Τα γεγονότα της Κύπρου ωθούν τις τράπεζες να εφαρμόσουν επιτόκια δύο ταχυτήτων, με σημαντική διαφορά για ποσά άνω και κάτω των 100.000 ευρώ.
Αυτό γιατί αρκετοί από τους εναπομείναντες καταθέτες, με οικονομίες άνω των 100.000 ευρώ, αναζητούν τρόπους ώστε να σπάσουν τα χρήματά τους σε καταθέσεις έως 100.000 ευρώ, καθώς έχουν θορυβηθεί με όσα συνέβησαν στην Κύπρο.
Επιπλέον, σπεύδουν να προσθέσουν συνδικαιούχους στις καταθέσεις τους, με δεδομένο ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία, η εγγύηση καλύπτει ποσά έως 100.000 ευρώ ανά καταθέτη, ανά τράπεζα.
Μάλιστα, αρκετοί είναι εκείνοι που εμφανίζουν διάθεση να επενδύσουν το κομμάτι της περιουσίας τους που ξεπερνά τα 100.000 ευρώ σε κρατικά ομόλογα άλλων χωρών, σε ομόλογα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ή ακόμη και σε προϊόντα διαχείρισης διαθεσίμων, ώστε να κάνουν διασπορά κινδύνου.
Σε αυτή την περίπτωση, όμως, ξεχνούν τις υψηλές αποδόσεις, καθώς τα ομόλογα αυτού του τύπου έχουν - ανάλογα με τον εκδότη - συμβολικές, μηδενικές ή ακόμη και αρνητικές αποδόσεις. Σε αυτό ακριβώς το στοιχείο πατούν και οι τράπεζες, προσφέροντας υψηλά συγκριτικά επιτόκια, ώστε να διατηρήσουν τους πελάτες τους εντός Ελλάδος.
Με δεδομένο λοιπόν ότι πλέον καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ μπορεί να θεωρηθούν "επενδύσεις", οι καταθέτες με μεγάλα ποσά γίνονται σαφώς πιο απαιτητικοί, ενώ από την πλευρά τους τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δίνουν αποδόσεις άνω του 4% ή και του 4,5%.
Προκειμένου μάλιστα να κρατήσουν στο χαρτοφυλάκιο τους μεγάλους πελάτες τους, είτε ανεβάζουν τον πήχη των αποδόσεων είτε τους στρέφουν σε επενδυτικά προϊόντα χαμηλού ρίσκου, όπως για παράδειγμα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου.
Στον αντίποδα, οι αποδόσεις πέφτουν κατά τουλάχιστον μία μονάδα για μικρότερα ποσά, που καλύπτονται από την εγγύηση, με αποτέλεσμα - ανάλογα με την τράπεζα - οι μεικτές αποδόσεις για καταθέσεις της τάξεως των 20.000 με 50.000 ευρώ να πέφτουν στο 3% με 3,5%.
Ειδικά για ποσά κάτω των 20.000 ευρώ, σε κλασική προθεσμιακή κατάθεση πολύ δύσκολα θα βρει κανείς απόδοση κοντά στο 3% και εναλλακτικά θα πρέπει να στραφεί σε ειδικά προϊόντα, όπως κλιμακωτοί λογαριασμοί ή καταθέσεις που επιβραβεύουν όσους μπορούν και αυξάνουν σταθερά το υπόλοιπό τους κάθε μήνα.
Μάλιστα, στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι τα σημερινά επιτόκια, κυρίως στα μικρότερα ποσά, θα μειωθούν περαιτέρω, ειδικά από τη στιγμή που θα ολοκληρωθεί η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι, εν αναμονή νέων μειώσεων στα επιτόκια, οι τράπεζες δίνουν υψηλότερες αποδόσεις για καταθέσεις έως 5-6 μηνών και σαφώς χαμηλότερα για μεγαλύτερη διάρκεια.
Ακόμα και στις κλιμακωτές καταθέσεις, που κατά κανόνα ανταμείβουν τους πελάτες τους με υψηλότερα επιτόκια στο τέλος της περιόδου, υπάρχουν πλέον «εμπροσθοβαρή» προϊόντα, όπου τα υψηλότερα επιτόκια προσφέρονται στην αρχή.
Την ίδια στιγμή πάντως, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, αποτρεπτικά για τους καταθέτες έχει λειτουργήσει και η αύξηση της φορολογίας επί των τόκων στο 15% έναντι 10% στο παρελθόν, γεγονός που σημαίνει ότι οι καταθέτες παίρνουν στο χέρι ακόμα λιγότερα χρήματα. Έτσι, αναζητούν διαφορετικές διεξόδους, καθώς το βασικό τους κριτήριο - πέραν της ασφάλειας - είναι και η απόδοση, ειδικά αν πρόκειται για ποσά που υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ.
news247
Αυτό γιατί αρκετοί από τους εναπομείναντες καταθέτες, με οικονομίες άνω των 100.000 ευρώ, αναζητούν τρόπους ώστε να σπάσουν τα χρήματά τους σε καταθέσεις έως 100.000 ευρώ, καθώς έχουν θορυβηθεί με όσα συνέβησαν στην Κύπρο.
Επιπλέον, σπεύδουν να προσθέσουν συνδικαιούχους στις καταθέσεις τους, με δεδομένο ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία, η εγγύηση καλύπτει ποσά έως 100.000 ευρώ ανά καταθέτη, ανά τράπεζα.
Μάλιστα, αρκετοί είναι εκείνοι που εμφανίζουν διάθεση να επενδύσουν το κομμάτι της περιουσίας τους που ξεπερνά τα 100.000 ευρώ σε κρατικά ομόλογα άλλων χωρών, σε ομόλογα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ή ακόμη και σε προϊόντα διαχείρισης διαθεσίμων, ώστε να κάνουν διασπορά κινδύνου.
Σε αυτή την περίπτωση, όμως, ξεχνούν τις υψηλές αποδόσεις, καθώς τα ομόλογα αυτού του τύπου έχουν - ανάλογα με τον εκδότη - συμβολικές, μηδενικές ή ακόμη και αρνητικές αποδόσεις. Σε αυτό ακριβώς το στοιχείο πατούν και οι τράπεζες, προσφέροντας υψηλά συγκριτικά επιτόκια, ώστε να διατηρήσουν τους πελάτες τους εντός Ελλάδος.
Με δεδομένο λοιπόν ότι πλέον καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ μπορεί να θεωρηθούν "επενδύσεις", οι καταθέτες με μεγάλα ποσά γίνονται σαφώς πιο απαιτητικοί, ενώ από την πλευρά τους τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δίνουν αποδόσεις άνω του 4% ή και του 4,5%.
Προκειμένου μάλιστα να κρατήσουν στο χαρτοφυλάκιο τους μεγάλους πελάτες τους, είτε ανεβάζουν τον πήχη των αποδόσεων είτε τους στρέφουν σε επενδυτικά προϊόντα χαμηλού ρίσκου, όπως για παράδειγμα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου.
Στον αντίποδα, οι αποδόσεις πέφτουν κατά τουλάχιστον μία μονάδα για μικρότερα ποσά, που καλύπτονται από την εγγύηση, με αποτέλεσμα - ανάλογα με την τράπεζα - οι μεικτές αποδόσεις για καταθέσεις της τάξεως των 20.000 με 50.000 ευρώ να πέφτουν στο 3% με 3,5%.
Ειδικά για ποσά κάτω των 20.000 ευρώ, σε κλασική προθεσμιακή κατάθεση πολύ δύσκολα θα βρει κανείς απόδοση κοντά στο 3% και εναλλακτικά θα πρέπει να στραφεί σε ειδικά προϊόντα, όπως κλιμακωτοί λογαριασμοί ή καταθέσεις που επιβραβεύουν όσους μπορούν και αυξάνουν σταθερά το υπόλοιπό τους κάθε μήνα.
Μάλιστα, στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι τα σημερινά επιτόκια, κυρίως στα μικρότερα ποσά, θα μειωθούν περαιτέρω, ειδικά από τη στιγμή που θα ολοκληρωθεί η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι, εν αναμονή νέων μειώσεων στα επιτόκια, οι τράπεζες δίνουν υψηλότερες αποδόσεις για καταθέσεις έως 5-6 μηνών και σαφώς χαμηλότερα για μεγαλύτερη διάρκεια.
Ακόμα και στις κλιμακωτές καταθέσεις, που κατά κανόνα ανταμείβουν τους πελάτες τους με υψηλότερα επιτόκια στο τέλος της περιόδου, υπάρχουν πλέον «εμπροσθοβαρή» προϊόντα, όπου τα υψηλότερα επιτόκια προσφέρονται στην αρχή.
Την ίδια στιγμή πάντως, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, αποτρεπτικά για τους καταθέτες έχει λειτουργήσει και η αύξηση της φορολογίας επί των τόκων στο 15% έναντι 10% στο παρελθόν, γεγονός που σημαίνει ότι οι καταθέτες παίρνουν στο χέρι ακόμα λιγότερα χρήματα. Έτσι, αναζητούν διαφορετικές διεξόδους, καθώς το βασικό τους κριτήριο - πέραν της ασφάλειας - είναι και η απόδοση, ειδικά αν πρόκειται για ποσά που υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ.
news247
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου