) προσβάλλονται με τις μειώσεις των αποδοχών κ.λπ., αφού παραβιάζεται το όριο της φτώχειας, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζομένων.
9) Η συνδικαλιστική ελευθερία (άρθρο 23 Συντάγματος) παραβιάζεται, καθώς καταργείται ουσιαστικά το δικαίωμα των ελεύθερων διαπραγματεύσεων, που αποτελεί κύρια εκδήλωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας.
10) Παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, καθώς οι ρυθμίσεις της ΠΥΣ έχουν μόνιμο χαρακτήρα και η έκταση και διάρκεια της κατάλυσης της συλλογικής αυτονομίας δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
newsbeast.gr
Αίτηση ακύρωσης της πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου, που υλοποιεί μέτρα του δεύτερου Μνημονίου, κατέθεσε σήμερα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος.
Στην αίτησή της η ΓΣΕΕ υποστηρίζει, ότι με την πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «επιβάλλονται μειώσεις μισθών που υποβιβάζουν το ήδη ισχνό και υπερφορολογημένο εισόδημα των εργαζομένων, και οδηγούν σε ακόμη βαθύτερη ύφεση».
Η Συνομοσπονδία εκτιμά, ότι με το περιεχόμενο της πράξης του υπουργικού Συμβουλίου «διαμορφώνεται ένα περιβάλλον στο οποίο, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, που κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι θεμελιώδη για όλα τα κράτη μέλη, δεν μπορούν πλέον να ασκηθούν».
Ακόμη, η Συνομοσπονδία υποστηρίζει, ότι «με την κατάργηση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, καταστρέφεται ολοκληρωτικά ο μηχανισμός συλλογικών διαπραγματεύσεων και της διαιτησίας ενώ η ρύθμιση των όρων εργασίας, μεταφέρεται από το συλλογικό, στο ατομικό πεδίο και τις ατομικές συμβάσεις εργασίας».
«Συγχρόνως οι ρυθμίσεις της Πράξης συμπαρασύρουν και το βασικό συνδικαλιστικό δικαίωμα (άρθρο 23 παρ. 1 Συντάγματος), από το οποίο στερούν τα βασικά εργαλεία του, τη συλλογική αυτονομία και το δικαίωμα απεργίας».
Τέλος, η ΓΣΕΕ τονίζει, ότι «θα ασκήσει όλα τα δικαιώματά της ενώπιον των Ελληνικών και των Διεθνών Δικαστηρίων προκειμένου να υπερασπιστεί τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στη χώρα μας».
Παρουσιάζει δέκα λόγους για τους οποίους το θεωρεί αντισυνταγματικό
Σε πλειάδα διατάξεων του Συντάγματος, των διεθνών συμβάσεων εργασίας, της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, αλλά και σε διάταξη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) προσκρούει τόσο το Μνημόνιο ΙΙ όσο και η 6/2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία μειώνονται κατά 22% οι αποδοχές των εργαζομένων και κατά 32% των νέων κάτω των 25 ετών, επέρχεται αναγκαία λήξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των διαιτητικών αποφάσεων και καταργείται η διαιτησία, υποστηρίζει η ΓΣΕΕ με την 107 σελίδων προσφυγή της την οποία, παρά το γεγονός ότι είχε προαναγγείλει εδώ και μέρες, την κατέθεσε σήμερα στο Συμβούλιο της Επικρατείας.Με το Μνημόνιο ΙΙ και την 6/2012 ΠΥΣ «επιχειρείται να εκχερσωθεί πλήρως για τον εργαζόμενο το ισχύον εργασιακό καθεστώς», επισημαίνει η ΓΣΕΕ και προσθέτει ότι «πλήττονται καίρια στον πυρήνα τους -αν δεν καταργούνται πλήρως- θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες που θεμελιώνονται τόσο στο Σύνταγμα όσο και στο Κοινοτικό Δίκαιο και τις Διεθνείς Συμβάσεις που δεσμεύουν τη χώρα μας».
Επέρχεται, αναφέρει η ΓΣΕΕ σε άλλο σημείο της αίτησης ακύρωσής της, «δραματική υποβάθμιση του ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης πολύ κάτω ακόμη και από τα όρια του έτους 2010».
Αναλυτικότερα, σημειώνεται στην αίτηση ακύρωσης που κατατέθηκε στο ΣτΕ ότι η ΠΥΣ προσβάλλει «τον πυρήνα συνταγματικά κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων και ανατρέπει θεσμικές ρυθμίσεις που ενσωματώνονται στο Σύνταγμα και σε σειρά Διεθνών Συμβάσεων και Συνθηκών, οι οποίες βάσει του Συντάγματος έχουν υπερνομοθετική ισχύ».
Ειδικότερα, η ΓΣΕΕ υπογραμμίζει ότι με το Μνημόνιο ΙΙ (Ν. 4046/2012) αναλαμβάνονται άμεσης εφαρμογής Δημοσίου Δικαίου δεσμεύσεις, οι οποίες σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 43 του Συντάγματος μπορούν να υλοποιηθούν μόνο με την έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων και όχι με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση.
Παράλληλα, όμως, η επίμαχη ΠΥΣ ρυθμίζει σειρά ζητημάτων καθ' υπέρβαση της εξουσιοδότησης που δίνει το Μνημόνιο ΙΙ (όροι αμοιβής και εργασίας, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων εργασίας κ.λπ.), με αποτέλεσμα να είναι ανίσχυρη η ΠΥΣ, καθώς στηρίζεται σε παράνομη νομοθετική εξουσιοδότηση.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, τόσο το Μνημόνιο ΙΙ όσο και η επίμαχη ΠΥΣ είναι αντίθετες στα άρθρα 2, 4, 5, 22, 23, 25, 26, 28 και 43 του Συντάγματος, στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΑ που προστατεύει την περιουσία στην έννοια τη οποίας περιλαμβάνονται και οι αποδοχές των εργαζομένων, στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας 98, 111 και 122 και σε οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ακόμη, στην προσφυγή υπογραμμίζεται ότι το Μνημόνιο ΙΙ έπρεπε σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος να ψηφιστεί από τη Βουλή κατ' απόλυτη πλειοψηφία, δηλαδή από τα 3/5 των βουλευτών (180 βουλευτές).
Πώς αποδεικνύεται η αντισυνταγματικότητα
Όπως αναφέρει η προσφυγή, η αντισυνταγματικότητα στην επίμαχη ΠΥΣ αποδεικνύεται από τους παρακάτω δέκα λόγους:
1) Καταλύονται η συλλογική αυτονομία και η συνδικαλιστική ελευθερία που προστατεύονται από το Σύνταγμα.
2) Παραβιάζονται τα άρθρα 4 και 22 του Συντάγματος (ισότητα πολιτών και μισθολογική ισότητα) με τη μείωση των κατώτατων ορίων μισθών και ημερομισθίων.
3) Καταλύεται η λειτουργία και ο ρόλος της διαιτησίας (Ν. 1876/1990).
4) Παραβιάζεται το άρθρο 22 του Συντάγματος (συλλογική αυτονομία) με τη ρύθμιση της ΠΥΣ που καθορίζει τη διάρκεια και λήξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας κ.λπ.
5) Στο άρθρο 22 του συνταγματικού χάρτη προσκρούει η διάταξη εκείνη της ΠΥΣ που αναφέρει ότι οι ατομικές συμβάσεις λήγουν με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεως.
6) Προσβάλλεται το δικαίωμα της απεργίας το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος, καθώς οι μειώσεις αποδοχών, το πάγωμα των αυξήσεων μέχρι το 2023 εάν δεν πέσει η ανεργία στο 10% κ.λπ., δημιουργούν ένα πλαίσιο απαγορεύσεων για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας.
7) Παραβιάζεται η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 Συντάγματος), καθώς προβλέπονται περικοπές αποδοχών στους εργαζομένους, χωρίς να προβλέπεται κάποιο αντιστάθμισμα.
8) Η αξία του ανθρώπου και η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρα 2 και 5 Συντάγματος) προσβάλλονται με τις μειώσεις των αποδοχών κ.λπ., αφού παραβιάζεται το όριο της φτώχειας, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζομένων.
9) Η συνδικαλιστική ελευθερία (άρθρο 23 Συντάγματος) παραβιάζεται, καθώς καταργείται ουσιαστικά το δικαίωμα των ελεύθερων διαπραγματεύσεων, που αποτελεί κύρια εκδήλωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας.
10) Παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, καθώς οι ρυθμίσεις της ΠΥΣ έχουν μόνιμο χαρακτήρα και η έκταση και διάρκεια της κατάλυσης της συλλογικής αυτονομίας δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
newsbeast.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου